«Δεν τρώγαμε φαΐ αν δεν τρώγαμε πρώτα ξύλο». Ο Πολύδωρος Πολυδώρου, Κύπριος στρατιώτης που βρέθηκε στην πρώτη γραμμή του πολέμου το 1974, τραυματίστηκε και αιχμαλωτίστηκε από τους Τούρκους για 1303 ώρες. Η καθημερινότητά του στις τουρκικές φυλακές ήταν τα σωματικά και ψυχολογικά βασανιστήρια.
Επιβίωσε με δύο βλήματα από σφαίρες καρφωμένες στον ώμο του, να του θυμίζουν καθημερινά την τραγωδία του Αττίλα. Από τη μέρα της απελευθέρωσης του, τον Οκτώβριο του 1974 δε σταμάτησε να αφηγείται την ιστορία του. Να μιλά για την ιστορία του 361 Τάγματος Πεζικού, με το οποίο πολέμησε.
Δε σταμάτησε να περιγράφει τις ημέρες αιχμαλωσίας και να μνημονεύει τους συμπολεμιστές του, που είδε να σκοτώνονται στη μάχη.
Το 2019 κυκλοφόρησε το βιβλίο του με τα γεγονότα της εισβολής όπως τα έζησε.
Ο τίτλος είναι, «Αιχμάλωτος στην Τουρκία… Με δανεικό παντελόνι και ξυπόλητος».
Η αρχή της τραγωδίας
Ο Πολύδωρος Πολυδώρου κατατάχθηκε στον στρατό τον Ιανουάριο του 1973 και υπηρέτησε τη θητεία του στην Άσπρη Μούττη με την ειδικότητα του πολυβολητή εδάφους. Δύο ημέρες πριν από το πραξικόπημα, που έγινε στις 15 Ιουλίου, πήρε άδεια αν και δεν τη ζήτησε. Παρέδωσε τον στρατιωτικό του εξοπλισμό, έμεινε με την στολή εξόδου και κανονικά περίμενε την 20η Ιουλίου του 1974 για να πάρει το απολυτήριο του.
Κατά την άποψή του η άδεια δόθηκε σε συγκεκριμένους στρατιώτες, με αριστερές πεποιθήσεις, που θα μπορούσαν να αντιδράσουν στο πραξικόπημα που έγινε με εντολή της χούντας των Αθηνών και είχε σκοπό την ανατροπή και τη δολοφονία του Μακάριου.
Όταν έγινε το πραξικόπημα βρισκόταν στο χωριό του, στον Άγιο Θεόδωρο του Αγρού. Δύο ημέρες αργότερα όλοι οι στρατιώτες, που βρίσκονταν σε άδεια, κλήθηκαν μέσω ραδιοφώνου, να παρουσιαστούν στις μονάδες τους. Η κυκλοφορία είχε απαγορευτεί.
«Παρότι δεν ήμουν ανακατεμένος πουθενά, ήμουν εναντίον του πραξικοπήματος», λέει ο Πολυδώρου. Η μόνη εντολή που τους δόθηκε είναι να βρίσκονται σε επιφυλακή.
« Ήμασταν 19 χρονών και τόσο πανικοβλημένοι. Δεν μπορούσαμε να φανταστούμε τι θα ακολουθούσε», θυμάται.
«Σκεφτόμουν ότι θα έρθουν να μας σφάξουν»
Χαράματα της 20ης Ιουλίου άκουσε τον λοχία Στέλιο Χριστοφόρου, να φωνάζει «έρχονται οι Τούρκοι».
Πέντε μέρες μετά την ανατροπή του Μακάριου οι Τούρκοι εισέβαλαν με πρόσχημα την προστασία των τουρκοκυπρίων και το άρθρο 4 της συνθήκης εγγυήσεων.
Ο λοχίας που φώναξε ότι έρχονται, αργότερα βρέθηκε στον ομαδικό τάφο του Κορνόκηπου.
Ο Πολυδώρου ξύπνησε από τις φωνές και όταν συνήλθε είδε τον ουρανό γεμάτο αεροπλάνα και αλεξίπτωτα.
«Παλάβωσα, δεν ήξερα τι να κάνω. Όταν συνειδητοποίησα ότι είχαμε πόλεμο, απασφάλισα το όπλο και έριξα την πρώτη ριπή στους αλεξιπτωτιστές. Ήταν ώρα 5.30 στις 20 Ιουλίου».
Ο πανικός τον είχε κυριεύσει. «Σκεφτόμουν ότι θα έρθουν να μας σφάξουν απόψε, γιατί ο πρώτος στόχος είναι η εξουδετέρωση του πολυβόλου».
Το βράδυ στάλθηκαν ενισχύσεις από το 399 Τάγμα Πεζικού με σκοπό να μοιράσουν τον θύλακα Αγύρτας – Κιόνελι στα δύο. Οι Τούρκοι όμως γνώριζαν για την αντεπίθεση, η οποία τελικά απέτυχε. Ο Πολυδώρου μάλιστα την παρακολουθούσε από το φυλάκιο του. «Ήταν υπερθέαμα σαν να το έβλεπες στο σινεμά».
Το βράδυ ξύπνησε από τα κλάματα γύρω του. Οι στρατιώτες του 399 ΤΠ, που ήταν όλοι νεοσύλλεκτοι, μόλις έξι μηνών, επέστρεφαν τραυματισμένοι στο κεφάλι. Μετέφεραν στα χέρια τους τους νεκρούς συμπολεμιστές τους και έκλαιγαν με αναφιλητά.
Αυτή είναι η αλήθεια του πολέμου. Τα υπόλοιπα με τους “αγέρωχους ήρωες” που κουβαλάνε τα πτώματα των συντρόφων τους, σχεδόν αδιάφορα, είναι κινηματογράφος.
Ο τραυματισμός και οι σφαίρες που υπάρχουν ακόμη στο σώμα του
Στις 21 Ιουλίου ένα τουρκικό μαχητικό αεροπλάνο έκανε βύθιση και έριξε δύο ρουκέτες στο φυλάκιο του Πολυδώρου. Δίπλα του υπήρχε ένα ατομικό όρυγμα, στο οποίο πήδηξε για να προστατευθεί.
«Είχα πάθει σοκ, νόμιζα ότι πέθανα. Ένιωσα πόνο στα πόδια μου και κάτι ζεστό να τρέχει από τον ώμο μου», θυμάται.
Στον ώμο του είχε δύο θραύσματα, τα οποία έχει μέσα του μέχρι σήμερα. Σφαίρες τραυμάτισαν και τα πόδια του, οι οποίες όμως αφαιρέθηκαν λίγο αργότερα από τον γιατρό, που τον περιέθαλψε. Όπως εξηγεί ο Πολυδώρου, το πολυβόλο του ήταν το μοναδικό στην περιοχή. Έτσι παρά τον τραυματισμό και το φόβο που τον είχε κυριεύσει, επέστρεψε στη θέση του.
Μαζί με τον Χρήστο Μακρίδη, που τον εμψύχωνε, έπιασε το πολυβόλο του.
«Το τι κάναμε δεν περιγράφεται. Διαλύσαμε τα πάντα, όλα μπροστά μας καίγονταν, πήραν τα χωράφια φωτιά και δεν ξαναπυροβόλησαν ποτέ το φυλάκιο εκείνο. Τη νύχτα περίμενα με την ψυχή στο στόμα. Ήταν η μεγαλύτερη και χειρότερη νύχτα της ζωής μου».
Η απογοήτευση και το αίσθημα της προδοσίας
Στις 22 Ιουλίου στις 4 η ώρα το απόγευμα επιτεύχθηκε εκεχειρία. Όμως οι Τούρκοι συνέχισαν την προέλαση, ενώ το τάγμα του Πολυδώρου δέχτηκε εντολή για οπισθοχώρηση. Με πίκρα περιγράφει ότι «τα χωριά Δίκωμο, Συγχαρί και Βουνό τα έπιασαν οι Τούρκοι χωρίς να κάνουν μάχη, χωρίς να βρουν αντίσταση».
Όσον αφορά στο ηθικό των Κύπριων μαχίμων, ο Πολυδώρου λέει ότι ήταν ακμαιότατο τις τρεις πρώτες ημέρες. Αυτό όμως που τους απογοήτευσε ήταν η στάση και η συμπεριφορά των ανωτέρων αξιωματικών τους και η εντολή για οπισθοχώρηση.
«Στην διάρκεια του πολέμου δεν είδαμε μπροστά μας αξιωματικό κανέναν εκτός από ανθυπολοχαγούς. Ανώτερους αξιωματικούς δεν είδαμε».
Στο τάγμα του ήταν όλοι απογοητευμένοι. Συζητούσαν μεταξύ τους ότι έχουν προδοθεί και άλλες θεωρίες που δεν μπορούσαν να τεκμηριώσουν, αλλά έτσι ερμήνευαν τα γεγονότα που εκτυλίσσονταν μπροστά τους, απογοητευμένοι από την πορεία της μάχης.
Στις 23 Ιουλίου έγινε εκεχειρία και άρχισαν συνομιλίες στη Γενεύη. Καθώς δεν κατέληγαν πουθενά στις 14 Αυγούστου οι Τούρκοι έκαναν δεύτερη εισβολή. Ήταν ο Αττίλας ΙΙ.
Μετά την πρώτη εισβολή ο Πολυδώρου νοσηλεύθηκε για το πόδι του και του δόθηκε αναρρωτική άδεια. Ωστόσο, αποφάσισε να γυρίσει στο Τάγμα του, το οποίο βρισκόταν στην Κυθραία. Στις 12 Αυγούστου το ταλαιπωρημένο από τον πρώτο γύρο και χωρίς βαρύ οπλισμό τάγμα του μετακινήθηκε σε περιοχή βόρεια του Πενταδάχτυλου, προκειμένου να αντικαταστήσει το τάγμα 241. Εκεί τους βρήκε η δεύτερη εισβολή και οι στρατιώτες δέχτηκαν απειλές από τους ανώτερους αξιωματικούς τους ότι αν κάποιος τολμήσει να εγκαταλείψει τις θέσεις μάχης, θα εκτελείται.
Η δεύτερη εισβολή
«Εμείς παρόλο που ζήσαμε τον πόλεμο πολύ έντονα αυτό που έγινε στις 14 Αυγούστου ήταν κάτι απερίγραπτο. Ήταν σαν να άνοιξαν οι πόρτες της κόλασης. Άκουγες παντού ομοβροντίες. Τα πλοία συνέχιζαν να χτυπούν ασταμάτητα «σούζουνταν ο Πενταδάχτυλος». Μας χτυπούσαν με όλμους, αεροπλάνα, με οτιδήποτε διέθεταν. Ήταν ένα πανδαιμόνιο», περιγράφει και συνεχίζει:
“βρεθήκαμε με τους Τούρκους πρόσωπο με πρόσωπο. Όταν βρέθηκαν σε απόσταση αναπνοής από τις θέσεις των αντιπάλων τους, οι αξιωματικοί ήταν οι πρώτοι που εγκατέλειψαν το πεδίο της μάχης.Αυτοί που τους είχαν απειλήσει με εκτέλεση αν κάνουν έστω και ένα βήμα πίσω”.
«Παράτησαν δύο λόχους, τον 1ο και τον 3ο. Μας εγκατέλειψαν στο έλεος του Θεού»,
Ο Πολυδώρου αναρωτιέται: «Γιατί δεν άφησαν εκεί το 241 ΤΠ, που γνώριζε την περιοχή και είχε βαρέα όπλα; Γιατί μας εγκατέλειψαν στο πεδίο μάχης, δύο λόχους χωρίς να μας ειδοποιήσουν να κάνουμε οπισθοχώρηση;»
Στην αναφορά της 15ης Αυγούστου τα στοιχεία ήταν απογοητευτικά. Το τάγμα επάνδρωναν 340 κληρωτοί στρατιώτες, 22 αξιωματικοί, 117 έφεδροι. Στην αναφορά παρόντες ήταν 109 στρατιώτες. Στον πρώτο λόχο ήταν μόνο 4.
Δίψα, πείνα και βασανιστήρια
Ο νεαρός στρατιώτης μαζί με μια ομάδα καταδρομέων περιπλανήθηκε σε κάμπους και χωράφια, αναζητώντας για 14 ημέρες ένα τρόπο διαφυγής προς τις ελεύθερες περιοχές. Διψασμένοι, πεινασμένοι και εξαντλημένοι.
«Ήμασταν σαν φαντάσματα που περπατούσαμε. Έπεφτε ο διπλανός σου από την εξάντληση τον σήκωνες και ύστερα έπεφτες και εσύ», περιγράφει.
Στις 28 Αυγούστου βρέθηκε μαζί με άλλους 3 συμπολεμιστές του στην Ακανθού, την οποία όμως Τούρκοι περικύκλωσαν με τηλεβόες και τους κάλεσαν να παραδοθούν.
Οι 4 φαντάροι συνελήφθησαν και αφού τους χτύπησαν με τους υποκόπανους, μεταφέρθηκαν με δεμένα χέρια και μάτια στο στο Λευκόνοικο και από κει στο Τζιάος.
«Πέφταμε κάτω, μας έπιαναν από το γιακά, μας χτυπούσαν και ξαναπέφταμε. Έφτασα σε απελπιστική κατάσταση. Σκεφτόμουν να τρέξω, να με πυροβολήσουν και να γλυτώσω από αυτό το μαρτύριο…»
Στους τοίχους του αστυνομικού σταθμού που τους μετέφεραν ήταν γραμμένα συνθήματα και βρισιές όπως «Ζήτω η Εθνική Φρουρά», «Ελλάς Ελλήνων Χριστιανώ» και «Ζήτω ο Παττακός».
Ρωτήθηκαν πόσους Τούρκους είχαν σκοτώσει. Όλοι τους βρήκαν δικαιολογίες και δεν απαντούσαν. Τότε ο Τούρκος που τους είχε συλλάβει διέταξε έναν αστυνομικό να τους δώσει ένα φτυάρι να σκάψουν το λάκκο τους.
«Κόπηκαν τα πόδια μου. Παρακάλεσα το Θεό να είναι ακαριαίος ο θάνατος μου, να μην βασανιστώ».
Οι αιχμάλωτοι μεταφέρθηκαν στις φυλακές στο Σεράι στη Λευκωσία, από εκεί με λεωφορεία στην Κερύνεια και με πλοίο στη Μερσίνα της Τουρκίας.
Ο εξοργισμένος όχλος που είχε συγκεντρωθεί στην πόλη ήταν έτοιμος να λιντσάρει τους 500 αιχμαλώτους πολέμου για να τους εκδικηθούν για τη σφαγή 104 Τουρκοκυπρίων αμάχων. Ο κόσμος τους χτυπούσε με ξύλα, σίδερα και ζώνες.
Το μαρτύριο των φυλακών και το καθημερινό ξύλο
Στις φυλακές ένα νέο μαρτύριο ξεκινούσε. Οι περισσότεροι ήταν με σπασμένο κεφάλι. Στις φυλακές των Αδάνων έμειναν για 10 μέρες. Εκεί τους κούρεψαν, τους ανέκριναν και προσπάθησαν να συλλέξουν στοιχεία για τον καθέναν τους.
«Δέκα μέρες περάσαμε καλά, δεν φάγαμε ούτε ένα χαστούκι, ενώ το φαΐ ήταν καλό», περιγράφει ο Πολυδώρου.
Από τα Άδανα μεταφέρθηκαν στις φυλακές του Αντιγιαμάν, που βρίσκεται πάνω από τη Συρία, κοντά στα σύνορα με το Ιράκ.
«Ήταν φυλακές για πολιτικούς κρατουμένους, οι συνθήκες ήταν απάνθρωπες, το στρώμα μας ήταν γεμάτο ποντικούς , είχε μία γούρνα, δεν είχε βρύσες. Πίναμε όλοι νερό από τον ίδιο κουβά σα ζώα». Τα ψυχολογικά και σωματικά βασανιστήρια ήταν καθημερινά. Έτρωγαν ξύλο τέσσερις φορές τη μέρα.
«Πριν φάμε το πρωί έπρεπε να μας κάνουν άχρηστους από το ξύλο. Μόνο στον ύπνο δεν είχε ξύλο».
Η απελευθέρωση για τον βασανισμένο Πολυδώρου ήρθε στις 21 Οκτωβρίου, καθώς αποφασίστηκε ανταλλαγή αιχμαλώτων. Η ανταλλαγή αντιστοιχούσε ένας προς δύο, δηλαδή ένας Τουρκος για δύο Έλληνες. Η διαφορά ανάμεσα στους αιχμαλώτους ήταν εμφανής. «Εμείς ξυπόλυτοι, ρακένδυτοι και αξύριστοι, οι Τουρκοκύπριοι καλοντυμένοι και με τις βαλίτσες τους στο χέρι».
Τα επόμενα χρόνια ο Πολύδωρος Πολυδώρου και όλοι οι αιχμάλωτοι πολέμου είχαν μία προσβλητική αναφορά στο απολυτήριο τους, που θεωρούσαν στίγμα για την προσωπική τιμή και τη συνεισφορά τους.
Με κόκκινα γράμματα έγραφε: «Απολύεται ως συλληφθείς αιχμάλωτος υπό των Τούρκων. Δεν εξακριβώθηκαν οι συνθήκες της αιχμαλωσίας του ως και η διαγωγή του κατά τη διάρκεια ταύτης». Χρειάστηκαν πολυετείς αγώνες για να καταφέρουν να δικαιωθούν και έτσι να απαλειφθεί με μαύρο μαρκαδόρο αυτή η αναφορά από τα απολυτήρια τους.
Άραγε πώς θα μπορούσαν να εξακριβωθούν οι συνθήκες αιχμαλωσίας και η διαγωγή των όποιων αιχμαλώτων; και τι σημασία θα είχε, όποια και αν ήταν η “διαγωγή” απλών στρατιωτών, που δεν γνώριζαν διαβαθμισμένες πληροφορίες; Η απάντηση ίσως είναι μόνο τρεις λέξεις: Η πατρίς αγνωμονούσα
Σημείωση: Η Τουρκία κατέλαβε το 36% των εδαφών της Κύπρου.
Έδιωξε από αυτά τα εδάφη 180 χιλιάδες Κύπριους και οι νεκροί υπολογίζονται σε περίπου τρεις χιλιάδες.
της Μαριάννας Χιονά
Διαβάστε επίσης στη “ΜτΧ”: «Τα πυρά μας έριξαν ένα τουρκικό αεροπλάνο στον Πενταδάχτυλο. Τότε εξαφανίστηκε ως δια μαγείας ο φόβος και η κούραση. Τα χέρια μας πήραν φωτιά». Ένας βετεράνος της Κύπρου δηλώνει προδομένος
Ειδήσεις σήμερα:
- Κατά 42% αυξημένες οι φωτιές το 2024. Τι κατέγραψε η ετήσια έκθεση των ΜΕΤΕΟ και WWF Ελλάς
- Δύο ορφανές τίγρεις της Σιβηρίας επανενώθηκαν μετά από ταξίδι 200 χλμ. στα ρωσικά δάση. Η ιστορία του Μπόρις και της Σβετλάγια
- Μαθητής Γυμνασίου στη Λάρισα πήγε στο σχολείο με πιστόλι. Συνελήφθη μαζί με τον πατέρα του στον οποίο ανήκει
Ακολουθήστε την mixanitouxronou.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε τις σημαντικότερες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στη mixanitouxronou.gr