Τον Απρίλιο του 1900, δύο σπογγαλιευτικά σκάφη, το «Ευτέρπη», και η «Καλλιόπη» αναχώρησαν για την Τυνησία για να αλιεύσουν σφουγγάρια.
Καπετάνιος του πλοίου ήταν ο Δημήτριος Κοντός με το πλήρωμα του αριθμούσε 22 δύτες και ναύτες.
Όταν τα καΐκια έφτασαν στο ακρωτήριο Μαλέα ξέσπασε σφοδρή κακοκαιρία.
Ο καπετάνιος αποφάσισε να αγκυροβολήσουν μέχρι να κοπάσει η θαλασσοταραχή βορειοανατολικά των Αντικυθήρων.
Όταν ο καιρός κάλμαρε και τα πλοία ήταν έτοιμα για αναχώρηση, ο καπετάνιος ζήτησε από τους σφουγγαράδες να κάνουν μερικές καταδύσεις για να αλιεύσουν σφουγγάρια από τον βυθό.
Πρώτος έπεσε στη θάλασσα ο δύτης, Ηλίας Λυκοπάντης, γνωστός και ως Σταδιώτης.
Αφού έμεινε μερικά λεπτά στον βυθό έκανε σινιάλο να τον ανεβάσουν στην επιφάνεια.
Ήταν ενθουσιασμένος με όσα αντίκρισε σε βάθος 42 μέτρων.
Αμέσως ανέφερε στον Κοντό, ότι είδε ένα αρχαίο ναυάγιο μήκους 50 μέτρων.
Τριγύρω του υπήρχαν αμφορείς, απομεινάρια του σκάφους, μπρούτζινα και μαρμάρινα αγάλματα.
Όπως αποδείχθηκε αργότερα, ήταν ένα μεγάλο ρωμαϊκό πλοίο, που είχε ξεκινήσει τον 1ο αιώνα π.Χ. πιθανόν από τα παράλια της Μικράς Ασίας και κατευθυνόταν στην Ιταλία.
Όταν περνούσε ανάμεσα από τη Κρήτη και τα Αντικύθηρα, μια καταιγίδα το οδήγησε πάνω στα βράχια και βυθίστηκε.
Ο Κοντός βούτηξε για να επιβεβαιώσει, όσα του είχε περιγράψει ο Σταδιώτης και ανέσυρε από τον βυθό ένα χέρι ενός μπρούτζινου αγάλματος.
Στη συνέχεια έβαλε σημάδι στην περιοχή του ναυαγίου, τύλιξε το χέρι σε ένα καραβόπανο και συνέχισαν το ταξίδι τους προς την Τυνησία.
Έξι μήνες αργότερα, επέστρεψαν στη Σύμη που τότε ήταν υπό τουρκική κατοχή.
Ο ιδιοκτήτης του καραβιού, Φώτης Λινδιακός συγκέντρωσε όσους βρισκόταν στο πλήρωμα και αποφάσισαν να ενημερώσουν την ελληνική κυβέρνηση σχετικά με τη σπουδαία ανακάλυψη.
Ο καπετάνιος Κοντός μαζί με τον δύτη Ηλία Λυκοπάντη πήραν το μπρούτζινο χέρι και πήγαν στην Αθήνα, όπου συναντήθηκαν με τον Αντώνιο Οικονόμου, καθηγητή Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Στη συνέχεια ο Κοντός έστειλε επιστολή στον Υπουργό Εκκλησιαστικών και Δημοσίας Εκπαιδεύσεως, Σπυρίδωνα Στάη στην οποία τον ενημέρωνε ότι ανέσυρε από τη θάλασσα ένα χέρι αγάλματος μεγάλου μεγέθους και ζητούσε άδεια για να συνεχίσει την έρευνα με δικά του έξοδα.
Επίσης, τον ρωτούσε: «ποία ἔσται ἡ ἀμοιβή ἥν θέλω λάβει παρά τῆς Ἑλλ. Κυβερνήσεως ἐν ᾗ περιπτώσει αἱ ἔρευναί μου ἤθελον στεφθεῖ ὑπό ἐπιτυχίας».
Ο Στάης του απάντησε αμέσως ότι το κράτος ήταν πρόθυµο να συνδράµει µε την αποστολή πολεµικού πλοίου και µε οποιοδήποτε άλλο µέσο, προκειµένου να ανελκυθούν από τον πυθµένα τα αρχαία αγάλματα, και ότι η αμοιβή τους θα ήταν γενναία.
Πράγματι, η πρώτη μεγάλης έκτασης ενάλια έρευνα στον κόσμο ήταν γεγονός.
Οι σφουγγαράδες με τη συνδρομή του βασιλικού ναυτικού, παρά τις δυσμενείς καιρικές συνθήκες του Χειμώνα ξεκίνησαν τις καταδύσεις στο σημείο που είχαν εντοπίσει το αρχαίο ναυάγιο.
Οι αρχαιολόγοι έμειναν έκπληκτοι με το μέγεθος της ανακάλυψης.
Στις 8 Ιανουαρίου 1901 οι δύτες ανέσυραν τον «Έφηβο των Αντικυθήρων», για τον οποίο ο γλύπτης κ. Βρούτος είχε αναφέρει: «Είναι αριστούργημα και κάτι παραπάνω από αριστούργημα, θείον. Ενώπιον τοιούτου του καλλιτεχνήματος εννοεί κανείς διατί οι αρχαίοι ήσαν ειδωλολάτραι».
Τους επόμενους μήνες οι έρευνες συνεχίστηκαν. Από τον βυθό ανασύρθηκαν σπουδαίες αρχαιότητες.
Ανάμεσα τους ήταν και ένα διαβρωμένο αντικείμενο, που ήταν τοποθετημένο σε ένα ξύλινο πλαίσιο.
Ήταν το σημαντικότερο εύρημα που ανακαλύφτηκε στο ναυάγιο. Χρειάστηκαν πολλά χρόνια και δεκάδες μελέτες για να αποδειχθεί ότι ο μηχανισμός των Αντικυθήρων ήταν το αρχαιότερο δείγμα επιστημονικής τεχνολογίας.
Πολλοί θεωρούν ότι κατασκευάστηκε από τον Αρχιμήδη, τον Κτησίβιο ή στους μαθητές του Αρχιμήδη.
Το μόνο σίγουρο είναι ότι ο άνθρωπος που δημιούργησε τον μηχανισμό ήταν μια μεγαλοφυΐα των μαθηματικών της μηχανικής και της αστρονομίας και πρόκειται για τον αρχαιότερο μηχανισμό με γρανάζια στον κόσμο.
Οι σφουγγαράδες συνέχισαν τις ενάλιες έρευνες, προκειμένου να ανασύρουν όλους τους αρχαίους θησαυρούς.
Καθημερινά έφταναν σε βάθος 65 μέτρων και κουβαλούσαν τα βαριά αντικείμενα στην επιφάνεια, με αποτέλεσμα να επιβαρύνουν την υγεία τους.
Κατά τη διάρκεια των εργασιών έχασε τη ζωή του από τη νόσο των δυτών ο σφουγγαράς Γεώργιος Κρητικός, ενώ δύο δύτες υπέστησαν παράλυση στα άκρα τους.
Η κυβέρνηση τους αποζημίωσε χρηματικά για το σκληρό τους έργο.
Άλλωστε, χάρη σε εκείνους ανακαλύφτηκαν σημαντικά ευρήματα της αρχαιότητας.
Οι σφουγγαράδες και οι ψαράδες ήταν οι άνθρωποι που ανακάλυψαν πολλούς θησαυρούς, που ήταν κρυμμένοι στη θάλασσα για πολλούς αιώνες.
Το 1928 ένας άλλος ψαράς εντόπισε το ναυάγιο του Αρτεμισίου, όπου βρέθηκε το περίφημο άγαλμα, το οποίο είναι γνωστό ως «ο τζόκεϊ του Αρτεμισίου».
Η συμβολή τους ήταν τεράστια και μέχρι σήμερα παραμένουν άγρυπνοι φρουροί των ελληνικών θαλασσών.
Σήμερα, ένας ψαράς από την Άνδρο, ο Δημήτρης Ζάννες, δε δίστασε να παλέψει με ένα ολόκληρο σύστημα όταν διαπίστωσε ότι πολλοί άνθρωποι καταστρέφουν τη θάλασσα.
Ύψωσε τη φωνή του στα συμφέροντα, ταξίδεψε στην Ευρώπη, γνωστοποιώντας το πρόβλημα που υπάρχει στην περιοχή του και συνεργάστηκε με τις μεγαλύτερες οικολογικές οργανώσεις.
Διαβάστε στη “ΜτΧ”: Ο απομονωμένος φάρος του Αιγαίου που πήρε το όνομά του από τους φαροφύλακες που φώναζαν με αγωνία «παρ’ απ’ όλα». Πώς γινόταν ο ανεφοδιασμός τους εν μέσω θαλασσοταραχής
Ακολουθήστε την mixanitouxronou.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε τις σημαντικότερες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στη mixanitouxronou.gr