Στις αρχές του 19ου αιώνα οι συνθήκες ζωής και εργασίας των φτωχών κατοίκων του Μάντσεστερ, ήταν άθλιες.
Το νότιο Λανκασάιρ ήταν από πολύ παλιά το κέντρο μιας ακμάζουσας υφαντουργικής βιομηχανίας.
Στις αρχές του 18ου αιώνα αυτή η βιομηχανία ήταν οικοτεχνική. Οι γυναίκες και τα παιδιά μιας οικογένειας έγνεθαν το μαλλί και το βαμβάκι σε νήμα. Στη συνέχεια το ύφαιναν σε χειροκίνητους αργαλειούς οι άνδρες.
Στο δεύτερο μισό του αιώνα όλα αυτά άλλαξαν, χάρη στην ανάπτυξη διαφόρων τεχνολογικών καινοτομιών που αποτέλεσαν το πρώτο κύμα της βιομηχανικής επανάστασης.
Οι «οικιακοί» εργάτες της περιοχής, αδυνατώντας να ανταγωνιστούν τα μαζικά παραγόμενα εμπορεύματα, συνέρρευσαν στις αναπτυσσόμενες βιομηχανουπόλεις της βορειοδυτικής Αγγλίας.
Έγιναν χειριστές των μηχανών στα κλωστοϋφαντουργεία δουλεύοντας υπό κακές συνθήκες και με πενιχρούς μισθούς.
Σε πόλεις όπως το Μάντσεστερ οι εργάτες ζούσαν στριμωγμένοι σε κακής ποιότητας σπίτια τα οποία έχτιζαν οι εργοστασιάρχες.
Με την εδραίωση του καπιταλισμού οι παραδοσιακές κοινωνικές σχέσεις έμπαιναν ταχύτατα στο περιθώριο, ενώ σταδιακά δημιουργείτο η εργατική τάξη.
Μετά το Βατερλό και το τέλος των Ναπολεόντειων πολέμων πολλοί πίστεψαν ότι οι συνθήκες θα βελτιώνονταν, αλλά αντίθετα τα πράγματα χειροτέρεψαν.
Στη διάρκεια του πολέμου με τις εισαγωγές σιτηρών να έχουν ουσιαστικά παγώσει, οι μεγαλοκτηματίες έβγαλαν τεράστια κέρδη. Αυτό συνέβη γιατί οι τιμές του σιταριού είχαν φτάσει σε ιστορικά υψηλά και το ψωμί έγινε πανάκριβο.
Ήταν όμως το βασικό διατροφικό είδος της εργατικής τάξης.
Χωρίς να υπάρχει πλέον η ανάγκη ένδυσης και εφοδιασμού ενός μεγάλου στρατού ή στόλου, το τέλος του πολέμου σήμανε επίσης τη δραματική μείωση της ζήτησης για βαμβακερά προϊόντα, με αποτέλεσμα πολλοί εργάτες να μείνουν χωρίς δουλειά καθώς τα κλωστοϋφαντουργεία μείωναν την παραγωγή τους.
Οι «αντεργατικοί νόμοι» του 1799 και 1800 που απαγόρευαν τις συνδικαλιστικές οργανώσεις και τις συλλογικές διαπραγματεύσεις αποτέλεσαν άλλη μία αιτία οργής για τους βρετανούς εργάτες, ενώ είχαν αρχίσει να πληθαίνουν και οι φωνές για κοινοβουλευτικές μεταρρυθμίσεις που θα τους έδιναν το δικαίωμα πραγματικής εκπροσώπησης στην κυβέρνηση.
Μεταξύ 1815 και 1818 όλες αυτές οι διαμαρτυρίες εκφράστηκαν μέσα από αρκετές πολιτικές συγκεντρώσεις, διαδηλώσεις και απεργίες μεγάλης κλίμακας που έλαβαν χώρα στο Γιορκσάιρ και το Λανκασάιρ. Πολλές από αυτές τις διέλυσε η αστυνομία καθώς και τοπικά μέλη των σωμάτων εθελοντών ιππέων του στρατού που υποστήριζαν τις πολιτικές αρχές.
Η άρχουσα τάξη ταραγμένη από τα γεγονότα της Γαλλίας είχε ήδη αρχίσει να προαισθάνεται ότι ο αέρας μύριζε επανάσταση.
Και ενώ αυτά συνέβαιναν στο παρασκήνιο ζητήθηκε από έναν διαβόητο ριζοσπάστη αγορητή ονόματι Χένρι Χάντ να μιλήσει σε μία υπαίθρια συγκέντρωση στην πλατεία του Αγίου Πέτρου στο κέντρο του Μάντσεστερ στις 16 Αυγούστου 1819.
Το κύριο θέμα της συγκέντρωσης ήταν οι κοινοβουλευτικές μεταρρυθμίσεις.
Οι διοργανωτές ξεκαθάρισαν ότι κανείς δεν έπρεπε να έχει όπλο μαζί του ή να προκαλέσει ταραχές.
«Ακεραιότητα, νηφαλιότητα, τάξη και ειρήνη» βρισκόταν στην ημερήσια διάταξη. Ακόμη και το τότε υπουργείο εσωτερικών είχε δώσει οδηγίες να μη διαλυθεί η συγκέντρωση με χρήση βίας αναφέροντας πως οι ομιλητές και οι πρωτεργάτες θα συλλαμβάνονταν με έννομα μέσα.
Ωστόσο, οι τοπικοί δικαστικοί άρχοντες, δηλαδή οι μεγαλοκτηματίες και οι οικογένειές τους, που ήταν υπεύθυνοι για την εφαρμογή του αστικού δικαίου, δεν έβλεπαν την κατάσταση με το ίδιο μάτι.
Φοβούμενοι ενδεχομένως για την προσωπική τους ασφάλεια και θεωρώντας αυτές τις συγκεντρώσεις ως μία μακροπρόθεσμη απειλή για τον πλούτο και τα προνόμιά τους, οι «μεγάλοι και τρανοί» του Μάντσεστερ σιγουρεύτηκαν ότι θα είχαν στη διάθεση τους πολλούς αστυνομικούς και στρατιώτες.
Το σχέδιό τους ήταν να συλλάβουν τον Χένρι Χαν και τους υπόλοιπους ταραχοποιούς χρησιμοποιώντας όση βία έκριναν απαραίτητη.
Για το σκοπό αυτόν, εκτός από τους 400 ειδικούς αστυφύλακες, έφεραν τέσσερις ουλαμούς ιππικού από το 15ο σύνταγμα ουσάρων (600 άνδρες), αρκετές εκατοντάδες πεζικάριους, μία διμοιρία του βρετανικού πυροβολικού με δύο μικρά κανόνια, 400 άνδρες από το σώμα εθελοντών ιππέων του Τσέσαϊρ και 120 ιππείς από το αντίστοιχο σώμα των Μάντσεστερ και Σάλφορντ.
Η συγκέντρωση
Στις 16 Αυγούστου, όλο το πρωί, χιλιάδες άνθρωποι από το Μάντσεστερ και τις γύρω πόλεις ντυμένοι με τα καλά τους κατέφθαναν στην πλατεία του Αγίου Πέτρου, σε οργανωμένες ομάδες. Σύμφωνα με εκτιμήσεις μέχρι τις 11 το πρωί το στριμωγμένο πλήθος αριθμούσε τουλάχιστον 60.000 άτομα- πιθανότατα η μεγαλύτερη συγκέντρωση που είχε γίνει ποτέ στην Αγγλία.
Φοβούμενοι ότι θα ήταν αδύνατο να κινηθούν μέσα στο πλήθος και να συλλάβουν τους ομιλητές, οι τοπικοί άρχοντες διέταξαν τους 400 ειδικούς αστυνομικούς να σχηματίσουν δύο γραμμές και να δημιουργήσουν ένα διάδρομο ανάμεσα στην εξέδρα και το κτίριο που έμεναν οι βασικοί συνδικαλιστές και ομιλητές.
Ο Χένρι Χαντ, οι άλλοι ομιλητές, καθώς επίσης και αρκετοί δημοσιογράφοι κατευθύνθηκαν προς την εξέδρα γύρω στις 13.20 εν μέσω θερμών επευφημιών και ξεκίνησαν οι ομιλίες.
Μέσα σε δέκα λεπτά όμως, ο επικεφαλής της τοπικής εξουσίας Γουίλιαμ Χάλτον αποφάσισε ότι “η πόλη βρισκόταν σε μεγάλο κίνδυνο” και έδωσε εντολή στον διοικητή των αστυφυλάκων να συλλάβει τους ομιλητές, αλλά εκείνος αντέδρασε λέγοντας ότι θα χρειαζόταν τη βοήθεια του στρατού.
Ο Χάλτον έγραψε δύο μηνύματα ζητώντας στρατιωτική βοήθεια. Έστειλε το ένα στον στρατιωτικό διοικητή του Μάντσεστερ, αντισυνταγματάρχη Τζορτζ Λέστρίντζ και το άλλο στον ταγματάρχη Τόμας Τράφορντ, διοικητή του σώματος εθελοντών ιππέων των Μάντσεστερ και Σάλφορντ.
Η καταστολή
Ο ταγματάρχης Τράφορντ έλαβε το μήνυμα πρώτος και ξεκίνησε καλπάζοντας με τους στρατιώτες του, παρασύροντας μία γυναίκα στο δρόμο και σκοτώνοντας τον δίχρονο γιο της όταν εκείνος εκσφενδονίστηκε από την αγκαλιά της.
Αφού ο Τράφορντ μίλησε με τον Χάλτον , διέταξε τον υπαρχηγό του να οδηγήσει 60 από τους έφιππους εθελοντές του στον αστυνομικό διάδρομο για να ανοίξει το δρόμο μέχρι την εξέδρα των ομιλητών.
Όμως όταν τα άλογα εγκλωβίστηκαν και άρχισαν να σηκώνονται στα πίσω πόδια τους, οι άπειροι καβαλάρηδες -μερικοί από τους οποίους μπορεί να και να τα είχαν τσούξει στο κοντινό πανδοχείο – άρχισαν να χτυπούν τους διαδηλωτές με τις σπάθες τους.
Όταν ο λοχαγός και ο υποδιοικητής των αστυφυλάκων έφτασαν τελικά στην εξέδρα, συνέλαβαν τους πάντες. Ομιλητές διοργανωτές και δημοσιογράφους.
Την ώρα που προσπαθούσαν να επιστρέψουν, ο θυμωμένος όχλος θέλησε να τους εμποδίσει. Τότε ο Χάλτον είπε στον Λεστρέιντζ, που είχε ήδη καταφτάσει μαζί με τους Ουσάρους, ότι οι εθελοντές δέχονταν επίθεση και τον διέταξε να σκορπίσει το πλήθος.
Οι έφιπποι ουσάροι σχημάτισαν μία γραμμή και εφόρμησαν στον όχλο από την ανατολική πλευρά με τις σπάθες τραβηγμένες, ενώ το σώμα εθελοντών ιππέων του Τσεσάιρ έκανε το ίδιο από τη νότια πλευρά.
Το πλήθος προσπάθησε να διαφύγει αλλά η βασική έξοδος από την περιοχή είχε μπλοκαριστεί από στρατιώτες με παρατεταγμένες ξιφολόγχες, με αποτέλεσμα να επικρατήσει πανικός.
Οι εθελοντές ιππείς ήταν εκτός ελέγχου και πετσόκοβαν το πλήθος με τα σπαθιά τους.
Μέχρι να καταφέρει ο κόσμος να διαφύγει τουλάχιστον 11 άνδρες, γυναίκες και παιδιά είχαν πέσει νεκροί στην πλατεία Αγίου Πέτρου και περισσότεροι από 400 είχαν τραυματιστεί, πολλοί από αυτούς σοβαρά. Ακολούθησε μία νύχτα ταραχών και συγκρούσεων καθώς οι άλλοτε φιλήσυχοι διαδηλωτές εκτόνωναν την οργή τους.
Την επόμενη μέρα οι κάτοικοι του Λονδίνου έμαθαν τι είχε συμβεί χάρη στον δημοσιογράφο Ρίτσαρντ Κάρλαϊλ, ο οποίος είχε αποφύγει τη σύλληψη και είχε φτάσει στο Λονδίνο την ίδια νύχτα.
Οι αρχές αντέδρασαν κατάσχοντας όλα τα εναπομείναντα αντίτυπα του άρθρου του και τελικά τον φυλάκισαν.
Στο Μάντσεστερ, ο Τζέιμς Ρο δημοσίευσε μία περιγραφή της επίθεσης και στηριζόμενος στο γεγονός ότι ουσάροι είχαν πάρει μέρος στη μάχη του Βατερλό, αναφέρθηκε στο συμβάν ως «η σφαγή του Πίτερλου».
Γι αυτό το φυλλάδιο φυλακίσθηκε και αυτός.
Όσοι είχαν παραβρεθεί στη συγκέντρωση πλήρωσαν το τίμημα. Πολλοί έχασαν τη δουλειά τους επειδή συμμετείχαν. Μερικοί τραυματίες δεν έγιναν δεκτοί σε νοσοκομεία επειδή οι γιατροί διαφωνούσαν με τις πολιτικές τους πεποιθήσεις. Πολλοί από τους διοργανωτές και τους ομιλητές, συμπεριλαμβανομένου του Χένρι Χαντ, φυλακίστηκαν.
Ο πρίγκιπας -αντιβασιλέας εξέφρασε την ευγνωμοσύνη του στους τοπικούς άρχοντες του Μάντσεστερ για τον τρόπο που χειρίστηκαν το ζήτημα και η κυβέρνηση έφερε σύντομα προς ψήφιση τους «Έξι Νομούς» δηλαδή μέτρα που επεδίωκαν να αποτρέψουν μελλοντικές μαζικές συγκεντρώσεις και να περιορίσουν τις αριστερές εφημερίδες.
Ωστόσο αν η άρχουσα τάξη και ο στρατός ήθελαν με αυτή τη δυναμική αντίδραση να βάλουν τέλος στις απαιτήσεις της εργατικής τάξης, δεν κατάφεραν να πετύχουν το στόχο τους.
Τα νέα της σφαγής του Πίτερλου προκάλεσαν οργή σε όλη τη χώρα, συμπαρασύροντας ακόμη και μέλη της μεσαίας τάξης στον αγώνα της εργατικής τάξης. Τα γεγονότα της πλατείας του Αγίου Πέτρου αποτέλεσαν ένα σημαντικό ορόσημο στην πορεία προς μία αντιπροσωπευτική και δημοκρατική μορφή κοινοβουλευτισμού.
Διαβάστε στη “ΜτΧ”: Η «βρετανική αδιαφορία» που προκάλεσε τον θάνατο 1,5 εκατομμυρίου Ιρλανδών. Ο μεγάλος λιμός που προήλθε από μια ασθένεια της πατάτας και θέρισε τους Καθολικούς, ενώ προστατεύθηκαν οι Προτεστάντες!
Ακολουθήστε την mixanitouxronou.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε τις σημαντικότερες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στη mixanitouxronou.gr