Τον Οκτώβριο του 1960, στον Άγιο Ανδρέα Μακρυνείας κοντά στη λίμνη Τριχωνίδα, ένας νεαρός δολοφονήθηκε από την πεθερά και την σύζυγό του. Τον δηλητηρίασαν με παραθείο που είχαν βάλει μέσα στη φασολάδα.
Η 28χρονη και ο 27χρονος γνωρίστηκαν τον Φεβρουάριο του 1960. Πολύ γρήγορα, ερωτεύτηκε ο ένας τον άλλον. Οι δύο οικογένειες αποφάσισαν να τους παντρέψουν τον Μάιο.
Στην αρχή, η σχέση τους εξελισσόταν καλά. Όμως, δύο μήνες αργότερα, έκαναν την εμφάνισή τους τα πρώτα «σύννεφα». Ο 27χρονος μάλωνε συχνά με την πεθερά του και η σύζυγός του συνηγορούσε με την μητέρα της.
Αυτοί οι καβγάδες ήταν γνωστοί στους ντόπιους. Αν και όλοι οι χωριανοί θεωρούσαν τον 27χρονο ως καλό και εργατικό παιδί, η 62χρονη δεν τον ήθελε για γαμπρό της. Θα έκανε τα πάντα για να τον βγάλει από τη μέση. Πριν ακόμα το ζευγάρι συμπληρώσει 6 μήνες γάμου, έβαλε μπροστά το σχέδιό της.
Το έγκλημα
Ο 27χρονος πήγαινε κάθε μέρα στο κτήμα του, για να δουλέψει και η σύζυγός του του έφερνε φαγητό. Η πεθερά του έβρασε φασόλια και έβαλε ικανή ποσότητα παραθείου για να τον σκοτώσει. Όταν η 28χρονη του πήγε την μερίδα του, δεν έβαλε μπουκιά στο στόμα της ισχυριζόμενη ότι είχε φάει. Ο 27χρονος ανυποψίαστος έφαγε το φαγητό του. Μετά από λίγο άρχισε να μην αισθάνεται καλά.
Άρχιζε να νιώθει αφόρητους πόνους, οι οποίοι όσο περνούσε η ώρα γίνονταν εντονότεροι. Τελικά, πέθανε. Μητέρα και κόρη τάραξαν όλο το χωριό με τις φωνές τους. Κάποιος ντόπιος ειδοποίησε έναν γιατρό, μήπως μπορούσαν να τον επαναφέρουν. Όμως, μάταια.
Με βάση τα συμπτώματα που περιέγραψε η 28χρονη, στις τελευταίες στιγμές του συζύγου της, ο γιατρός διαπίστωσε ότι ο θάνατος του 27χρονου δεν προήλθε από εγκεφαλικό ή καρδιακό επεισόδιο αλλά δηλητηρίαση. Στο μεταξύ, έλαβε υλικό από τη σορό και το έστειλε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών για τοξικολογικές εξετάσεις.
Το θέατρο
«Μα, γιατρέ μου, ήταν υγιέστατος. Δεν έπασχε τίποτα. Ήταν θηρίο. Πώς πέθανε έτσι ξαφνικά το παλληκάρι μου. Θα ‘χε φαίνεται την καρδιά του το πουλάκι μου και πέθανε», είπε η πεθερά του ενώ τάχα ήταν συντετριμμένη.
Την ημέρα της κηδεία του, μάνα και κόρη έκλαιγαν και οδύρονταν. Το ίδιο θέατρο έπαιξαν στο τριήμερο και εννιάμερο μνημόσυνο.
Όλο το διάστημα, οι χωριανοί απορούσαν με το τι θα μπορούσε να προκαλέσει το θάνατο του 27χρονου. Ήξεραν όλοι ότι ήταν υγιέστατος και ότι δεν είχε κάποιο πρόβλημα υγείας. Εφόσον πολλοί γνώριζαν για τους καβγάδες πεθεράς και γαμπρού, πολλοί υπέθεταν ότι τον δολοφόνησαν μάνα και κόρη. Άλλοι υποστήριζαν ότι μετά από τόσο κλάμα, δεν υπήρχε περίπτωση να έκαναν έγκλημα.
Τα αποτελέσματα των τοξικολογικών
45 μέρες μετά το θάνατο του 27χρονου, βγήκαν τα αποτελέσματα των τοξικολογικών, τα οποία έκαναν λόγο για δηλητηρίαση με παραθείο. Αμέσως, ύποπτες για το φόνο θεωρήθηκαν η 62χρονη και η 28χρονη. Οι αρχές έκαναν έλεγχο στο σπίτι τους και βρήκαν ποσότητα παραθείου.
Στη χωροφυλακή Μεσολογγίου οδηγήθηκαν οι σύζυγος, πεθερά και πεθερός του θύματος. Στην αρχή, η 62χρονη ισχυριζόταν ότι δεν είχε καμία εμπλοκή με την υπόθεση. Όταν οι αρχές τη ρώτησαν για το πώς βρέθηκε το παραθείο στο σπίτι της, απάντησε ότι ήθελε να το ρίξει στο χωράφι της. Μετά από ανάκριση 24 ωρών, ομολόγησε το έγκλημά της.
«Κύριε διοικητά μου, τον πήραμε σώγαμπρο, του δώσαμε την περιουσία μας κι αυτός μας παραμελούσε. Καλά, λοιπόν, την έπαθε», είπε η 62χρονη. Για την κόρη της ισχυρίστηκε ότι δεν είχε ιδέα για το ότι σκόπευε να τον σκοτώσει.
Όταν οι αρχές ρώτησαν την 28χρονη γιατί δεν έφαγε από τη φασολάδα απάντησε ότι δεν πεινούσε.
Ο σύζυγος της πεθεράς αφέθηκε ελεύθερος.
Οι δύο γυναίκες παραπέμφθηκαν στον εισαγγελέα Μεσολογγίου, ο οποίος τους άσκησε δίωξη για ανθρωποκτονία από πρόθεση και κρίθηκαν προφυλακιστέες. Στο βούλευμα μετά τις ανακρίσεις αναφερόταν ότι η 62χρονη ήθελε να πάρει πίσω το σπίτι που έδωσε στον γαμπρό της για προίκα κι εκείνος αρνούνταν.
Η δίκη
Η δίκη πραγματοποιήθηκε στο Κακουργιοδικείο Αμαλιάδας και διήρκησε τρεις μέρες (15-18 Μαΐου 1961).
Οι μάρτυρες κατηγορίας από την οικογένεια του γαμπρού υποστήριξαν ότι 27χρονος ήταν εξαιρετικό παιδί και ότι το σόι της 28χρονης ήθελε το κακό του.
Οι κατηγορούμενες απολογήθηκαν, λέγοντας ότι η σύζυγος του θύματος ήταν αθώα και ότι η υπαίτια ήταν η πεθερά.
Η 62χρονη καταδικάστηκε σε θάνατο. Ο εισαγγελέας πρότεινε ότι η κόρη της δεν έπρεπε να αθωωθεί αλλά να πραγματοποιηθεί νέα δίκη.
Τελικά, προγραμματίστηκε για τις 19 Μαρτίου 1962 στο Κακουργιοδικείο της Πάτρας. Της επιβλήθηκε κάθειρξη 15 ετών, στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων για 5 χρόνια και υποχρέωση για καταβολή 5.000 δραχμών στους συγγενείς του θύματος για ψυχική οδύνη. Στη δίκη, ο αδερφός του θύματος κουβαλούσε ένα μικρό μαχαίρι, με τους χωροφύλακες να φοβούνται ότι θα το χρησιμοποιούσε εναντίον της κατηγορουμένης. Υποστήριξε ότι το κουβαλούσε πάντα για δουλειές.
Η θανατική ποινή
Μάνα και κόρη βρέθηκαν στις φυλακές Αβέρωφ. Στις 3 Σεπτεμβρίου 1962, η «κακιά πεθερά» ενημερώθηκε ότι την επόμενη μέρα θα εκτελούνταν. Οι δύο γυναίκες πέρασαν τις τελευταίες τους στιγμές σφιχταγκαλιασμένες ενώ έκλαιγαν απαρηγόρητες.
Το βράδυ πριν την εκτέλεση, την επισκέφτηκε ιερέας για εξομολόγηση. Το επόμενο πρωί μεταφέρθηκε στον Άγιο Ιωάννη Υμηττού. Στις 5.40, το πρωί ήταν νεκρή.
Με πληροφορίες από το βιβλίο του Πάνου Σόμπολου “Εγκλήματα γένους θηλυκού στην Ελλάδα”, Εκδόσεις Πατάκη
Δείτε επίσης
Ακολουθήστε την mixanitouxronou.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε τις σημαντικότερες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στη mixanitouxronou.gr