Ένα από τα πλέον ακανθώδη ζητήματα στους κόλπους της Ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας είναι το λεγόμενο “παλαιοημερολογητικό ζήτημα”.
Από την πρώτη στιγμή που ανέκυψε, στα μέσα της δεκαετίας του 1920, προκάλεσε έντονες κοινωνικές, εκκλησιαστικές και πολιτικές συγκρούσεις.
Τις μεταπολεμικές δεκαετίες, βρέθηκε πολλές φορές στην επικαιρότητα, αλλά παρέμεινε άλυτο όσα χρόνια κι αν πέρασαν.
Η ρήξη που επήλθε ανάμεσα στους Παλαιοημερολογίτες και την Ιερά Σύνοδο υπήρξε οριστική και μη αναστρέψιμη.
Ιουλιανοί εναντίον Γρηγοριανών
Η καθιέρωση του Γρηγοριανού αντί του Ιουλιανού Ημερολογίου στην Ελλάδα έγινε τον Ιανουάριο του 1923, με Νομοθετικό Διάταγμα της επαναστατικής κυβέρνησης Στυλιανού Γονατά.
Την αμέσως επόμενη χρονιά, και για να σταματήσει η σύγχυση από την ύπαρξη δύο ημερολογίων, η Εκκλησία της Ελλάδος υιοθέτησε επίσημα το νέο ημερολόγιο, αλλάζοντας κατά 13 ημέρες τον τρόπο υπολογισμού των ακίνητων εορτών.
Αν και ως προς τις κινητές εορτές ο τρόπος ημερολογιακού καθορισμού παρέμεινε ο ίδιος, η μεταρρύθμιση συνάντησε εξαρχής την αντίθεση ενός σημαντικού μέρους του ορθόδοξου ποιμνίου.
Την πρώτη Κυριακή μετά την αλλαγή του ημερολογίου, πραγματοποιήθηκε η πρώτη οργανωμένη συγκέντρωση διαμαρτυρίας των οπαδών του Ιουλιανού Ημερολογίου, στην αίθουσα Εμποροϋπαλλήλων Αθηνών.
Τον Ιανουάριο του 1925, σημειώθηκαν αιματηρά επεισόδια και συλλήψεις στο Παλαιό Φάληρο, όταν οι πολέμιοι του Γρηγοριανού Ημερολογίου θέλησαν να γιορτάσουν τα Θεοφάνια με βάση το Ιουλιανό. Τα επόμενα χρόνια, οι θιασώτες του υπέστησαν συχνά πυκνά διώξεις από την Αστυνομία.
Όσοι δεν αποδέχθηκαν το Γρηγοριανό Ημερολόγιο, αυτοαποκαλέστηκαν και αυτοαποκαλούνται μέχρι σήμερα “Γνήσιοι Ορθόδοξοι Χριστιανοί” (ΓΟΧ). Ο υπόλοιπος κόσμος τους ονομάζει απλώς “Παλαιοημερολογίτες”.
Θεώρησαν την αλλαγή του ημερολογίου ως ένα βήμα πιο κοντά στην υποταγή των Ορθοδόξων στον Πάπα, δεδομένου ότι εισηγητής του Γρηγοριανού Ημερολογίου υπήρξε ο Πάπας Γρηγόριος ΙΓ’.
Στον αντίποδα, η διατήρηση του Ιουλιανού Ημερολογίου από τις Ορθόδοξες Εκκλησίες της Σερβίας και της Βουλγαρίας έδωσε την αφορμή στην Εκκλησία της Ελλάδος να κατηγορήσει τους οπαδούς του ότι ευνοούσαν με τη στάση τους την προπαγάνδα των παραπάνω χωρών μεταξύ των κατοίκων της Μακεδονίας.
Η ανταρσία των τριών Μητροπολιτών
Οι αντιδράσεις εναντίον του νέου ημερολογίου έφτασαν στο αποκορύφωμά τους έντεκα χρόνια μετά την εισαγωγή του. Τρεις Μητροπολίτες της Εκκλησίας της Ελλάδος πήραν την απόφαση να αποσχιστούν.
Ο λόγος για τον Μητροπολίτη Ζακύνθου, Χρυσόστομο Δημητρίου, τον πρώην Μητροπολίτη Φλωρίνης, Χρυσόστομο Καβουρίδη και τον Μητροπολίτη Δημητριάδος, Γερμανό Μαυρομμάτη, ο οποίος, δύο δεκαετίες νωρίτερα, πρωταγωνίστησε στη δίωξη του διευθυντή του Παρθεναγωγείου του Βόλου, Αλέξανδρου Δελμούζου.
Όλοι τους τάχθηκαν σθεναρά υπέρ της επαναφοράς του Ιουλιανού Ημερολογίου, θεωρώντας ότι το Γρηγοριανό συνιστούσε θεμελιώδη απόκλιση από τις αρχές και τη διδασκαλία της ορθοδόξου πίστεως.
Δήλωσαν, επίσης, ότι δεν αναγνωρίζουν την Ιερά Σύνοδο και, ουσιαστικά, ενθάρρυναν όλους τους Παλαιοημερολογίτες να ξεσηκωθούν, να διαμαρτυρηθούν και να τους υποστηρίξουν στον “αγώνα” που έδιναν.
Στο μεσοδιάστημα των έντεκα χρόνων, πάντως, οι τρεις Μητροπολίτες είχαν κι οι ίδιοι προσυπογράψει την απόφαση της Ιεράς Συνόδου για την αλλαγή του ημερολογίου.
Μάλιστα, ως πρόεδροι επισκοπικών δικαστηρίων, είχαν δικάσει και καταδικάσει παλαιοημερολογίτες κληρικούς “επί φατρία και τυρεία και απειθεία προς τας αποφάσεις της Εκκλησίας περί Ημερολογίου“.
Η υπόθεση των “αποστατών ιερέων” ή του “ελληνικού Σχίσματος“, όπως έγραφαν οι εφημερίδες της εποχής, βρέθηκε στο επίκεντρο του δημοσίου διαλόγου σε μια ιδιαίτερη ρευστή περίοδο, όπου κυρίαρχα ζητήματα ήταν οι έριδες φιλοβενιζελικών και φιλομοναρχικών για τη μορφή του πολιτεύματος και η διεξαγωγή δημοψηφίσματος για την επαναφορά ή όχι της βασιλείας.
Η λειτουργία που οδήγησε στη ρήξη
Στις 26 Μαΐου 1935, οι τρεις Μητροπολίτες τέλεσαν λειτουργία στον Ιερό Ναό Κοιμήσεως Θεοτόκου Κολοκυνθούς και ανακοίνωσαν ότι τίθενται επικεφαλής των Παλαιοημερολογιτών και του αγώνα “της αποκηρύξεως της επαράτου και οζούσης Παπισμού καινοτομίας“.
Προέβησαν ακόμη σε χειροτονίες τεσσάρων αρχιμανδριτών και χαρακτήρισαν “σχισματικό” τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και Πάσης Ελλάδος, Χρυσόστομο Α’. Με τη σειρά τους, οι συγκεντρωμένοι οπαδοί τους φώναξαν υβριστικά συνθήματα εναντίον της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος δεν έμεινε με τα χέρια σταυρωμένα. Συγκάλεσε έκτακτη συνεδρίαση, παρέπεμψε σε δίκη τους τρεις Μητροπολίτες για παράβαση των θείων και ιερών κανόνων και όρισε στη θέση τους τοποτηρητές.
Επίσης, οι τρεις ιερείς τέθηκαν σε αυστηρή απομόνωση στην οικία του Θεόδωρου Πάγκαλου, στην οδό Αριστοτέλους 37, μέχρις ότου δικαστούν. Το γεγονός αυτό δεν πτόησε το ηθικό τους. Ο Χρυσόστομος Φλωρίνης δήλωσε στην εφημερίδα “Ακρόπολις“:
“Παρακαλούμεν να γράψετε ότι είμεθα έτοιμοι και εις εκατόν ακόμη κυβερνήσεις να αντισταθώμεν“,
Την ίδια στιγμή, έξω από το κτήριο της οδού Αριστοτέλους, είχαν συγκεντρωθεί ομάδες Παλαιοημερολογιτών, για να διαμαρτυρηθούν.
Απωθήθηκαν από τις ισχυρές αστυνομικές δυνάμεις που περιφρουρούσαν το κτήριο και ήταν παραταγμένες την ευρύτερη περιοχή.
Οι τρεις Μητροπολίτες στον Αρχιεπίσκοπο παρέμειναν ανένδοτοι μέχρι τέλους. Δεν ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα για συζήτηση του Υπουργού Παιδείας και Θρησκευμάτων, Δημήτριου Χατζίσκου και εξαπέλυσαν δριμύ κατηγορώ στην Ιερά Σύνοδο με το ακόλουθο ανακοινωθέν:
“Ωνόμασαν ημάς επαναστάτας, αλλά ο τίτλος ούτος ανήκει εις αυτούς, διότι ημείς δια της χειρονομίας μας ηθελήσαμεν να φέρωμεν την εκτροχιασθείσαν Εκκλησίαν εις την κανονικήν αυτής τροχιάν […] Όσον δ’ αφορά την απειλήν, ότι θα μας απομονώση [σ.σ.: η Ιερά Σύνοδος] εις νησίδας, απαντώμεν: Δεν φοβούμεθα τοιαύτας απειλάς“.
Το διάγγελμα της Ιεράς Συνόδου
Στις 30 Μαΐου 1935, η Ιερά Σύνοδος εξέδωσε ένα μακροσκελές διάγγελμα, στο οποίο τεκμηρίωνε πώς η ημερολογιακή μεταρρύθμιση δεν προσέκρουε στα δόγματα της πίστεως.
Επιπλέον, έκανε λόγο για συμφέροντα άσχετα με το ημερολογιακό ζήτημα, τα οποία φέρεται να οδήγησαν τους τρεις Μητροπολίτες στη ρήξη με την επίσημη Εκκλησία:
“Ουδεμία Εκκλησία Ορθόδοξος είπε ποτέ ότι το Ημερολόγιον έχει σχέσιν προς τας παραδόσεις και δόγματα της Εκκλησίας […] Ταύτα πάντα εγνώριζον οι τρεις στασιάσαντες κατά της Εκκλησίας Μητροπολίται […] αντί να επιδιώξουν δια της κανονικής οδού την λύσιν του κατ’ αυτούς μη ορθώς έχοντος ζητήματος, προέβησαν εις πραξικόπημα […]
Ούτω δε προκαλούν δεινόν σάλον εν τη Εκκλησία και εν τω Έθνει ημών. Εκ των προσπαθειών αυτών καταφαίνεται σαφώς ότι, δυστυχώς, ήχθησαν εις την ανταρσίαν ταύτην εκ προσωπικών και ιδιοτελών λόγων, ουχί δε εξ ιδεολογίας περί Ημερολογίου“.
Θέση πάνω στο παλαιοημερολογιτικό ζήτημα πήραν τόσο το Οικουμενικό Πατριαρχείο όσο και η Θεολογική Σχολή και η Ακαδημία Αθηνών.
Ο Πατριάρχης Φώτιος Β’ απέστειλε τηλεγράφημα στον Αρχιεπίσκοπο Χρυσόστομο Α’, στο οποίο εξέφραζε την πικρία του για τις ενέργειες των τριών Μητροπολιτών.
Δεν δίστασε να τους χαρακτηρίσει “στασιαστάς” οι οποίοι “περιπίπτουσιν αύθις από τολμήματος εις τόλμημα και προβαίνουσιν εις νέα βαρέα κατά της Εκκλησίας εγκλήματα“.
Στο ίδιο μήκος κύματος, η Ακαδημία Αθηνών ενέκρινε ομόφωνο ψήφισμα την 1η Ιουνίου 1935, στο οποίο, μεταξύ άλλων, έγραφε:
“Η εισαγωγή του νέου ημερολογίου, εξυπηρετούσα επιστημονικήν και κοινωνικήν ανάγκην, ουδόλως θίγει τα δόγματα, την διδασκαλίαν και τας ιεράς παραδόσεις της Εκκλησίας και είνε ζήτημα θρησκευτικών αδιάφορον“.
Τα ίδια περίπου ανέφερε και η ανακοίνωση της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Η στάση της κυβέρνησης και το δημοψήφισμα που δεν έγινε ποτέ
Όσον αφορά την κυβέρνηση Τσαλδάρη, η στάση της στο ζήτημα των αποστατών Μητροπολιτών υπήρξε αμήχανη αρχικά, αλλά στο τέλος έκλινε προφανώς υπέρ της επίσημης Εκκλησίας.
Όλα τα προηγούμενα χρόνια, η Πολιτεία κρατούσε μια επαμφοτερίζουσα στάση στο παλαιοημερολογιτικό, η οποία, σύμφωνα με τους ιστορικούς, υπαγορευόταν από τη λογική του πολιτικού κόστους.
Οι ΓΟΧ λειτουργούσαν ως ομάδα πίεσης απέναντι σε κάθε κυβέρνηση ή αντιπολίτευση. Το γεγονός αυτό προκαλούσε έντονη δυσφορία στις τάξεις των ιεραρχών, οι οποίοι θεωρούσαν βάσιμα ότι υπέκρυπτε κομματικές σκοπιμότητες
Για τους περισσότερους μελετητές της περιόδου του Μεσοπολέμου, ο παλαιοημερολογιτισμός και ο αντιβενιζελισμός ήταν δύο πράγματα που συνδέονταν στενά μεταξύ τους.
Άλλωστε, δεν ήταν λίγα τα μέλη του Λαϊκού Κόμματος που “έκλειναν το μάτι” στους Παλαιοημερολογίτες, καθώς τους θεωρούσαν εν δυνάμει ψηφοφόρους τους.
Μάλιστα, το 1934, ο Τσαλδάρης συναντήθηκε με εκπροσώπους της Ιεράς Συνόδου και πρότεινε τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος για το ημερολογιακό ζήτημα. Η πρότασή του απορρίφθηκε από την Εκκλησία, η οποία ένιωθε να “τραυματίζεται” το κύρος της από την αύξηση των Παλαιοημερολογιτών.
Η καταδίκη, τα επεισόδια και η απέλαση
Στις 14 Ιουνίου 1935, και παρά τις παραιτήσεις τριών Συνοδικών Μητροπολιτών που προηγήθηκαν, το Συνοδικό Δικαστήριο εξέδωσε την απόφασή του για τους τρεις αποσχισθέντες Μητροπολίτες: καθαίρεση, υποβιβασμός στην τάξη των μοναχών και πενταετής απομόνωση σε μοναστήρια.
Ο Γερμανός Δημητριάδος θα μεταφερόταν στην Αμοργό, ο Χρυσόστομος πρώην Φλωρίνης στον Όλυμπο και ο Χρυσόστομος Ζακύνθου στα Ακαρνανικά Όρη. Όλοι τους ανεξαιρέτως καταδικάστηκαν ερήμην, μια και αρνήθηκαν να εμφανιστούν στη δίκη.
Στο άκουσμα της ετυμηγορίας, περίπου 1.000 Παλαιοημερολογίτες, που είχαν συγκεντρωθεί στην Πλατεία Μητροπόλεως, κρατώντας Ευαγγέλια, σταυρούς και εικόνες, προσπάθησαν να οργανώσουν διαδήλωση έξω από την οικία του πρωθυπουργού.
Η Αστυνομία, που είχε κατακλύσει την οδό Ερμού και τους γύρω δρόμους, “απάντησε” με γκλομπς και τραυμάτισε περίπου 20 επίδοξους διαδηλωτές.
“Συγχρόνως επενέβη και η αναμένουσα πυροσβεστική αντλία, η οποία κατέβρεξεν αρκετούς εξ αυτών, ενώ άλλοι εκυλίοντο εις την άσφαλτον δια να εμποδίσουν τας αντλίας να προχωρήσουν“, σύμφωνα με τα ρεπορτάζ της εποχής.
Οι τρεις αποστάτες ιερείς χαρακτήρισαν τη δικαστική απόφαση ως “εξωφρενική, παράνομη και αντικανονική” και, μέσω του συνηγόρου τους, ανακοίνωσαν ότι θα υποβάλουν έφεση. Το δικαίωμα αυτό άσκησε μόνο ο Χρυσόστομος Ζακύνθου και απορρίφθηκε.
Η πρωτόδικη απόφαση εκτελέστηκε στις 21 Ιουνίου 1935, με τη συγκατάθεση της κυβέρνησης, και οι τρεις Μητροπολίτες ενημερώθηκαν από τον υποδιοικητή της Γενικής Ασφάλειας ότι θα σταλούν στην απομόνωση.
Σύμφωνα με ρεπορτάζ της “Ακροπόλεως“, οι δύο Χρυσόστομοι δεν αντέδρασαν. Ο Γερμανός Μαυρομμάτης φώναξε: “Μόνον δια της βίας θα μας πάρετε απ’ εδώ. Εγίνατε όργανα των Σχισματικών“.
Ακόμη και όταν οι αποσχισθέντες Μητροπολίτες επιβιβάζονταν στα ατμόπλοια, εκατοντάδες Παλαιοημερολογίτες τούς ζητωκραύγαζαν και “ζητούσαν την ευλογία τους”.
Ο Χρυσόστομος Δημητρίου δήλωσε αργότερα μετάνοια και αποκαταστάθηκε. Στα χρόνια της Κατοχής, διαδραμάτισε καίριο ρόλο στη διάσωση 272 Εβραίων της Ζακύνθου από τους Ναζί. Εκοιμήθη τον Οκτώβριο του 1958.
Ο Γερμανός Μαυρομμάτης και ο Χρυσόστομος Καβουρίδης δεν επέστρεψαν ποτέ στους κόλπους της επίσημης Εκκλησίας. Μάλιστα, η εξορία του δεύτερου ανακλήθηκε τον Οκτώβριο του 1935, χάρη στην παρέμβαση του τότε πρωθυπουργού, Γεωργίου Κονδύλη. Ο Μαυρομμάτης εκοιμήθη το Μάρτιο του 1944 και ο Καβουρίδης το Σεπτέμβριο του 1955.
Οι πολυδιασπασμένοι Παλαιοημερολογίτες
Αφότου απομακρύνθηκαν από την επίσημη Εκκλησία, οι Παλαιοημερολογίτες οργανώθηκαν σε ιδιαίτερες θρησκευτικές κοινότητες με δική τους κληρική ιεραρχία, ναούς και μονές, υπό τη σκέπη της λεγόμενης “Εκκλησίας ΓΟΧ Ελλάδος”.
Οι κοινότητες αυτές δεν έχουν πνευματική ενότητα ούτε με την Εκκλησία της Ελλάδος ούτε με τις υπόλοιπες Αυτοκέφαλες Εκκλησίες και τα Πατριαρχεία.
Εκτός από παραρτήματα σε πολλές πόλεις και χωριά ανά την επικράτεια, οι ΓΟΧ δημιούργησαν το δικό τους προπαγανδιστικό όργανο, την εφημερίδα “Κήρυξ των Ορθοδόξων“.
Σε αντίθεση με τους Παλαιοημερολογίτες, όμως, η επίσημη Εκκλησία δεν έχει ανακηρύξει ποτέ επίσημα τις ομάδες τους ως σχισματικές.
Τις αντιμετωπίζει απλώς ως “παρασυναγωγές”, το δικαίωμα των οποίων στη θρησκευτική ελευθερία προστατεύεται από το Σύνταγμα και τους νόμους που έχουν θεσπιστεί.
Ο ακριβής αριθμός των Παλαιοημερολογιτών ανά την Ελλάδα δεν είναι γνωστός, αλλά είναι βέβαιο ότι πρόκειται για χιλιάδες πιστών.
Ακόμη κι αυτοί, πάντως, δεν είναι ενωμένοι, μια και, στο πέρασμα των χρόνων, διασπάστηκαν σε πολυάριθμες θρησκευτικές κοινότητες ΓΟΧ, οι οποίες έλαβαν το όνομα του εκάστοτε αρχιερέα τους, όπως, για παράδειγμα, οι Ματθαιικοί, οι Χρυσοστομικοί και οι Φλωρινικοί.
Με άλλα λόγια, κάθε καινούργια κοινότητα ΓΟΧ αυτοπροσδιοριζόταν ως ανεξάρτητη όχι μόνο από την Εκκλησία της Ελλάδος, αλλά και από τις άλλες κοινότητες Παλαιοημερολογιτών.
Υπάρχουν, τέλος, και μεμονωμένοι κληρικοί που δεν ανήκουν σε καμία από τις γνωστές κοινότητες ΓΟΧ, αλλά πλαισιώνονται από ολιγάριθμες ομάδες πιστών και αυτοαποκαλούνται ως επίσκοποι ή ηγούμενοι.
Οι πληροφορίες του κειμένου βασίστηκαν στις ακόλουθες πηγές:
- εφημερίδες “Ακρόπολις” και “Έθνος”
- “Το παλαιοημερολογίτικο ζήτημα (1924-1952)“, άρθρο του Δημήτρη Μαλέση στο περιοδικό “Μνήμων” (τομ. 22, 2000)
- “Κοινωνία, θρησκεία και δίκαιο“, εκδόσεις Παπαζήση
Πηγή εικόνων κεντρικής φωτογραφίας: Αρχείο © Μηχανή του Χρόνου
Ειδήσεις σήμερα:
- Πώς άλλαξε η συμπεριφορά παιδιών μετά από 21 μέρες χωρίς κινητό. Το κοινωνικό πείραμα σε σχολείο της Αγγλίας
- Βίντεο από τη διάσωση της 32χρονης ερευνήτριας που είχε εγκλωβιστεί σε σπήλαιο στο Μπέργκαμο
- Στόλισαν σπίτι στο Χαλάνδρι με 17.000 λαμπάκια. Τι λέει ο ιδιοκτήτης
- Ξεκινάει σήμερα το «Καλάθι του Άη Βασίλη». Μέχρι πότε θα διαρκέσει, τι θα περιλαμβάνει
Ακολουθήστε τη mixanitouxronou.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε τις σημαντικότερες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στη mixanitouxronou.gr
ΠΡΟΣΘΗΚΗ ΣΧΟΛΙΟΥ