Γράφει ο αναγνώστης μας Πάνος Ν. Αβραμόπουλος
Και όμως έναν αιώνα περίπου μετά την δημιουργία της, η περίφημη «Μάντρα του Αττίκ», εξακολουθεί να αποτελεί ένα από τα ορόσημα της κοινωνικής και καλλιτεχνικής ιστορίας των Αθηνών. Κάτι σαν θρύλος, αφού τόσο ο δημιουργός της, όσο και οι παραστάσεις που φιλοξένησε, πολιτογραφήθηκαν στα χαρακτηριστικά πολιτιστικά αποτυπώματα της πόλης.
Εμπνευστής και δημιουργός της, ο πολυτάλαντος στιχουργός και συνθέτης Αττίκ, του οποίου το πραγματικό όνομα, ήταν Κλέων Τριανταφύλλου. Η «Μάντρα» αποτέλεσε ένα μικρό πρόχειρο θέατρο της εποχής του μεσοπολέμου – στα 1930 – που είχε δημιουργήσει ο Αττίκ, σε μια κάθετη πάροδο της οδού Πατησίων, στην Πλατεία Αμερικής –Αγάμων, όπως χαρακτηριστικά ελέγετο τότε. Κεντρική στόχευση του Αττίκ δεν ήταν να δημιουργήσει ένα ακόμα οργανωμένο θέατρο υψηλού κύρους, στα πολλά που ήδη λειτουργούσαν, στην ακμάζουσα πολιτισμικά Αθήνα του μεσοπολέμου. Μέλημά του ήταν να φτιάξει κάτι απλό, λιτό, πνευματώδες και με χαρακτήρα «underground», αντίπερα στα υψηλά καλλιτεχνικά στάνταρντς της εποχής.
Έτσι σε έναν χώρο μικρό, με μια πρόχειρη σκηνή, με ένα καλλιτεχνικό πρόγραμμα κράμα, από λίγη μουσική, λίγα νούμερα, λίγα πειράγματα, λελογισμένη βωμολοχία, αλλά αρκετή συμμετοχή του κοινού στα καλλιτεχνικά δρώμενα της σκηνής, κατόρθωνε στην κυριολεξία να «μεθύσει» το κοινό και να το κάνει να αισθάνεται μια ανείπωτη ηθική ευδία.
Το πρόγραμμα διαρκούσε δυο ώρες και έξω από βαριές επισημότητες και τύπους, έδινε τη δυνατότητα στο κοινό να χαλαρώσει και να ξεγνοιάσει από τις έννοιες και τα προβλήματα της καθημερινότητας. Ο Αττίκ αντλούσε την έμπνευσή του για την λειτουργία της «Μάντρας», από τα κέντρα της παλιάς Μονμάρτης, όπου το κέφι κορυφώνονταν στιγμή με την στιγμή. Άλλωστε σε κάποιο από αυτά κάποτε ο Αττίκ, είχε μεγαλουργήσει τραγουδώ-ντας ολιγόστιχα τραγούδια που συνέθετε ο ίδιος.
Σε ένα κοσμικογραφικό περιοδικό της εποχής, ένας δημοσιογράφος με το ψευδώνυμο «ρεπόρτερ», αναφέρει για τα κέντρα της Μονμάρτης τα εξής. Σε καλωσόριζε στην πόρτα τους ένας πορτιέρης ντυμένος μεγαλοπρεπώς, με ένα ημίψηλο και μπαστούνι, σαν ιππότης της παλιάς εποχής.
Και σου απηύθυνε και ένα πείραγμα ευγενικό. Το πείραγμα ήταν λεπτό, καλοήθες, μέσα στα όρια της ευπρέπειας, δημιουργούσε κλίμα ηθικής εγγύτητας και οικειότητας και προϊδέαζε τον επισκέπτη – πελάτη, ότι μπορούσε να χαλαρώσει και να περάσει ευχάριστα, χωρίς τύπους και επισημότητες. Έτσι το όλο κλίμα που διαμορφώνονταν, υποκινούσε τους παριστάμενους να διασκεδάσουν, όχι τόσο με το πρόγραμμα του μαγαζιού, αλλά μεταξύ τους, με αλληλλοπειράγματα, αστεϊσμούς και χωρατά, χωρίς να τραυματιστεί η αξιοπρέπειά κανενός.
Σε μια τέτοια λογική κινήθηκε και ο Αττίκ. Μίσθωσε ένα οικόπεδο, έκανε μια υποτυπώδη περίφραξη, τοποθέτησε κάμποσες καρέκλες, έφτιαξε μια πρόχειρη παραγκένια σκηνή, έβαλε επίσης ένα πιάνο πάνω σε αυτήν και ξεκίνησε τις μοναδικές του παραστάσεις.
Συνέθεσε εκεί ορισμένες παρωδίες, όπως την «Αγαπάτε τα ζώα, τον Αττίκ και αλλήλους», προφανώς με αυτό τον περιπαιχτικό τρόπο, για να μεταδώσει το κλίμα της ευθυμίας και της ιλαρότητας, που θα επικρατούσε στον χώρο.
Ο Αττίκ είχε πέραν της μουσικής του παιδείας και στιχουργικής δεινότητας και έξοχες μιμητικές ικανότητες, που εξέγειραν τα πλήθη. Ήταν πάντα ο ίδιος κεντρικός πρωταγωνιστής με την υπερπληθώρα των ρόλων που εκτελούσε. Έπαιζε εξαιρετικό πιάνο, εντυπωσίαζε τα πλήθη με το διπλό προσωπικό του σφύριγμα, το γάβγισμα του σκύλου, το βουητό της μύγας και άλλα αντίστοιχα και προξενούσε πανδαιμόνιο, δρέποντας ακατάπαυστα χειροκροτήματα.
Αλλά ήταν στο τραγούδι αυτός ο πολυτάλαντος καλλιτέχνης, που ράγιζε καρδιές. Εμπνεόμενος τραγούδια από τον παλιό ερωτά του για την εκλεκτή ηθοποιό της εποχής Μαρίκα Φιλιππίδου, τραγούδησε ορισμένα έξοχα τραγούδια όπως τα : «Κι όμως», «Μου είπες φεύγω και σ΄ αφήνω», μάγευε το πολυπληθές και σταθερό κοινό της «Μάντρας» !
Μπορεί σε ένα σκετς να τραγουδούσε μια ερασιτέχνης τραγουδίστρια και στο επόμενο νούμερο να έπαιζαν μουσική ένας ερασιτέχνης ακορτεονίστας, με έναν ταλαντούχο άγνωστο κιθαρωδό. Για να εναλλάσσονται αυτοί, με έναν ευφυή μίμο ή μια σκερτσόζα κυρία της γειτονιάς, που υποδύονταν τον μάγκα. Αυτής της υφής ήταν το καλλιτεχνικό υλικό, με το οποίο ο μαγικός Αττίκ, έπλαθε τις παραστάσεις και τα νούμερά του.
Στο ίδιο κλίμα ο Αττίκ, ενσωματώνοντας και το κοινό στα νούμερά του, απηύθυνε πειράγματα και ευφυολογήματα και οι θεατές ανταπαντούσαν αντίστοιχα μαζί του. Ακόμα σήκωνε τους πιο «πρόσφορους» από το κοινό στην σκηνή και εκτελούσαν μαζί κάποια χαριτωμένη ατραξιόν.
Ωστόσο δεν έλειπαν και τα απρόοπτα σ΄ αυτά τα πρωτόγνωρα καλλιτεχνικά εγχειρήματα του Αττίκ, αφού δεν είχα όλοι οι παριστάμενοι Αθηναίοι, το ανάλογο χιούμορ και την αντίστοιχη παιδεία με αυτόν. Ορισμένοι αγανακτούσαν και απαντούσαν με άκομψο και χοντροκομμένο τρόπο στους αστεϊσμούς και τα πειράγματά του. Και όχι σπάνια η διάθεση για αστείο, εξελίσσονταν σε ευθεία αντιπαράθεση.
Με αυτά τα δεδομένα δεν το αποτολμούσαν εύκολα ένας κύριος ή μια κυρία να ανέβουν στην σκηνή, παρά μόνον παράτολμοι νεαροί, που δεν τους ενδιέφερε, «τι θα προκύψει»! Λέγεται μάλιστα και το εξής χαριτωμένο. Κάποτε ο Αττίκ σήκωσε στη σκηνή έναν παιχνιδιάρη νεαρό, ο οποίος απήγγειλε ένα ποίημα, για μιαν αγαπημένη του οικιακή βοηθό, που την έλεγαν Σταμάτα.
Και ενώ απήγγειλε το τρίτο στίχο τετράστιχο: «Από την κουζίνα σου περνώ, Αφράτη μου Σταμάτα ….», κάποιος από το πλήθος από κάτω του φώναξε, «Σταμάτα» !!!
Επακολούθησε καταιγισμός από σφυρίγματα και χειροκροτήματα, με το κοινό σύσσωμο τώρα να φωνάζει: «Σταμάτα»! «Σταμάτα»!!! Τέτοιες ιλαρο – «τραγικές» σκηνές ελάμβαναν χώρα, στην «Μάν-τρα» του Αττίκ και το φιλοθεάμον κοινό, έφευγε χορτασμένο από τραγούδι, χορό και φραμπαλά !
Θα μπορούσε κανείς σε μιαν ελεύθερη εκτίμηση και τηρουμένων των αναλογιών, να πει ότι οι καλλιτεχνικές παραστάσεις τότε στην «Μάντρα» του Αττίκ, θυμίζουν τα σημερινά νούμερα του Λάκη Λαζόπουλου. Με σαφώς ξεχωριστό σκηνικό, δοθέντος ότι οι παραστάσεις του Λάκη Λαζόπουλου, λαμβάνουν χώρα όχι σε θεατρική σκηνή, αλλά στην τηλεόραση.
Ήταν λοιπόν και η «Μάντρα» ένα από τα επιτεύγματα του απαράμιλλου- πολυεδρικού καλλιτέχνη, στιχουργού, συνθέτη, μίμου και ηθοποιού Αττίκ, που αποτύπωσε αδρά τον ίσκιο του, στην καλλιτεχνική και πολιτιστική ταυτότητα της μεσοπολεμικής ιδίως Αθήνας.
Του έξοχου καλλιτέχνη που έγραψε και συνέθεσε το «Ζητάτε να σας πω», έναν ύμνο στον έρωτα και την ζωή κι ένα από τα ωραιότερα ελληνικά αισθαντικά τραγούδια που έχουν γραφτεί ποτέ ή ένα ερωτικό έπος, το οποίο στα χείλη της βελούδινης Δανάης Στρατηγοπούλου, έγινε το παλίμψηστο των ερωτευμένων του μεσοπολέμου!
Προπαντός όμως του ωραίου Ανθρώπου, ο οποίος με το έξοχο ήθος του, έδωσε υπόσταση στην ιδέα Άνθρωπος και σκόρπισε τα πιο χαρμόσυνα μηνύματα ηθικής ευτυχίας, στην παλιά Αθήνα.
*Ο συγγραφέας Πάνος Ν. Αβραμόπουλος, είναι M.Sc Δ/χος Μηχανικός Ε.Μ.Π
Ακολουθήστε την mixanitouxronou.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε τις σημαντικότερες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στη mixanitouxronou.gr