Το βράδυ της 7ης Φεβρουαρίου του 1899, ο Γουίλιαμ Πλέις επέστρεφε στο σπίτι μετά από μια κουραστική μέρα στη δουλειά.
Ήταν σίγουρος ότι η γυναίκα του, Μάρθα, θα τον υποδεχόταν με ένα ζεστό πιάτο φαγητό, παρά τον καυγά που είχαν το πρωί.
Όμως όταν άνοιξε την πόρτα, η εικόνα που τον καλωσόρισε δεν είχε καμία σχέση με αυτή που περίμενε.
Μπροστά του στεκόταν η Μάρθα με ένα τσεκούρι στα χέρια.
Όρμησε πάνω του. Το τσεκούρι τον πέτυχε στο πλάι του κεφαλιού.
Ο Πλέις γύρισε να φύγει και η Μάρθα τον χτύπησε ξανά.
Αιμόφυρτος, ο Πλέις βγήκε τρέχοντας στο δρόμο και κάλεσε την αστυνομία.
Τον μετέφεραν στο νοσοκομείο, όπου νοσηλεύτηκε σε κρίσιμη κατάσταση.
Όταν έφτασαν οι αστυνομικοί στο σπίτι της οδού Χάνκοκ, βρήκαν την Μάρθα λιπόθυμη στο σαλόνι.
Είχε αφήσει ανοιχτό τον καυστήρα, για να αυτοκτονήσει από τις αναθυμιάσεις.
Στον όροφο, εντόπισαν το πτώμα της κόρης του Γουίλιαμ Πλέις.
Η 17χρονη είχε πεθάνει από ασφυξία και το πρόσωπο της ήταν παραμορφωμένο από οξύ.
Η «κακιά» μητριά
Το 1893, ο χήρος Γουίλιαμ Πλέις παντρεύτηκε την οικονόμο του, Μάρθα Γκάρετσον, που ήταν πρόθυμη να αναλάβει τα χρέη της συζύγου και σπιτονοικοκυράς.
Ο Πλέις είχε μια κόρη, που όπως κάθε πατέρας την αγαπούσε πολύ. Την Ίντα.
Όσο τα χρόνια περνούσαν, η Μάρθα άρχισε να βλέπει ανταγωνιστικά τη νεαρή Ίντα.
Θεωρούσε ότι τραβούσε όλη την προσοχή του πατέρα της.
Οι σκέψεις της γίνονταν όλο και πιο παρανοϊκές.
Φοβόταν ότι αν η Ίντα την αντικαθιστούσε στην φροντίδα του σπιτιού, ο Πλέις θα την χώριζε, αφού δεν θα την είχε πια ανάγκη.
Το κερασάκι στην τούρτα ήταν ότι στη διαθήκη του, ο Πλέις άφηνε όλη του την περιουσία στην κόρη του και τίποτα στη σύζυγό του.
Κόρη και μητριά καβγάδιζαν τακτικά και οι γείτονες άκουγαν συχνά τις φωνές τους.
Μάλιστα ο Πλέις είχε καλέσει την αστυνομία στο παρελθόν, επειδή η Μάρθα σε έξαλλη κατάσταση, απείλησε ότι θα σκοτώσει την κόρη του.
Το πρωί της 7ης Φεβρουαρίου, ο Γουίλιαμ Πλέις μάλωσε με τη γυναίκα του, μετά από κάποια παράπονα που έκανε η κόρη του για τη συμπεριφορά της.
Όταν έφυγε ο Πλέις, η Μάρθα πήγε στο δωμάτιο της Ίντα. Κόρη και μητριά ξεκίνησαν άλλον έναν από τους επικούς καβγάδες τους.
Μόνο που αυτή τη φορά, η Μάρθα αποφάσισε να ξεμπερδέψει μια και καλή με την “αυθάδη” νεαρή.
Βρήκε ένα μπουκάλι με οξύ στην κουζίνα. Γύρισε στο δωμάτιο της Ίντα και πέταξε το υγρό στο πρόσωπο της.
Η Ίντα έπεσε στο πάτωμα, ουρλιάζοντας απ’ τον πόνο.
Η Μάρθα άρπαξε ένα μαξιλάρι και το πίεσε πάνω στο πρόσωπο της κοπέλας, μέχρι που οι κραυγές της σταμάτησαν.
Ήταν πια εκτός εαυτού.
Την υπόλοιπη μέρα ασχολήθηκε με δουλειές του σπιτιού, σαν να μη συνέβη τίποτα.
Καθώς καθάριζε το τζάκι, παρατήρησε το τσεκούρι που είχαν για να κόβουν τα ξύλα.
Το πήρε μαζί της και περίμενε το σύζυγό της να επιστρέψει.
Όταν άκουσε την πόρτα να ανοίγει, όρμηξε πάνω του, αλλά δεν κατάφερε να τον σκοτώσει.
Όσο ο Πλέις καλούσε την αστυνομία, η Μάρθα αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει.
Τη βρήκαν και τη μετέφεραν στο νοσοκομείο, πριν προλάβει να αυτοκτονήσει.
Η εκτέλεση
Η Μάρθα Πλέις παρίστανε την τρελή για να αποφύγει τη φυλακή.
Ο αδερφός της κατέθεσε ότι όταν η Μάρθα ήταν 23 χρονών, έπεσε από ένα κάρο, χτύπησε σοβαρά το κεφάλι της και από τότε πάθαινε διάφορες κρίσεις.
Όμως, το δικαστήριο έκρινε ότι η Πλέις είχε “σώας τας φρένας” και την καταδίκασε σε θάνατο στην ηλεκτρική καρέκλα.
Η νέα μέθοδος εκτέλεσης εφαρμοζόταν από το 1890 και θεωρούνταν πιο ανθρώπινη απ’ την αγχόνη, αλλά μέχρι το 1899, δεν είχε εκτελεστεί καμμία γυναίκα με τη νέα μέθοδο.
Η πολιτεία της Νέας Υόρκης, όπου έγινε η δίκη της Πλέις, ήταν αντίθετη στη θανατική ποινή.
Ο κόσμος αντέδρασε στην απόφαση του δικαστηρίου, παρά την αγριότητα του εγκλήματος.
«Ήταν φόνος τόσο ειδεχθής που τίποτα χειρότερο δεν θα μπορούσα να σκεφτώ, εκτός ίσως από ένα πράγμα: την εκτέλεση αυτής της γριάς γυναίκας στην ηλεκτρική καρέκλα», έγραψε ένας δημοσιογράφος της εποχής.
Κανείς δεν πίστευε ότι η γυναίκα θα εκτελεστεί, εκτός από τον Ρούσβελτ.
Ο μετέπειτα Πρόεδρος των Η.Π.Α., Θίοντορ Ρούσβελτ, ήταν τότε κυβερνήτης της Νέας Υόρκης και έδωσε την έγκρισή του για την εκτέλεση της Πλέις.
Πίστευε ότι ο κόσμος ήταν απρόθυμος να τιμωρήσει παραδειγματικά την Πλέις μόνο και μόνο επειδή ήταν γυναίκα, ενώ το έγκλημα που διέπραξε ήταν αντάξιο της ποινή της.
Ο Τύπος δεν συγχώρησε ποτέ την απόφαση του Ρούσβελτ και όταν ήταν υποψήφιος για πρόεδρος, το συμβάν αναφέρθηκε πολλάκις από τους πολιτικούς του αντιπάλους.
Στις 20 Μαρτίου του 1899, η Μάρθα Πλέις οδηγήθηκε στην ηλεκτρική καρέκλα.
Υπό κανονικές συνθήκες, ένα απ’ τα καλώδια θα συνδεόταν με το δεξί μηρό του θύματος, αλλά επειδή η Πλέις ήταν γυναίκα, θεωρήθηκε ανήθικο να δουν οι εκτελεστές το πόδι της.
Γι’ αυτό μία γυναίκα φύλακας ανέλαβε να τοποθετήσει το καλώδιο στον αστράγαλο της Πλέις, χωρίς να φανεί τίποτα.
Μερικά λεπτά και 2 χιλιάδες βολτ αργότερα, η Μάρθα Πλέις, η πρώτη γυναίκα που έφτασε στην ηλεκτρική καρέκλα, ήταν νεκρή σε ηλικία 48 ετών.
Το θάνατό της επιβεβαίωσε μία γυναίκα γιατρός που, σύμφωνα με τον Τύπο, φορούσε ένα γκρίζο μεταξωτό φόρεμα και ένα κόκκινο, πλουμιστό καπέλο.
Η Μάρθα Πλέις ήταν η πρώτη γυναίκα που εκτελέστηκε στην ηλεκτρική καρέκλα, αλλά όχι η πρώτη που καταδικάστηκε σε αυτή την εκτέλεση.
Την πρόλαβε η Μαρία Μπαρμπέλα, η οποία όμως αθωώθηκε και αποφυλακίστηκε.
Πηγή χαρακτηριστικής εικόνας: Wikimediamtx Commons
Ακολουθήστε την mixanitouxronou.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε τις σημαντικότερες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στη mixanitouxronou.gr