Γεννήθηκε στην «Μικρή Ιταλία», την περίφημη ιταλική γειτονιά της Νέας Υόρκης.
Μεγάλωσε, περιτριγυρισμένος από «ύποπτους» χαρακτήρες που έγιναν σήμα κατατεθέν των μεγαλύτερων αριστουργημάτων του, όπως τα «Καλά Παιδιά».
«Είδα πολύ βία», έχει δηλώσει σχετικά με την παιδική του ηλικία, «σωματική και ψυχολογική. Είδα πολλούς ανθρώπους να κάνουν σεξ στους δρόμους, αλλά και την ανάγκη τους. Αυτά τα πράγματα σου μένουν».
Ο Μάρτιν Σκορτσέζε μπορεί να μεγάλωσε σε κακόφημη περιοχή, αλλά ο ίδιος δεν έμπλεξε με τον υπόκοσμο.
Ήταν μικρόσωμος και έπασχε από άσθμα. Οι κρίσεις του ήταν τόσο βίαιες, που δεν υπήρχε ελπίδα να ξεγελάσει κανένα ότι ήταν κάποιος σκληροτράχηλος νταής.
Για μία περίοδο όταν ήταν μικρός, σκέφτηκε σοβαρά να γίνει ιερέας.
Ζωγράφισε ένα ζευγάρι μάτια στον τοίχο του δωματίου του, τα οποία αποκαλούσε «Μάτια του Θεού».
Πίστευε ότι τον παρακολουθούσαν συνέχεια και τον έκριναν για τις αμαρτίες του.
Μεγαλώνοντας, κατάλαβε ότι δεν ήταν αυτή η κλίση του και δεν μπορούσε να κάνει τις προσωπικές θυσίες που απαιτούσε η ιεροσύνη.
Εγκατέλειψε το ιεροδιδασκαλείο και γράφτηκε στη σχολή κινηματογράφου του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης. Ως φοιτητής γύρισε ταινίες μικρού μήκους, αλλά η πρώτη του συνεργασία με γνωστό σκηνοθέτη έγινε το 1972.
Ο παραγωγός Ρότζερ Κόρμαν ήταν γνωστός για τις φτηνές ταινίες β’ κατηγορίας, που συνήθως ήταν πολύ δημοφιλείς στο νεανικό κοινό, αλλά οι κριτικοί τις έθαβαν.
Ο Σκορτσέζε γύρισε την ταινία «Ενάντια στη Βία», που ακολουθούσε ένα ζευγάρι σεξομανών που έκλεβε τρένα τη δεκαετία του ’30.
Η ταινία πήγε καλά εμπορικά, αλλά σκηνοθετικά δεν τον βοήθησε.
Ο Νικ Κασσάβετης, ένας από τους πιο ιδιαίτερους δημιουργούς της εποχής, του είπε πως έχασε ένα χρόνο απ’ τη ζωή του, φτιάχνοντας ένα «σκατό».
Τα λόγια του Κασσαβέτη, που τον θαύμαζε, τον προβλημάτισαν και ο Σκορτσέζε στρώθηκε στη δουλειά.
Το 1973 γύρισε τους «Κακόφημους Δρόμους», την πρώτη καλλιτεχνική του επιτυχία.
Αυτή ήταν και η πρώτη συνεργασία του με τον Ρόμπερτ Ντε Νίρο, ο οποίος θα γινόταν ένας απ’ τους στενότερους φίλους και συνεργάτες του.
Τον επόμενο χρόνο, η πρωταγωνίστρια στην ταινία του «Η Αλίκη δεν μένει πια εδώ», Έλεν Μπέρστιν, κέρδισε το Όσκαρ Α’ γυναικείου ρόλου.
Το 1976, ο Σκορτσέζε ασχολήθηκε με μία ταινία που τον καθιέρωσε ως έναν απ’ τους «μεγάλους» σκηνοθέτες του Χόλιγουντ.
Πρωταγωνιστούσε πάλι ο αγαπημένος φίλους του, Ρόμπερτ Ντε Νίρο, ο οποίος υποδυόταν έναν μοναχικό ταξιτζή που αποφασίζει να πάρει εκδίκηση για τις αδικίες που βλέπει να εξελίσσονται τριγύρω του.
Με τον «Ταξιτζή», η καριέρα του κορυφώθηκε, αλλά η προσωπική του ζωή περνούσε κρίση.
Τα ναρκωτικά και η Λάιζα Μινέλι
Στα τέλη της δεκαετίας του ’70, εθίστηκε στη κοκαΐνη.
Αρχικά, πίστευε ότι του προκαλούσε «εκρήξεις δημιουργικότητας» και ένιωθε ότι μπορούσε να γυρίσει πέντε ταινίες ταυτόχρονα.
Όταν όμως περνούσε η επίδραση του ναρκωτικού, έμενε στο κρεβάτι γα μέρες, εξαντλημένος σωματικά και ψυχολογικά.
Μαζί με τα ναρκωτικά, έπινε τεράστιες ποσότητες αλκοόλ και έπαιρνε ηρεμιστικά χάπια.
Κόντευε να χάσει τα λογικά του απ’ τις καταχρήσεις. Έφτασε ακόμα και να δηλώσει δημοσίως στο Φεστιβάλ των Κανών, ότι χωρίς κοκαΐνη, δεν θα έδινε καμία συνέντευξη.
Το απόθεμά του σε ναρκωτικά τελείωσε όσο ήταν στην Γαλλία και ο Σκορτσέζε κάλεσε ιδιωτικό αεροπλάνο από τις ΗΠΑ, που τον εφοδίασε με νέα παρτίδα!
Πάθαινε συνέχεια κρίσεις οργής, πετώντας ποτήρια στους τοίχους, ενώ δεν έλειπαν και οι αυτοκτονικές τάσεις. Κόντεψε να πεθάνει μία φορά, όταν σνίφαρε κοκαΐνη κακής ποιότητας, η οποία αντέδρασε άσχημα με τα φάρμακα για το άσθμα.
Ο Σκορτσέζε κατέληξε στο νοσοκομείο, με αίμα να τρέχει απ’ τη μύτη και τα μάτια του.
Το βάρος του δεν ξεπερνούσε τα 49 κιλά. Παράλληλα, η οικογένειά του καταστρεφόταν.
Μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ’80, είχε παντρευτεί τρεις φορές, ενώ διατηρούσε σχέσεις με διάφορες διάσημες του Χόλιγουντ.
Μία από αυτές ήταν η τραγουδίστρια Λίζα Μινέλι, με την οποία γνωρίστηκαν το 1977, ενώ γύριζαν το μιούζικαλ «New York, New York».
Και οι δύο ήταν εθισμένοι στα ναρκωτικά, είχαν παράλληλες σχέσεις και έδειχναν να μην έχουν καμία επαφή με την πραγματικότητα.
«Έκανα έρωτα με διάφορες γυναίκες», δήλωσε ο Σκορτσέζε, σχολιάζοντας εκείνη την περίοδο της ζωής του, «Αλλά δεν το έβρισκα πολύ ενδιαφέρον».
Τη δεκαετία του ’80, αποφάσισε να απεξαρτηθεί και να βάλει τη ζωή του σε τάξη.
Το ’88, επέστρεψε στις καθολικές ρίζες του, με την ταινία «Ο Τελευταίος Πειρασμός», βασισμένη στο βιβλίο του Νίκου Καζαντζάκη.
Το ’90 ήρθαν τα «Καλά Παιδιά» και με τη νέα χιλιετία, ακολούθησαν τεράστιες επιτυχίες, όπως «Οι Συμμορίες της Νέας Υόρκης» και το «Aviator», με τον πρωταγωνιστή τον Λεονάρντο Ντι Κάπριο.
Το 2006 κέρδισε το Όσκαρ Σκηνοθεσίας για την ταινία «Ο Πληροφοριοδότης» και συνεχίζει ακάθεκτος να δημιουργεί, με ταινίες που κάνουν τεράστιες εισπράξεις, όπως ο «Λύκος της Γουόλ Στριτ».
Διαβάστε στη “ΜτΧ”: «Οι συμμορίες της Νέας Υόρκης». Ποιος ήταν ο αληθινός «Μπιλ ο χασάπης» που υποδύθηκε ο Ντάνιελ Ντέι Λιούις. Ο Σκορτσέζε, ετοίμαζε την ταινία επί 20 χρόνια
Ειδήσεις σήμερα:
- Επίθεση στη χριστουγεννιάτικη αγορά του Μαγδεμβούργου. To προφίλ του δράστη. 4 νεκροί
- Ανοιχτά καταστήματα και σούπερ μάρκετ την Κυριακή. Αναλυτικά το εορταστικό ωράριο
- Χειμωνιάτικος καιρός με ισχυρές βροχές και θυελλώδεις άνεμοι. Ποιες περιοχές επηρεάζονται
- Οι δημοφιλείς προορισμοί για τις ημέρες των εορτών. Ψηλά στη ζήτηση τα Τρίκαλα και η Δράμα
Ακολουθήστε τη mixanitouxronou.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε τις σημαντικότερες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στη mixanitouxronou.gr
ΠΡΟΣΘΗΚΗ ΣΧΟΛΙΟΥ