Αμβούργο, 13 Μαΐου 1932. Με ένα μικρό καγιάκ και λιγοστές οικονομίες, ο Όσκαρ Σπεκ ξεκίνησε ένα φιλόδοξο ταξίδι με τελικό προορισμό την Κύπρο.
Επτάμιση χρόνια αργότερα και τριάντα χιλιάδες μίλια μακρυά, εκείνος και το καγιάκ του θα βρίσκονταν στην Αυστραλία, όπου οι ντόπιοι εν όψει του Β’ Παγκοσμίου πολέμου δεν του επιφύλαξαν θερμή υποδοχή. Αν και προερχόμενος από μία χώρα που δεν φημίζεται για τη ναυτική της παράδοση, ο γερμανός Όσκαρ Σπεκ ανακάλυψε από πολύ μικρός την αγάπη του για το καγιάκ. Ωστόσο, μέχρι τα 22 του χρόνια το πάθος αυτό αποτελούσε ένα απλό χόμπι που γέμιζε τον ελεύθερό του χρόνο.
Όλα άλλαξαν με το ξέσπασμα της παγκόσμιας οικονομικής ύφεσης το 1929. Η κρίση δεν άργησε να φτάσει στη Γερμανία, αναγκάζοντας τον Σπεκ να κλείσει το ηλεκτρολογικό κατάστημα που διατηρούσε. Βυθισμένος στην ανεργία και την απογοήτευση, ο νεαρός Γερμανός παραδεχόταν ότι το μόνο που ήθελε ήταν να «φύγει από τη Γερμανία».
Και πράγματι, αυτό έκανε. Το Μάιο του 1932, πήρε το αγαπημένο του καγιάκ, το οποίο είχε ονομάσει «Ηλιαχτίδα» («Sunnschien»), και επιβιβάστηκε σε ένα τρένο για το νότιο Ουλμ στο Δούναβη. Από τα κρύα νερά του πελώριου ποταμού θα ξεκινούσε το παράτολμο ταξίδι του.
Τελικός προορισμός του ήταν η Κύπρος
Είχε ακούσει ότι στο νησί αναζητούσαν εργάτες για τα ορυχεία χαλκού και ο Σπεκ θεώρησε ότι επρόκειτο για εξαιρετική ευκαιρία. Ήταν η αφορμή που έψαχνε για να εγκαταλείψει την πατρίδα του και να ζήσει την περιπέτεια που πάντα ονειρευόταν.
Ωστόσο, όταν ξεκίνησε, κατά γενική ομολογία οι πιθανότητες δεν ήταν με το μέρος του. Με ύψος 1.78 και βάρος που δεν ξεπερνούσε τα 65 κιλά, έδινε την εντύπωση ενός καχεκτικού άντρα. Δεν ήξερε κολύμπι, ενώ η εμπειρία του με το καγιάκ σε ανοιχτή θάλασσα ήταν σχεδόν ανύπαρκτη. Είχε σχεδιάσει το ταξίδι του ελάχιστα και τα χρήματα που κουβαλούσε μαζί επαρκούσαν μετά βίας για τις προμήθειες των πρώτων εβδομάδων.
Ένα ταξίδι που διήρκεσε επτάμιση χρόνια
Είχε διανύσει μόλις 180 μίλια στα νερά του ποταμού όταν το κομπόδεμά του τελείωσε. Παρόλα αυτά, κατάφερε να συνεχίσει το ταξίδι του χάρη στη βοήθεια των αδελφών του. Παρότι ήταν εξαρχής αντίθετοι με το εγχείρημα του Όσκαρ, δεν μπορούσαν να τον αφήσουν στην τύχη του. Έτσι, ιδιαίτερα κατά τους πρώτους μήνες, του έστελναν χρήματα με κάθε ευκαιρία. Βέβαια, όπως μαθαίνουμε από το ημερολόγιό του, σε περιόδους μεγάλης ανάγκης δε δίσταζε να ζητιανεύει για να εξασφαλίσει ένα πιάτο φαΐ.
Στην Θεσσαλονίκη και μετά στην Κύπρο
Σχεδόν ένα χρόνο μετά την αναχώρησή του από το Αμβούργο, έφτασε επιτέλους στην Ελλάδα. Την άνοιξη του 1933, σάλπαρε από το λιμάνι της Θεσσαλονίκης και ανοίχτηκε στο Αιγαίο. Για τους επόμενους μήνες μεταπηδούσε με το καγιάκ του από νησί σε νησί. Οι ιδανικές καιρικές συνθήκες σε συνδυασμό με τη φιλοξενία των ντόπιων φάνταζαν όαση συγκριτικά με τις κακουχίες που είχε βιώσει το προηγούμενο διάστημα στα βορειοευρωπαϊκά νερά.
Στην Κύπρο τελικά έφτασε στα τέλη του καλοκαιριού εκείνου. Πλέον όμως, τα σχέδια είχαν αλλάξει. Ο Όσκαρ Σπεκ, γοητευμένος από την περιπέτεια, έθεσε έναν στόχο πολύ υψηλότερο από τον αρχικό. Θα συνέχιζε με το καγιάκ του ως την Αυστραλία. Για ακόμη μια φορά, επικράτησε ο αυθορμητισμός και η αδρεναλίνη παρά η λογική.
Στην Αυστραλία μέσω ερήμου
Ο επίδοξος θαλασσοπόρος επανήλθε στη σκληρή πραγματικότητα όταν εγκατέλειψε τα ευρωπαϊκά εδάφη και ήρθε για πρώτη φορά σε επαφή με την Μέση Ανατολή. Αφού του απαγορεύτηκε να διασχίσει τη διώρυγα του Σουέζ με το καγιάκ, αναγκάστηκε να διανύσει μία απόσταση 200 μιλίων μέσα στην έρημο της Συρίας μέχρι να φτάσει στον ποταμό Ευφράτη κι από εκεί στον Περσικό Κόλπο. Για τον επόμενο ένα χρόνο, αποκλειστικός σκοπός ήταν η επιβίωση.
Στην Ινδία έγινε διάσημος
Μόλις βγήκε οριστικά από τα σύνορα της Περσίας περιέγραψε τις χώρες αυτές ως «πλήρως αποκομμένες από τις πιο βασικές ιδέες του πολιτισμού και της παιδείας». Έπειτα, συνέχισε την πορεία του στην Ινδία, όπου την περίοδο εκείνη κυριαρχούσαν οι αγγλικές αποικιοκρατίες. Εκεί γνώρισε για πρώτη φορά την καταξίωση. Όταν οι τοπικές εφημερίδες ανακάλυψαν τον ασυνήθιστο ταξιδιώτη, άρχισαν να δημοσιεύουν την απίστευτη ιστορία του. Πολύ γρήγορα ο Όσκαρ Σπεκ μετατράπηκε σε ένα είδος διασημότητας στη χώρα. Παραχωρούσε συνεντεύξεις, έκανε γνωριμίες, δεχόταν βραβεία και δωρεές.
Μάλιστα, χάρη σε αυτήν την αναγνωρισιμότητα, παρέμεινε τελικά στην Ινδία και στην Ινδονησία για σχεδόν τέσσερα χρόνια. Εν τω μεταξύ, πίσω στη χώρα του, ο Χίτλερ είχε από καιρό ανέβει στην εξουσία, ενώ ένας παγκόσμιος πόλεμος ήταν έτοιμος να ξεσπάσει. Ο Όσκαρ φυσικά ενημερωνόταν για την κατάσταση από τα γράμματα που αντάλλασσε με την οικογένειά του. Ωστόσο, δεν μπορούσε να έχει πλήρη εικόνα του τι συνέβαινε.
Το άδοξο τέλος μιας μεγάλης περιπέτειας
Μέχρι τον Σεπτέμβρη του 1939 είχε έρθει αντιμέτωπος με επικίνδυνους ιθαγενείς, με σπάνιες αρρώστιες αλλά και με δεκάδες εξωτικά κι άγρια ζώα. Με πολλή δόση τύχης και εφαρμόζοντας όλα όσα είχε μάθει με το πέρασμα του χρόνου, κατάφερε να ξεπεράσει κάθε εμπόδιο.
Η αφιλόξενη υποδοχή και η φυλάκιση
Τρεις εβδομάδες μετά την κήρυξη του πολέμου στην Ευρώπη, ο Όσκαρ Σπεκ έφτασε στο Σάιμπαϊ, το βορειότερο νησί της Αυστραλίας. Η υποδοχή που του επιφύλασσαν οι ντόπιοι δεν ήταν αυτή που περίμενε.
Μόλις πάτησε το πόδι του στην στεριά, τον πλησίασαν δύο αστυνομικοί. Αφού συνειδητοποίησαν ότι ήταν ξένος, απαίτησαν να ελέγξουν τα χαρτιά και τα υπόλοιπα υπάρχοντά του. Ανάμεσα στα πράγματα βρήκαν ένα γράμμα, το οποίο ξεκινούσε με τον ναζιστικό χαιρετισμό «Χάιλ Χίτλερ». Ταυτόχρονα, ο ίδιος αυτοπροσδιοριζόταν ανοιχτά ως εθνικοσοσιαλιστής. Όλα αυτά αποτέλεσαν επαρκή στοιχεία έτσι ώστε οι αυστραλιανές αρχές να τον θεωρήσουν ύποπτο για κατασκοπεία και να τον στείλουν στα στρατόπεδα που κρατούνταν οι ναζί, οι πράκτορες, καθώς και οι μη πολιτικοποιημένοι γερμανοί πατριώτες.
Ο Σπεκ παρέμεινε φυλακισμένος στην Αυστραλία μέχρι το τέλος του πολέμου
Αφέθηκε ελεύθερος τον Ιανουάριο του 1946. Όταν ξεκινούσε την περιπέτειά του το μακρινό ’32 ήταν μόλις 25 ετών και πλέον κόντευε τα 40. Παρά τα δύσκολα χρόνια που πέρασε στα αυστραλιανά στρατόπεδα, αποφάσισε να μην εγκαταλείψει τη χώρα. Εγκαταστάθηκε στο Σίδνεϊ, όπου το σπίτι του ατένιζε τη θάλασσα της Τασμανίας.
Επισκέφθηκε τη Γερμανία μόνο μία φορά, το 1970. Τους γονείς του δεν τους ξαναείδε ποτέ. Ο Όσκαρ Σπεκ άφησε την τελευταία του πνοή το 1995 σε ηλικία 88 ετών. Όσο βρισκόταν εν ζωή, η ιστορία του δεν έγινε ποτέ γνωστή. Οι περιπέτειές του επισκιάστηκαν από την φρίκη του πολέμου. Τα γράμματα και τα ημερολόγιά του είδαν το φως της δημοσιότητας χρόνια μετά το θάνατό του.
Στην τελευταία του επιστολή προς την αδερφή του έγραφε: «Είμαι ικανοποιημένος, με ή χωρίς αναγνώριση. Έχουμε μία περίεργη κατάσταση – ένα από τα πιο δύσκολα παγκόσμια ρεκόρ στην ιστορία – και θα περάσουν εκατό χρόνια και ακόμα θα είναι παντελώς άγνωστο. Αλλά είμαι ικανοποιημένος. Ο πόλεμος επηρέασε πολύ περισσότερο τις μοίρες εκατομμύρια ανθρώπων. Εγώ γιατί να μην είμαι ικανοποιημένος;»
Πηγή αρχικής εικόνας: YouTube
Διαβάστε στη “ΜτΧ”: Η «μάχη» κόντρα στους καρχαρίες, τα τεράστια κύματα και την εξάντληση. Ο 42χρονος μηχανικός που θέλει να διασχίσει 4500 χιλιόμετρα με το καγιάκ του σε Ινδικό και Ατλαντικό (βίντεο)
Ειδήσεις σήμερα:
- Ο Μητσοτάκης διέγραψε από τη ΝΔ τον Αντώνη Σαμαρά. Τι του καταλογίζει o πρωθυπουργός. Η απάντηση Σαμαρά
- Η έκκληση του επικεφαλής του ΟΗΕ για το κλίμα. Σε εξέλιξη η διάσκεψη COP29. Τι αναφέρει
- Συνεχίζονται και κορυφώνονται αύριο οι εκδηλώσεις για την επέτειο του Πολυτεχνείου. Οι κυκλοφοριακές ρυθμίσεις
Ακολουθήστε την mixanitouxronou.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε τις σημαντικότερες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στη mixanitouxronou.gr