Παράτησε το Πανεπιστήμιο για να γίνει δημοσιογράφος και για 60 χρόνια ταξίδεψε σε όλο τον κόσμο προκειμένου να καλύψει τις κυριότερες πολεμικές συγκρούσεις του 20ου αιώνα. Γνώρισε τον Έρνεστ Χέμινγουεϊ και κάλυψαν μαζί τον Ισπανικό Εμφύλιο.
Λίγα χρόνια μετά τον παντρεύτηκε, αλλά τον παράτησε. Έγινε γυναίκα του, όχι από έρωτα, αλλά από θαυμασμό. Και συνέχισε να κάνει αυτό που ήξερε καλύτερα μέχρι τα βαθιά γεράματα.
Η Μάρθα Έλλις Γκέλχορν γεννήθηκε στις 8 Νοεμβρίου 1908 στο Σαιντ Λούις του Μιζούρι. Η μητέρα της ήταν σουφραζέτα, δηλαδή φεμινίστρια υπέρ των κοινωνικών μεταρρυθμίσεων και συνήθιζε να παίρνει την κόρη της μαζί της σε πολλές διαδηλώσεις και διαμαρτυρίες.
Ο πατέρας της υπήρξε διακεκριμένος γυναικολόγος και έγραψε τη Μάρθα σε ένα προοδευτικό συνεργατικό σχολείο, συνιδρύτρια του οποίου ήταν η γυναίκα του. Μέχρι τότε φοιτούσε σε θρησκευτικό σχολείο. Οι καλόγριες δίδασκαν το μάθημα της ανατομίας μέσα από εικονογραφημένα βιβλία, όπου οι επίμαχες εικόνες ήταν καλυμμένες. Στην συνέχεια εισήχθη σε κολέγιο θηλέων στη Φιλαδέλφεια για να σπουδάσει φιλολογία.
Ένα χρόνο αργότερα, το 1927, παράτησε τις σπουδές της, για να ακολουθήσει καριέρα δημοσιογράφου.
Τα πρώτα της άρθρα δημοσιεύτηκαν στην εφημερίδα “The New Republic”, που εργαζόταν ως αστυνομικός συντάκτης, αλλά ατό το πόστο δεν της αρκούσε. Ταξίδεψε στη Γαλλία ως ανταποκρίτρια, στο Ηνωμένο Γραφείο Τύπου του Παρισιού, που έμεινε για δύο χρόνια.
Το 1934 ήταν η πρώτη φορά που ήρθε σε επαφή με την έννοια του Φασισμού. Ταξίδεψε στη ναζιστική Γερμανία, μαζί με άλλους αμερικανούς φοιτητές.
Υπέρμαχος του πασιφισμού, έγραψε το πρώτο της βιβλίο, “What Mad Pursuit”.
Αμερική και κραχ
Επιστρέφοντας στην Αμερική, η Γκέλχορν γνώρισε τον Χάρρυ Χόπκιν, έμπιστο φίλο του Φραγκλίνου Ρούσβελτ.
Έγινε πολύ καλή φίλη με την τότε Πρώτη Κυρία, αλλά και βασική ρεπόρτερ της “FERA”, της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας Επείγουσας Βοήθειας.
Την υπηρεσία ίδρυσε ο Ρούσβελτ και στόχος ήταν να καταπολεμηθούν τα υπολείμματα που είχε αφήσει στους Αμερικανούς η Παγκόσμια Οικονομική Ύφεση του 1929.
Μαζί με τη φωτογράφο Ντοροθέα Λανγκ, ταξίδεψε στις Ηνωμένες Πολιτείες, καταγράφοντας μαρτυρίες ανθρώπων αλλά και τις οικονομικές, κοινωνικές και ψυχολογικές συνέπειες του κραχ. Τότε ξεκίνησε και το ιδιαίτερο στυλ της γραφής της, που δεν ήταν καθαρά αντικειμενικό.
Στόχος ήταν μέσα από τραγικά γεγονότα να μαθευτούν οι ιστορίες των ανθρώπων, κυρίως του γυναικείου πληθυσμού.
Κατάφερε έτσι να δώσει φωνή στις γυναίκες που μέχρι τότε ήταν “αόρατες”.
Η έρευνα της στην αμερικανική ήπειρο ήταν και ο πυρήνας της συλλογής διηγημάτων, “The Trouble I’ve Seen”.
Μία σκοτεινή περίοδος, ωστόσο, είχε ξεκινήσει για την παγκόσμια ιστορία που κράτησε περισσότερο από μισό αιώνα.
Προειδοποίησε για την άνοδο του Χίτλερ στη Γερμανία
Το 1937, με ένα σακίδιο και μόλις 50 δολάρια στο πορτοφόλι της, πήγε στην Ισπανία και κάλυψε τον εμφύλιο και την αρχή των γεγονότων που οδήγησαν τον Φράνκο στην εξουσία. “Ο καιρός στη Βαρκελώνη ήταν ιδανικός για βομβαρδισμούς”, έγραψε κάποια στιγμή.
Το 1938 τη βρήκε στην πρώην Τσεχοσλοβακία και μετά το ξέσπασμα του Β΄Παγκοσμίου Πολέμου, κάλυψε σημαντικά γεγονότα από τη Φινλανδία, την Μπούρμα, το Χονγκ Κονγκ, τη Σιγκαπούρη και την Αγγλία. Από το Λονδίνο κάλυψε το “Μπλιτζ”, τον τρομερό βομβαρδισμό της πόλης από τη Λουφτβάφε. Στην απόβαση της Νορμανδίας ήταν η μοναδική γυναίκα που αποβιβάστηκε, στις 6 Ιουνίου 1944.
Κρύφτηκε στο μπάνιο ενός νοσοκομειακού πλοίου και με τη δικαιολογία ότι ήταν τραυματιοφορέας βγήκε στη στεριά.
Με βρετανούς πιλότους πέταξε σε νυχτερινές βομβαρδιστικές επιδρομές εναντίον της Γερμανίας.
Το 1945 ήταν επίσης από τους πρώτους δημοσιογράφους που μπήκαν στο Νταχάου μετά την απελευθέρωση των αιχμαλώτων από αμερικανικά στρατεύματα στις 29 Απριλίου.
“Πίσω από το συρματόπλεγμα και τον ηλεκτρικό φράχτη, σκελετοί κάθονταν στον ήλιο και έψαχναν τα σώματά τους για ψείρες. Δεν έχουν ηλικία και πρόσωπα. Όλοι μοιάζουν μεταξύ τους και φέρνουν σε κάτι που ποτέ δεν θα αντικρίσεις αν είσαι τυχερός”, έγραψε για τους ελάχιστους που κατάφεραν να επιβιώσουν στο στρατόπεδο συγκέντρωσης.
Η Γκέλχορν δεν σταμάτησε εκεί. Κάλυψε τον πόλεμο του Βιετνάμ, τον εμφύλιο στη Νικαράγουα, την αραβοϊσραηλινή σύγκρουση, αλλά και την εισβολή των ΗΠΑ στον Παναμά το 1989, όταν πια ήταν 81! Της “ξέφυγε” μόνο ο πόλεμος της Βοσνίας.
Ήδη από τον πόλεμο του Βιετνάμ είχε ασκήσει κριτική στις δημοσιογραφικές πρακτικές που πίστευε ότι ελέγχονταν βάσει πολιτικών συμφερόντων, αλλά απέκτησε και μια σκληρή στάση απέναντι στον επεκτατισμό των Αμερικανών, που χαρακτήριζε μία ακόμη “ιμπεριαλιστική αποικία”.
Ο ανθρωποκεντρισμός και η υποκειμενικότητα του ρεπορτάζ της, ο οποίος έβαζε μπροστά τον καθημερινό άνθρωπο, που μεταξύ άλλων είχε πέσει θύμα των πλούσιων και των ισχυρών, την έκαναν στόχο συντηρητικών πολιτικών που κατέκριναν τη δημοσιογραφική της δουλειά.
“Πας σε ένα νοσοκομείο και είναι γεμάτο από τραυματισμένα παιδιά. Γράφεις τι βλέπεις και αυτό που είναι. Δεν λες” είναι τρία παιδιά τραυματίες σε αυτό το νοσοκομείο, και ίσως σε κάποιο άλλο να είναι 38″. Γράφεις αυτό που βλέπεις“, είχε αναφέρει κάποτε η Γκέλχορν.
Η σχέση με τον Χέμινγουεϊ
Στα 22 της, η Μάρθα Γκέλχορν, παντρεύτηκε το γάλλο οικονομολόγο Bertrand de Jouvenel. Χώρισαν τέσσερα χρόνια αργότερα.
Το 1936, σε ένα χριστουγεννιάτικο πάρτι σε μπαρ της Φλόριντα, γνώρισε τον Έρνεστ Χέμινγουεϊ, τον δεύτερο σύζυγό της.
Μέσα σε μια εβδομάδα ανέλυσαν τα πάντα, πήγαν μαζί στην Ισπανία, τον ακολούθησε στην Κίνα, αλλά και στην εξοχική κατοικία Finca Vigía, κοντά στην Αβάνα της Κούβας, όπου ο συγγραφέας απομονώθηκε για να ετοιμάσει το επόμενο βιβλίο του.
Η γυναίκα γρήγορα κουράστηκε και αποφάσισε να παρατήσει τον Χέμινγουεϊ για να καλύψει τον Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο.
Λίγο πριν φύγει εκείνος της έγραψε: “Είσαι πολεμική ανταποκρίτρια ή σύζυγος στο κρεβάτι μου;”.
Η Γκέλχορν επέλεξε το πρώτο. Πολλά χρόνια αργότερα, η ίδια είπε για τον δεύτερο σύζυγό της:
“Ο Χέμινγουεϊ δεν μπόρεσε ποτέ να διατηρήσει μια μακροχρόνια, ολοκληρωτικά ικανοποιητική σχέση με καμία από τις τέσσερις συζύγους του. Ο έγγαμος βίος μπορεί να ήταν γι’ αυτόν το αποκορύφωμα της ρομαντικής αγάπης, αλλά αργά ή γρήγορα βαριόταν, γινόταν ανήσυχος και αυταρχικός”.
Παράλληλα, η φιλόδοξη γυναίκα δεν άντεχε να είναι απλά μια από τις γυναίκες του Χέμινγουεϊ και όχι κάτι παραπάνω.
Ο τελευταίος της γάμος κράτησε 9 χρόνια και ήταν με τον πρώην αρχισυντάκτη του περιοδικού “Time”, Τ. Σ. Μάθιους. Κράτησαν φιλικές σχέσεις και παρέμεινε η “καλύτερη μητριά” για τον γιο του Μάθιους, Σάντι. Δεν έκανε ποτέ παιδιά, αλλά υιοθέτησε ένα αγόρι, επίσης Σάντι, από ορφανοτροφείο της Ιταλίας. Μετά τον Β’ Π. Π. περιπλανήθηκε σε πολλές περιοχές του πλανήτη, ώσπου εγκαταστάθηκε μόνιμα στο Λονδίνο.
Το 1990 αποφάσισε να αποσυρθεί από την ενεργό δημοσιογραφία. Μία αποτυχημένη επέμβαση για καταρράκτη την άφησε σχεδόν τυφλή. Στα 85 της, ωστόσο, έκανε ένα τελευταίο ταξίδι στη Βραζιλία για να καταγράψει τις άθλιες συνθήκες των παιδιών στις φαβέλες.
Διαγνώστηκε με καρκίνο στις ωοθήκες που εξαπλώθηκε στο συκώτι. Στις 15 Φεβρουαρίου 1998 αυτοκτόνησε καταπίνοντας μία κάψουλα υδροκυανίου.
Σε μία από τις τελευταίες συνεντεύξεις τις δήλωσε πως “θεωρώ τον εαυτό μου υπερπρονομιούχο. Είχα μια υπέροχη ζωή. Δεν την άξιζα, αλλά την είχα”.
Η Μάρθα Γκέλχορν έγραψε πάνω από 20 βιβλία και συλλογές διηγημάτων. Το ίδρυμα Γκέλχρορν δημιούργησε το 1999 το “Δημοσιογραφικό βραβείο Μάρθα Γκέλχορν”, όπου βραβεύονται ετήσια δημοσιογράφοι που υπηρετούν το είδος του ρεπορτάζ που υπηρετούσε και η πολεμική ανταποκρίτρια.
Ακολουθήστε την mixanitouxronou.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε τις σημαντικότερες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στη mixanitouxronou.gr