Στην Αγγλία της Βικτωριανής Εποχής, ακόμη και τα ρούχα μπορούσαν να γίνουν αιτία θανάτου και μάλιστα όχι ασυνήθιστη.
Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα ήταν το κρινολίνο, δηλαδή η φαρδιά φούστα, που φοριόταν πάνω από ειδικό σκληρό μεσοφόρι με ελάσματα.
Σε συνδυασμό με τον στενό κορσέ, προκαλούσε τραυματισμούς και σοβαρές βλάβες στο συκώτι, στους πνεύμονες και άλλα εσωτερικά όργανα των γυναικών που έφταναν μέχρι και στο θάνατο.
Ο “αιώνας του αρσενικού”, έφερε χρώμα στη ζωή των ανθρώπων αλλά κανείς δεν ξέρει πόσες ζωές στοίχισε.
Το “Πράσινο του Σιλ”, γνωστό και ως αρσενίτης χαλκού, ήταν μια χρωστική ουσία, που ομόρφαινε τα αντικείμενα αλλά δηλητηρίαζε τους ανθρώπους.
Χρησιμοποιήθηκε σε ταπετσαρίες, σε κεριά, σε παιχνίδια, στη βαφή χαλιών και γαντιών. Ο Γερμανοσουηδός φαρμακοποιός και χημικός, Καρλ Βίλχελμ Σιλ, το επινόησε το 1775.
Επειδή η παραγωγή του “Πρασίνου του Σιλ” ήταν φθηνή και η απόχρωσή του ελκυστική, έγινε γρήγορα δημοφιλές. Ειδικά στις γυναίκες της μεσαίας τάξης ήταν ιδιαίτερα ποθητό.
Έβλεπαν τα πράσινα φορέματα να λάμπουν κάτω από τα φώτα και ήθελαν να είναι στη μόδα. Ήταν ο “αιώνας του αρσενικού”, όπως έγραψε σε ένα βιβλίο του ο καθηγητής Τζέιμς Γόρτον.
Η τοξικότητα του “Πρασίνου του Σιλ”, ήταν τρομερή. Τα παιδιά μπορούσαν να πάθουν οξεία δηλητηρίαση από αναμμένα πράσινα κεριά.
Κυρίες με πράσινα φορέματα λιποθυμούσαν. Τυπογράφοι εφημερίδων κατέρρεαν από τα αεροσωματίδια που εξέπεμπαν οι πράσινες ταπετσαρίες.
Οι γυναίκες που φορούσαν γάντια με αρσενικό χρώμα, έβγαζαν έλκη στο δέρμα. Το British Medical Journal έγραψε ότι μία γυναίκα που φοράει αρσενικό “κουβαλά στις φούστες της αρκετό δηλητήριο για να σκοτώσει όλους τους θαυμαστές που μπορεί να δει σε μια αίθουσα χορού”.
To 1861, η Ματίλντα Σέρερ, μια 19χρονη κατασκευάστρια τεχνητών λουλουδιών στο Λονδίνο, πέθανε από δηλητηρίαση. Πασπάλιζε τα λουλούδια με μία πράσινη πούδρα, την οποία εισέπνευσε και κατάπιε.
Πριν πεθάνει είπε στο γιατρό της πως «οτιδήποτε έβλεπε ήταν πράσινο».
Ιστορίες όπως της Σέρερ άρχισαν να ευαισθητοποιούν. Σταδιακά, καταργήθηκε το αρσενικό στις βαφές, στη Σκανδιναβία, τη Γαλλία και τη Γερμανία. Όμως στη Βρετανία διατηρήθηκε αν και γνώριζαν ότι είναι τοξικό. Απλά υποτίμησαν τον κίνδυνο.
“Τί είναι λίγο αρσενικό όταν έχεις ένα υπέροχο νέο χρώμα να πουλήσεις;“, ήταν η νοοτροπία που κυριαρχούσε, όπως λέει η συγγραφέας Βικτόρια Φίνλεϊ.
Καπέλα με υδράργυρο και κάλτσες με ανιλίνη
Την ίδια περίοδο, σχεδόν όλοι οι άνδρες φορούσαν καπέλα. Τα πιο εμπορικά ήταν από τσόχα και κατασκευάζονταν από γούνα λαγού, κουνελιού ή κάστορα.
Οι κατασκευαστές χρησιμοποιούσαν υδράργυρο για να κολλήσουν τη γούνα και να σχηματιστεί η τσόχα. Η ασφάλεια στο χώρο εργασίας ήταν άγνωστη λέξη και οι εργαζόμενοι ήταν εκτεθειμένοι αφειδώς στον υδράργυρο.
“Ήταν εξαιρετικά τοξικός. Ειδικά αν τον εισέπνεες, πήγαινε κατευθείαν στον εγκέφαλό σου”, αναφέρει η καθηγήτρια Άλισον Μάθιους Ντέιβις, στο βιβλίο της “Θύματα της μόδας: Οι κίνδυνοι του ντυσίματος στο παρελθόν και το παρόν“.
Οι επιπτώσεις ήταν γνωστές. Όμως η χρήση του υδράργυρου ήταν ο φθηνότερος και αποτελεσματικότερος τρόπος για να μετατραπεί σε εύπλαστη τσόχα, η άκαμπτη και χαμηλής ποιότητας γούνα από κουνέλια και λαγούς.
Περισσότερο εκτεθειμένοι, ήταν οι κατασκευαστές των καπέλων και λιγότερο οι άντρες που τα φορούσαν, επειδή η φόδρα τους προστάτευε σημαντικά, συμπληρώνει η Ντέιβις.
Ένα από τα πρώτα συμπτώματα ήταν το τρέμουλο και νευροκινητικά προβλήματα. Μετά ακολουθούσαν τα ψυχολογικά.
Όταν οι ιατροδικαστές επισκέπτονταν τους καπελάδες για να καταγράψουν τα συμπτώματά τους, οι τελευταίοι νόμιζαν ότι τους παρακολουθούσαν. Πετούσαν κάτω τα ιατρικά εργαλεία, θύμωναν και είχαν ξεσπάσματα.
Πολλοί καπελάδες ανέπτυξαν, επίσης, καρδιοαναπνευστικά προβλήματα, έχασαν τα δόντια τους και πέθαναν σε νεαρή ηλικία. Στο Ντάνμπερι των ΗΠΑ, που ήταν κορυφαίο κέντρο για την κατασκευή καπέλων, τα μαζικά περιστατικά δηλητηρίασης πιλοποιών από τον υδράργυρο, έμειναν γνωστά ως “Τρέμουλα του Ντάνμπερι”.
Το 1919, στις ΗΠΑ, η χρήση υδραργύρου στην παραγωγή τσόχινων καπέλων, αναγνωρίστηκε ως κίνδυνος του επαγγέλματος. Οριστικά απαγορεύτηκε το 1941.
Στη Βρετανία, δεν απαγορεύτηκε ποτέ η χρήση του υδράργυρου. Απλώς τη δεκαετία του ’60 τα καπέλα με τσόχα σταμάτησαν να είναι της μόδας, λέει η Μάθιους Ντέιβις.
Υπήρχαν και χρωματιστές κάλτσες, αρκετές σε χρώμα μωβ και φούξια, που κατασκευάζονταν από τη δηλητηριώδη ουσία ανιλίνη και προκαλούσαν φλεγμονές στα πόδια των ανδρών.
Στους εργάτες που τις κατασκεύαζαν δημιουργούσαν πληγές και, στη χειρότερη περίπτωση, καρκίνο της ουροδόχου κύστης, σύμφωνα με τις αναφορές ενός Άγγλου χειρουργού, του Δρ. Ουέμπερ το 1868.
Αέρινα αλλά εύφλεκτα ρούχα
Ενώ καθόταν στο σπίτι της ένα απόγευμα του 1861, η Φάνυ, σύζυγος του ποιητή Χένρι Γουόντσγουερθ Λονγκφέλοου, πήρε φωτιά.
Την επόμενη μέρα πέθανε. Σύμφωνα με τη νεκρολογία της, η φωτιά είχε ξεκινήσει όταν “ένα σπίρτο ή ένα κομμάτι αναμμένο χαρτί έπεσε στο φόρεμά της”.
Οι φαρδιές γυναικείες φούστες και τα αέρινα βαμβακερά και τούλινα φορέματα δεν ήταν πυρίμαχα. Το βαμβάκι ειδικά ήταν πολύ πιο εύφλεκτο από τα βαριά μετάξια και το μαλλί που προτιμούσαν οι πλούσιοι.
Ήταν λοιπόν πολύ πιθανό, να αρπάξουν φωτιά από κάποιο τζάκι, κερί ή οποιαδήποτε άλλη εστία φωτιάς. Η Βρετανίδα μπαλαρίνα Κλάρα Ουέμπστερ, πέθανε το 1844 στο θέατρο Drury Lane του Λονδίνου, όταν πλησίασε τόσο κοντά τα φώτα της σκηνής ώστε το τούλινο ένδυμά της να λαμπαδιάσει.
Μακιγιάζ με μόλυβδο
Για τις γυναίκες εκείνης της εποχής, ούτε το μακιγιάζ ήταν απαλλαγμένο από βλαβερές ουσίες. Τα καλλυντικά περιείχαν λευκό μόλυβδο που ήταν τοξικό μέταλλο.
Το χρησιμοποιούσαν για να αποκτήσουν τη λευκή ωχρή όψη που τότε ήταν στην μόδα και έδειχνε ότι η άρχουσα τάξη δεν “μαυρίζει στο λιοπύρι”, όπως ο λαός.
Ο μόλυβδος, όμως, κατέστρεφε τα νεύρα στους καρπούς, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να σηκώσουν τα χέρια τους. Σταδιακά προκαλούσε αλλοίωση του δέρματος, έντονο κοιλιακό άλγος και σάπια δόντια.
Η Βασίλισσα Ελισάβετ Α’ λέγεται ότι χρησιμοποιούσε πούδρα που περιείχε λευκό μόλυβδο και ξύδι για να καλύψει τα σημάδια της ευλογιάς.
Τα χείλη της, βάφονταν κόκκινα με κινναβαρίτη, ένα ορυκτό που περιέχει υδράργυρο. Κατά πάσα πιθανότητα, πέθανε από την υπερβολική ποσότητα μόλυβδου και υδραργύρου που διαπέρασε τον οργανισμό της.
Γιακάς λαιμητόμος
Όσον αφορά τους άνδρες, ένας κολλαρισμένος και αποσπώμενος γιακάς αποτέλεσε παγίδα θανάτου. Οι γιακάδες αυτοί ήταν πρακτικοί, και επέτρεπαν σε έναν άνδρα να μην αλλάζει κάθε μέρα πουκάμισο.
Επειδή, όμως, ήταν εξαιρετικά σκληροί, “μπορούσαν να κόψουν την παροχή αίματος στην καρωτίδα”, λέει χαρακτηριστικά η Σάμερ Στρίβενς, συγγραφέας του βιβλίου “Μοδάτα θανάσιμο“.
Δημοσίευμα των New York Times στα 1888 με τίτλο “Πνίγηκε από το γιακά του” επιβεβαίωνε του λόγου το αληθές. Ο Τζον Κρουέτζι βρέθηκε νεκρός στο παγκάκι ενός πάρκου.
Ο ιατροδικαστής νόμιζε αρχικά ότι αποκοιμήθηκε μετά το μεθύσι του, αλλά διαπίστωσε πως ο γιακάς τού έκοψε την αναπνοή.
Με πληροφορίες από: Grunge, National Geographic,The Paris Review και Mental Floss
Πηγή κεντρικής φωτογραφίας: Wikipedia
Ακολουθήστε την mixanitouxronou.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε τις σημαντικότερες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στη mixanitouxronou.gr