Το 1844, κατά τη διάρκεια της Α’ Εθνοσυνέλευσης ξέσπασε διαμάχη μεταξύ “αυτόχθονων και ετερόχθονων” Ελλήνων. Οι ετερόχθονες ομογενείς που ήρθαν στην Ελλάδα λίγο πριν ή μετά το τέλος της Επανάστασης, είχαν λάβει καίρια δημόσια αξιώματα λόγω της μόρφωσής τους. Γεγονός που έκανε τους ντόπιους αγωνιστές να νιώθουν παραγκωνισμένοι.
Εκείνες τις ημέρες της ιστορικής διαμάχης, ο ηπειρώτης πολιτικός Ιωάννης Κωλέττης, στην προσπάθειά του να γεφυρώσει τις διαφωνίες, αγόρευσε υπέρ της ενοποίησης των ελληνικών επαρχιών της ομογένειας. Τότε γεννήθηκε το πολιτικό πρόταγμα που επρόκειτο να ακολουθήσει η Ελλάδα μέχρι το 1922. Η “Μεγάλη Ιδέα”.
Η καθηγήτρια Νεότερης και Σύγχρονης Ελληνικής Ιστορίας στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο, Ελπίδα Βόγλη, μίλησε στη Μηχανή του Χρόνου.
“Ετερόχθονες” θεωρούνταν οι Έλληνες που έφτασαν στη χώρα είτε τα τελευταία χρόνια της Επανάστασης είτε με την άνοδο του Ιωάννη Καποδίστρια στην εξουσία. Χαρακτηρίστηκαν “ετερόχθονες”, γιατί ήρθαν από “άλλη γη” και αντιμετωπίστηκαν με ιδιαίτερη καχυποψία από τους ντόπιους αγωνιστές (αυτόχθονες). Όπως εξηγεί η κ. Βόγλη:
“Οι ετερόχθονες αν και δεν είχαν λάβει ενεργό μέρος στην Επανάσταση, είχαν καλύτερη εκπαιδευτική κατάρτιση. Γι’ αυτό και κατείχαν αξιώματα στον κρατικό μηχανισμό. Ωστόσο θεωρήθηκαν περισσότερο “ξένοι” παρά Έλληνες. Αν και διέθεταν την ελληνική ιθαγένεια, καθώς ήταν κάτοικοι της χώρας για τουλάχιστον πέντε χρόνια, και είχαν δικαίωμα διορισμού, οι αυτόχθονες ένιωθαν παραγκωνισμένοι. Θεωρούσαν ότι αυτοί πολέμησαν και διακινδύνευσαν πολύ περισσότερα για να ελευθερωθεί το ελληνικό κράτος και δεν είχαν δημόσια αξιώματα. Μια ιδέα που είχε πολύ μεγάλη έλξη και γοητεία“.
Στις 14 Ιανουαρίου 1844, κατά τη διάρκεια της Α’ Εθνοσυνέλευσης, συζητήθηκαν τα κριτήρια που θα καθόριζαν τον “Έλληνα πολίτη” καθώς και τα προσόντα που θα πρέπει να έχει ο “δημόσιος υπάλληλος” του κράτους. Εκεί ήταν που αναδείχθηκε η διαμάχη μεταξύ ετερόχθονων και αυτόχθονων, καθώς οι δεύτεροι διεκδικούσαν τον αποκλεισμό των “ξένων” από τις δημόσιες θέσεις. Το βασικό επιχείρημα ήταν η απουσία των ετερόχθονων στα δύσκολα χρόνια της σκλαβιάς.
Aνάμεσα στους υποστηρικτές του αποκλεισμού ήταν και ο στρατηγός Ιωάννης Μακρυγιάννης, ο οποίος έλεγε χαρακτηριστικά:
“Από τον πατριωτισμό μας εσαπίσαμεν το σπίτι μας. Μας φθάνει πλέον ο πατριωτισμός. Ας αγκαλιάσωμεν τον βασιλέα μας να φκιάσωμεν το σπίτι μας. Αυτοί εκάθησαν τόσα χρόνια και έτρωγαν ψωμί και έφεραν την πατρίδα μας άνω-κάτω. Ας καθίσωμεν τώρα και ημείς να φάγωμεν ψωμί”.
Η συζήτηση αυτή δεν γινόταν εν κενώ. Στις δημόσιες θέσεις ήδη βρίσκονταν πρόσωπα από τους “ετερόχθονες” που όμως οι ίδιοι Έλληνες είχαν ψηφίσει. Η καθαίρεση αυτών ήταν ο στόχος των ντόπιων. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν η εκλογή του “ετερόχθονα” Φαναριώτη Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου στη θέση του πρωθυπουργού τo 1822 και η εκλογή του επτανήσιου “ετερόχθονα” Ιωάννη Καποδίστρια ως πρώτο Κυβερνήτη της χώρας το 1827.
Κατά τη διάρκεια αυτής της διένεξης ο Ιωάννης Κωλέττης, ο ηπειρώτης πολιτικός που σπούδασε στο εξωτερικό, αλλά έζησε στην αυλή του Αλή πασά, προσπάθησε να γεφυρώσει τη διχόνοια που είχε γεννηθεί, προτάσσοντας ένα όραμα ενοποιητικό για όλους τους Έλληνες. Αυτό της “Μεγάλης Ιδέας”.
Όπως επισημαίνει η κ. Βόγλη, “ο Κωλέττης ήταν αυτός ο οποίος μίλησε για τον ενωτικό τρόπο που θα μπορούσε να δημιουργήσει το όραμα της μεγάλης Ελλάδας. Ένας στόχος, ο οποίος θα μπορούσε να στρέψει την προσοχή των ανθρώπων που διαφωνούσαν εκείνη τη στιγμή εντός της Εθνοσυνέλευσης, στην αύξηση της Ελληνικής επικράτειας και στην αποκατάσταση του μεγαλείου της χώρας“.
Σύμφωνα με τον Βρετανό διπλωμάτη και ακαδημαϊκό Μίχαελ Λουέλιν-Σμιθ, ο Κωλέττης στην αγόρευσή του, μεταξύ άλλων, είπε:
“Το Βασίλειο της Ελλάδος δεν είναι η Ελλάς. Αποτελεί έν μέρος μόνον, το πλέον μικρόν και το πλέον πτωχό της Ελλάδος. Υπάρχουν δύο μεγάλα κέντρα του Ελληνισμού. Αι Αθήναι είναι η πρωτεύουσα του Βασιλείου. Η Κωνσταντινούπολις είναι η μεγάλη πρωτεύουσα, η Πόλις, το όνειρο και η ελπίς όλων των Ελλήνων”.
Ιστορικοί και ερευνητές χαρακτήρισαν τη δημόσια ομιλία του ως ρητορικό αριστούργημα. Και όχι άδικα, αφού κατάφερε όχι μόνο να “μυήσει” τους παρευρισκόμενους στα ιδεώδη περί εθνικής ολοκλήρωσης, αλλά και να θέσει τις βάσεις ενός πολιτικού προτάγματος που η Ελλάδα έμελλε να ακολουθήσει για τα επόμενα ογδόντα χρόνια μέχρι και την Μικρασιατική Καταστροφή.
Όπως επισημαίνει η καθηγήτρια κ. Βόγλη, μια εξίσου σημαντική “αλλά λιγότερο γοητευτική” ομιλία ήταν εκείνη του Σπύρου Τρικούπη, ο οποίος στο ίδιο πνεύμα μεγαλοϊδεατισμού με τον Κωλέττη τόνισε ότι “η Ελλάδα δεν χρειαζόταν να διώξει μετανάστες στο εξωτερικό (τους ετερόχθονες), γιατί ήταν ήδη αραιοκατοικημένη. Χρειαζόταν, όμως, να περιμένει μέχρι οι συνθήκες επιτρέψουν να έρθουν στη χώρα οι αλύτρωτοι Έλληνες μαζί με τις πατρίδες τους. Να ενωθούν, δηλαδή, οι νέες επαρχίες των ομογενών στο ελληνικό κράτος”.
Η απόφαση
Οι εργασίες της εθνοσυνέλευσης τελείωσαν με την ψήφιση του “Β’ Ψηφίσματος”, το οποίο ανέφερε ρητά ότι αυτοί που μπορούν να καταλάβουν δημόσια αξιώματα, είναι μόνο οι αυτόχθονες της ελληνικής επικράτειας και όσοι αγωνίστηκαν σε αυτή μέχρι το 1827 ή εγκαταστάθηκαν στη χώρα την ίδια χρονική περίοδο και όσοι ετερόχθονες αποδείξουν ότι συμμετείχαν σε πολεμικά γεγονότα της Επανάστασης μέχρι το 1829.
Σύμφωνα με την κ. Βόγλη, μετά την επικύρωση του ψηφίσματος από το σώμα, “μερικές εκατοντάδες ετερόχθονες, δηλαδή ως επί το πλείστον Έλληνες που είχαν γεννηθεί εκτός της ελληνικής επικράτειας και μάλιστα προέρχονταν από τους μορφωμένους κύκλους της Ευρώπης και όχι της υπόλοιπης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, απολύθηκαν για ένα προσωρινό μικρό χρονικό διάστημα. Μαζί τους και κάποιοι ξένοι. Τελικά, όμως, η υπόθεση σύντομα λησμονήθηκε“.
Διαβάστε ακόμα στη “ΜτΧ”: Η υπονόμευση του Κολοκοτρώνη από τον Κωλλέτη και τους οπλαρχηγούς της Πάτρας. Πως η διχόνοια των Ελλήνων άνοιξε τον δρόμο στη στρατιά του Δράμαλη
Ακολουθήστε την mixanitouxronou.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε τις σημαντικότερες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στη mixanitouxronou.gr