27 Ιανουαρίου 1827. O εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας διένυε την τελευταία του φάση. Στην περιοχή του Καματερού Αττικής, εμφανίστηκε ο Κιουταχής Πασάς με 2.000 άνδρες, 600 ιππείς και δύο πυροβόλα.
Απέναντί του παρατάχθηκαν 3.500 Έλληνες υπό τον Ελληνογάλλο Συνταγματάρχη, Διονύσιο Βούρβαχη και τους αγωνιστές Βάσο Μαυροβουνιώτη και Πανούτσο Νοταρά. Η μάχη ήταν σκληρή, 300 Έλληνες έπεσαν ηρωικά μαχόμενοι και, τελικά, οι ελληνικές δυνάμεις υπέστησαν συντριπτική ήττα.
Ανάμεσα στους πεσόντες βρέθηκε και ο Βούρβαχης, ο οποίος αποκεφαλίστηκε με διαταγή του Κιουταχή.
Γεννημένος στην Κεφαλονιά το 1787 και μεγαλωμένος στη Μασσαλία, ο γιος του Σωτηρίου Βούρβαχη και κουνιάδος του διπλωμάτη και μετέπειτα πρωθυπουργού, Ανδρέα Μεταξά, υπηρέτησε στο στρατό του Ναπολέοντα Βοναπάρτη, με το βαθμό του Συνταγματάρχη.
Σημαντικές υπηρεσίες στον Γάλλο στρατηγό και αυτοκράτορα παρείχε και ο πατέρας του, μέχρι το 1806 που πέθανε. Ο Ναπολέων ανέλαβε τότε την προστασία της οικογένειας Βούρβαχη και μερίμνησε ώστε ο Διονύσιος να φοιτήσει στη Στρατιωτική Ακαδημία του Φονταινεμπλώ.
Το πλαίσιο
Από το 1826, η Υψηλή Πύλη είχε δώσει εντολή στον Κιουταχή να “καταπνίξει” την επανάσταση στην Ανατολική Στερεά. Την ίδια στιγμή, οι πολιορκημένοι στην Ακρόπολη των Αθηνών περνούσαν όλο και πιο δραματικές ώρες. Οι προμήθειες λιγόστευαν και η υγειονομική περίθαλψη ήταν σχεδόν ανύπαρκτη.
Η επαναστατική κυβέρνηση Ανδρέα Ζαΐμη συνειδητοποίησε ότι, αν έπεφτε η Ακρόπολη, το μέτωπο στη Στερεά Ελλάδα θα κατέρρεε. Ενίσχυσε έτσι το στρατόπεδο της Ελευσίνας, για να μπορέσει με κινήσεις αντιπερισπασμού να λύσει την πολιορκία της Ακρόπολης.
Οι διαφωνίες για τη στρατηγική
Οι απόψεις για το πώς οι Έλληνες θα επέφεραν πλήγμα στον οθωμανικό στρατό διίσταντο. Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης δεν υποστήριζε την ανοικτή σύγκρουση με τον εχθρό.
Θεωρούσε ότι η απομάκρυνση των οθωμανικών δυνάμεων από την περιοχή της Ακρόπολης θα επιτυγχανόταν μόνο με τη διακοπή των δρόμων επικοινωνίας και τροφοδοσίας τους.
Οι Μαυροβουνιώτης και Νοταράς πίστευαν ότι οι Έλληνες έπρεπε να οχυρωθούν σε ύψωμα και να αντιμετωπίσουν τον Κιουταχή με αιφνιδιαστικές επιθέσεις.
Γνώριζαν ότι οι Έλληνες ήταν συνηθισμένοι να πολεμούν στα βουνά και τις στενωπούς και οι Οθωμανοί θα είχαν πλεονέκτημα σε μάχη στα πεδινά, όπου θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν και το ιππικό τους.
Απεναντίας, ο Διονύσιος Βούρβαχης, που διέθετε εμπειρία από τους Ναπολεόντειους Πολέμους (1803-1815), διαφωνούσε με τους Μαυροβουνιώτη και Νοταρά. Αντιπρότεινε μάχη εκ παρατάξεως στην πεδινή περιοχή του Καματερού, ευελπιστώντας σε μια εύκολη νίκη.
Μετά την άφιξή του στην Ελλάδα, στα τέλη του 1826, ο Βούρβαχης συντηρούσε με δικά του έξοδα σώμα εθελοντών αποτελούμενο από 800 άνδρες.
Το σώμα αυτό τοποθετήθηκε στο Καματερό, μαζί με άλλο σώμα από 280 πεζούς, 60 ιππείς και έξι τηλεβόλα υπό τον Ζακύνθιο Ι. Πέτα και τον Κεφαλλήνα Χ. Ιγγλέση.
“Εγώ, κολονέλο, δεν είμαι δειλός”
Η ένταση ανάμεσα στους τρεις αρχηγούς κορυφώθηκε με μια φραστική αντιπαράθεση μεταξύ Βούρβαχη και Μαυροβουνιώτη. Ο τελευταίος λέγεται πως είπε στον πρώτο:
“Εγώ, κολονέλο, δεν είμαι δειλός. Θα κάτσω μαζί σου να πολεμήσω, για να δεις κι εσύ ότι τα μάτια των Τούρκων είναι πράσινα“.
Τελικά, η άποψη που επικράτησε ήταν αυτή του Ελληνογάλλου αξιωματικού, το τάγμα του οποίου παρατάχθηκε ως προφυλακή των άλλων σωμάτων.
Από την άλλη, οι Νοταράς και Μαυροβουνιώτης πήραν θέση πιο πίσω, στους πρόποδες του Ποικίλου Όρους, σε απόσταση ενός τετάρτου του μιλίου, πίσω από το τάγμα του Βούρβαχη.
Ακόμη και τότε, πάντως, οι έριδες δεν σταμάτησαν. Ο αγωνιστής και ιστορικός του 1821, Νικόλαος Κασομούλης αναφέρει στα απομνημονεύματά του ότι στο Καματερό άλλοι κατηγορούσαν τον Βούρβαχη ως άπειρο, άλλοι τον Μαυροβουνιώτη και άλλοι τον Νοταρά.
Η μάχη του Καματερού
Στις 27 Ιανουαρίου 1827, ο στρατός του Κιουταχή κινήθηκε εναντίον των Ελλήνων στο Καματερό. Τα πυροβόλα στήθηκαν απέναντι από τα σώματα των Νοταρά και Μαυροβουνιώτη, για να εμποδίσουν πιθανή κάθοδό τους προς την πεδιάδα, ενώ το ιππικό και το πεζικό κινήθηκαν προς την προφυλακή του Βούρβαχη.
Όταν άρχισε η επίθεση των δυνάμεων των Οθωμανών και εμφανίστηκε το ιππικό, οι άτακτοι Έλληνες μαχητές εγκατέλειψαν τις θέσεις τους και προωθήθηκαν προς τα γύρω υψώματα. Έτσι άφησαν ακάλυπτο το τάγμα του Βούρβαχη.
Ο συνταγματάρχης κατόρθωσε να συγκρατήσει το σώμα του, αλλά σύντομα έγινε φανερό πως ο αγώνας ήταν άνισος. Ο ηρωισμός του ιδίου και των ανδρών του δεν αρκούσαν για να αντιμετωπιστεί η μεγάλη αριθμητική υπεροχή των Οθωμανών.
Σφυροκοπήθηκαν και περικυκλώθηκαν.
Η καρατόμηση του Βούρβαχη
300 άνδρες, ανάμεσά τους ο Βούρβαχης και τέσσερις φιλέλληνες αξιωματικοί, έπεσαν ηρωικά μαχόμενοι. Ο Κιουταχής διέταξε να κόψουν τα κεφάλια του Βούρβαχη και των τεσσάρων αξιωματικών του και να σταλούν, μαζί με τις στολές τους και την περικεφαλαία του Βούρβαχη, στο Σουλτάνο Μαχμούτ Β’.
Ο ναύαρχος Δεριγνύ που βρισκόταν στην περιοχή, ζήτησε από τον Κιουταχή να σεβαστεί τους αιχμαλώτους και να δεχθεί να τους ανταλλάξει με αιχμαλώτους Τούρκους.
Ο Οθωμανός στρατηγός ήταν ανένδοτος και επέμεινε στην καρατόμηση του Βούρβαχη.
Λέγεται, μάλιστα, ότι Τούρκοι ιππείς ανταγωνίστηκαν σκληρά μεταξύ τους για το ποιος θα τον ακινητοποιούσε πρώτος, με στόχο να λάβει ως λάφυρο έναν πολύτιμο λίθο που κοσμούσε το γιαταγάνι του.
Στη Μάχη του Καματερού, σκοτώθηκαν επίσης δύο Έλληνες οπλαρχηγοί, ο Προκόπης Λέκκας και ο Αναγνώστης Κιουρκατιώτης, που είχαν πολεμήσει ηρωικά σε προηγούμενες μάχες.
Όσοι Έλληνες επέζησαν, τράπηκαν σε φυγή και κατέφυγαν στη Σαλαμίνα, μαζί με τους άνδρες του Νοταρά και του Μαυροβουνιώτη.
Κατά τον Ιωάννη Μακρυγιάννη, η ευθύνη της επιλογής του Καματερού βαρύνει τον Μαυροβουνιώτη, υποστηρίζοντας πως οι Έλληνες έπρεπε να οχυρωθούν στη Χασιά. Ταυτόχρονα, χαρακτηρίζει ως αμφιβόλου μαχητικής αξίας τους άνδρες που είχε στρατολογήσει ο Βούρβαχης.
Σύμφωνα με τους ιστορικούς, η έλλειψη πειθαρχίας των Ελλήνων ατάκτων ήταν ο κυριότερος λόγος που οδήγησε στην ήττα. Τρεις μήνες αργότερα, στη Μάχη του Αναλάτου, οι Έλληνες ηττήθηκαν κατά κράτος και μέτρησαν χιλιάδες απώλειες.
Η καταστροφική έκβαση της Μάχης του Αναλάτου, μία ημέρα μετά τη δολοφονία του Γεωργίου Καραϊσκάκη στο Φάληρο, “άνοιξε” το δρόμο για την παράδοση της Aκρόπολης, στις 24 Μαΐου 1827. Oλόκληρη η Ρούμελη ελεγχόταν πλέον από τους Οθωμανούς.
Η εκδίκηση των Ελλήνων
Λίγο μετά την νίκη του στο Καματερό, ο Κιουταχής απέστειλε τελεσίγραφο στους πολιορκημένους της Ακρόπολης να παραδοθούν άμεσα.
Εκείνοι δεν απάντησαν και ο Κιουταχής, “ερεθισθείς εκ της περιφρονήσεως των υπερασπιστών της Ακροπόλεως“, όπως αναφέρει ο αγωνιστής Νικόλαος Σπηλιάδης στα απομνημονεύματά του, αποφάσισε να κινηθεί εναντίον όλων όσοι βρίσκονταν στον Πειραιά, για να τους εμποδίσει να βοηθήσουν τους έγκλειστους της Ακρόπολης.
Στις 30 Ιανουαρίου 1827, οι Έλληνες απέκρουσαν τις δυνάμεις του Κιουταχή στην Καστέλλα, την καλύτερα οχυρωμένη θέση της ευρύτερης περιοχής του Πειραιά. Οι ελληνικές απώλειες ήταν 60 νεκροί, ενώ οι Τούρκοι είχαν 300 νεκρούς και τραυματίες.
Επικεφαλής του ελληνικού στρατοπέδου ήταν ο Σκωτσέζος φιλέλληνας, Τόμας Γκόρντον. Σε αυτό βρίσκονταν ακόμη ο Ιωάννης Μακρυγιάννης, ο Δημήτριος Καλλέργης και Ιωάννης Νοταράς, οι οποίοι επέφεραν σημαντικό πλήγμα στις οθωμανικές δυνάμεις.
Η βάρβαρη δολοφονία του Διονυσίου Βούρβαχη ενίσχυσε το φιλελληνικό ρεύμα σε όλη την Ευρώπη. Ο γιος του, Κάρολος Σωτήριος Βούρβαχης διέπρεψε ως ένας από τους γενναιότερους στρατηγούς του Ναπολέοντα Γ’.
Ένας δρόμος στην Αθήνα, που ξεκινά από τη λεωφόρο Συγγρού και καταλήγει στη λεωφόρο Βουλιαγμένης, έχει λάβει το όνομα του Ελληνογάλλου αξιωματικού και μία προτομή του έχει τοποθετηθεί στο στο Καματερό, σε μνημείο για τους 300 πεσόντες του 1827.
Δείτε το βίντεο για τη Μάχη του Καματερού. Είναι μια παραγωγή του Δήμου Αγίων Αναργύρων-Καματερού σε συνεργασία με τον Παραδοσιακό Λαογραφικό Σύλλογο Καματερού “Το Γιορντάνι” και το Πολεμικό Μουσείο Αθηνών:
Πηγή κεντρικής φωτογραφίας: Youtube
Ακολουθήστε την mixanitouxronou.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε τις σημαντικότερες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στη mixanitouxronou.gr