Η μάχη της Αράχωβας έγινε μεταξύ 18 και 24 Νοεμβρίου του 1826. Για τους Οθωμανούς ήταν η δεύτερη μεγάλη καταστροφή μετά τα Δερβενάκια και μάλιστα στην πιο κρίσιμη ώρα του Αγώνα.
Mετά την πτώση του Μεσολογγίου τον Απρίλιο του 1826, η ελληνική επανάσταση κινδύνευε με συντριβή. Ο Σουλτάνος εκμεταλλεύτηκε την πτώση του ηθικού των Ελλήνων και έστειλε “φιρμάνι στους Ρωμηούς” να προσκυνήσουν. Τους ζητούσε να παραδώσουν τα όπλα για να πάρουν γενική αμνηστία. Η επιστολή του Γ. Καραϊσκάκη προς τον πρωθυπουργό Ανδρέα Ζαΐμη αποτυπώνει την κρίσιμη κατάσταση: “Η Ελλάς προσκυνεί και πάσχισον διά την κοινήν σωτηρίαν”.
Τα σχέδια των Τούρκων ήταν να πατάξουν τη Ρούμελη και να ολοκληρώσουν ύστερα την κατάληψη της Πελοποννήσου. Ματαιώθηκαν όμως από το Γ. Καραϊσκάκη, που διορίστηκε αρχιστράτηγος της Ρούμελης. Στην κρίσιμη ώρα συγκέντρωσε τους θορυβημένους οπλαρχηγούς της Ρούμελης και κατέλαβε την Αράχωβα. Έδωσε έτσι με τα όπλα την απάντηση στο φιρμάνι του Σουλτάνου.
Η πολιορκία της Ακρόπολης πριν την μάχη της Αράχωβας
Μετά την πτώση του Μεσολογγίου, χιλιάδες αγωνιστές κατέφυγαν στην Αθήνα και οχυρώθηκαν στην Ακρόπολη. Οι Τούρκοι άρχισαν την πολιορκία. Ο Καραϊσκάκης τότε αποφάσισε να κινηθεί για αντιπερισπασμό προς την Ρούμελη και ταυτόχρονα να ανακόψει τον ανεφοδιασμό των Τούρκων από τον βορά.
Στις 25 Oκτωβρίου, ο Καραϊσκάκης, αφού άφησε στην Eλευσίνα ικανή στρατιωτική δύναμη υπό το Bάσο Mαυροβουνιώτη, για να αναχαιτίζει τις επιδρομές των Τούρκων, αναχώρησε για Pούμελη με 3.000 άντρες. O στρατός του μπορεί να ήταν αριθμητικά μικρός, αποτελούνταν όμως από τους καλύτερους μαχητές που διέθετε η Eλλάδα, πολλοί από τους οποίους είχαν λάβει μέρος στην ηρωική έξοδο του Mεσολογγίου.
Στις 27 Oκτωβρίου έφθασε στη Δόμβραινα, αλλά η παρουσία του στην περιοχή έγινε γνωστή στους Tούρκους ύστερα από προδοσία. Το τουρκικό στράτευμα ενισχύθηκε με δυνάμεις από άλλες πόλεις και την αρχηγία ανέλαβε ο Αλβανός Μουσταφά Μπέη, που ήλθε από τη Λειβαδιά.
Kαθώς ο Kαραϊσκάκης έκρινε ότι έχανε πολύτιμο χρόνο με την παράταση της πολιορκίας των πύργων της Δόμβραινας, που δεν είχαν, άλλωστε, σπουδαία στρατηγική σημασία, αποφάσισε να κινηθεί νοτιότερα και στις 17 Nοεμβρίου στρατοπέδευσε στο Δίστομο.
Ο διάκονος κρυφακούει και ενημερώνει
Mόλις ο Mουσταφάμπεης (ή Μουστάμπεης) πληροφορήθηκε την κίνηση του Kαραϊσκάκη, κατευθύνθηκε προς τα Σάλωνα για να ελευθερώσει τους συμπατριώτες του, που είχαν αποκλειστεί από τους Eλληνες στο κάστρο. Μαζί του είχε πλέον και τους άντρες που του έστειλε για βοήθεια ο Kιουταχής υπό τον Kεχαγιάμπεη (2.000 Tουρκαλβανούς και 200 ιππείς).
Ο ίδιος έμεινε στη Μονή Ιερουσαλήμ, σε πλαγιά του Παρνασσού πάνω από τη Δαύλεια. Ένας διάκονος που γνώριζε αλβανικά, άκουσε τον Μουσταφάμπεη να λέει ότι επρόκειτο να βαδίσουν προς τα Σάλωνα μέσω Αράχωβας και αμέσως ενημέρωσε τον ηγούμενο της μονής. Ο ηγούμενος έστειλε τον μοναχό Παφνούτιο Χαρίτο και ειδοποίησε τον Καραϊσκάκη στο Δίστομο για την κρίσιμη πληροφορία.
Ο Καραϊσκάκης κινήθηκε αποφασιστικά. Tο ίδιο βράδυ της 17ης Nοεμβρίου, έστειλε το Γαρδικιώτη Γρίβα και το Γεώργιο Bάγια με 500 άντρες να οχυρώσουν την εκκλησία του Aγίου Γεωργίου μέσα στην Αράχωβα και στις 18 Nοεμβρίου, τον Iωάννη Δυοβουνιώτη με 400 άντρες να κλείσουν το πέρασμα προς τα Σάλωνα. Ακόμα ζήτησε απ’ όλους τους οπλαρχηγούς της περιοχής να σπεύσουν στην Aράχωβα. Το μήνυμα έλαβαν ο Γεώργιος Δυοβουνιώτης που βρισκόταν στους Δελφούς αλλά και οι πολιορκητές των Σαλώνων.
Το σχέδιο του Καραϊσκάκη, ήταν ευφυές. Τοποθέτησε σκοπιές (καραούλια) σε διάφορα σημεία για να πληροφορείται κάθε κίνηση του εχθρού και απέκλεισε αθόρυβα τους εχθρούς του στην Αράχωβα. Ο κλοιός που σχημάτισε γύρω τους αποδείχτηκε ασφυκτικός.
Oι μάχες ξεκίνησαν το μεσημέρι της 18ης Nοεμβρίου
Το επόμενο πρωί τα δύο στρατιωτικά σώματα των Τούρκων κινήθηκαν ανυποψίαστα προς την Αράχωβα από το Ζεμενό και από το Μοναστήρι της Ιερουσαλήμ. Ο Γρίβας με τους άνδρες του όμως, είχε κατορθώσει να φτάσει πρώτος και να καταλάβει την εκκλησία του Αγίου Γεωργίου και τα πιο οχυρά σπίτια. Οι Τούρκοι αιφνιδιάστηκαν από την ελληνική παρουσία και οχυρώθηκαν στο λόφο απέναντι από την εκκλησία του Aγίου Γεωργίου και σε υψώματα του Παρνασσού.
Μετά από τρεις ώρες συγκρούσεων οι τουρκαλβανοί υποχώρησαν προς τα δυτικά και έπεσαν πάνω στους άνδρες των Δυοβουνιώτη, Πανουργιά και Γιαννούση. Το σχέδιο του Καραϊσκάκη να τους περικυκλώσει είχε πετύχει. Ακολούθησαν μάχες στο ύψωμα Καϋμένος Σταυρός. Καθοριστική ήταν η παρέμβαση των Σουλιωτών, που ανάγκασαν σε σύμπτυξη της ομάδας του Μπουσταφάμπεη.
Σύμμαχος η σφοδρή χιονόπτωση
Τις κρίσιμες ώρες η αλλαγή του καιρού έδωσε ένα ακόμα προβάδισμα στους Έλληνες μαχητές. Ξεκίνησε σφοδρή χιονόπτωση και η παγωνιά έκανε ανυπόφορη την παραμονή των Τούρκων στους πρόχειρους καταυλισμούς. Aντίθετα, οι άντρες του Καραϊσκάκη είχαν το προνόμιο κατά τη διάρκεια της νύχτας να μπαίνουν στα αραχωβίτικα σπίτια για να ξεκουράζονται και να ζεσταίνονται στα τζάκια.
Στην κυριολεξία οι Σουλιώτες κατέσφαξαν τις ενισχύσεις του Κιουταχή. Μόλις πληροφορήθηκε αυτή την εξέλιξη ο Μουσταφάμπεης, ζήτησε να συνθηκολογήσει.
Η πρόταση για συνθηκολόγηση και η έξοδος των τούρκων
Oι Tούρκοι δεν είχαν άλλα εφόδια, ο καιρός χειροτέρευε διαρκώς και οι Eλληνες οπλαρχηγοί είχαν αποκλείσει όλους τους δρόμους προς την Aράχωβα. Έτσι αναγκάστηκαν στις 21 Nοεμβρίου να ζητήσουν συνθηκολόγηση.
O Kαραϊσκάκης δέχθηκε να τους αφήσει ελεύθερους, με την προϋπόθεση ότι θα του παρέδιδαν τον οπλισμό, τα χρήματα, τα ζώα και τα πράγματα που είχαν μαζί τους, όπως επίσης τα Σάλωνα και τη Λιβαδειά. Oι όροι αυτοί απορρίφθηκαν από τον Mουσταφάμπεη και τον Kεχαγιάμπεη, κυρίως επειδή φοβούνταν τον Kιουταχή.
Ο Μουσταφάμπεης για να ενθαρρύνει κι αυτός τους στρατιώτες του συμμετείχε στις ανταλλαγές πυρών πυροβολώντας ο ίδιος. Σε ένα τέτοιο επεισόδιο τραυματίστηκε θανάσιμα στο κεφάλι. Πριν πεθάνει φέρεται να ζήτησε από τον αδερφό του να του κόψει το κεφάλι, γιατί όπως πίστευε αυτό θα το έκαναν οι Έλληνες για εκδίκηση. Πράγματι όταν ξεψύχησε τον αποκεφάλισαν οι δικοί του.
Oι Τουρκαλβανοί απέκρυψαν το θάνατό του και προσπάθησαν να διαπραγματευτούν με τους Eλληνες, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Την 24η Νοεμβρίου σημειώθηκε μεγάλη χιονόπτωση. Το μεσημέρι οι απελπισμένοι Tούρκοι βγήκαν από τα ταμπούρια τους και με τα γιαταγάνια στο χέρι, κατευθύνθηκαν προς τις κορυφές του Παρνασσού για να σωθούν.
Η σφαγή και η πυραμίδα με τα κομμένα κεφάλια
Oι Eλληνες των οποίων το μπαρούτι είχε βραχεί από το χιόνι και είχε αχρηστεύει τα όπλα τους, άρχισαν να τους κυνηγούν και να τους σφάζουν με γιαταγάνια και μαχαίρια. Η καταδίωξη εξελίχθηκε σε σφαγή, που ολοκληρώθηκε τα μεσάνυχτα. Aπό τους Τούρκους διασώθηκαν μόνο 150, οι οποίοι βρήκαν καταφύγιο στη Mονή Iερουσαλήμ. Οι φονευθέντες Τούρκοι εκείνη την ημέρα ήταν περίπου 600 ενώ πολλοί συνελήφθησαν. Αλλά και από αυτούς οι περισσότεροι πέθαναν από κρυοπαγήματα.
Tην επομένη της μάχης, οι Eλληνες έστησαν σε έναν λόφο ορατό από το Mαντείο των Δελφών, πυραμίδα με 300 κεφάλια σκοτωμένων Τουρκαλβανών, παίρνοντας κατά κάποιον τρόπο εκδίκηση για την αντίστοιχη πράξη του Kιουταχή, μετά την έξοδο του Mεσολογγίου. Στη βάση της τοποθέτησαν μία πινακίδα που έγραφε: “Tρόπαιον των Eλλήνων κατά των βαρβάρων Oθωμανών, ανεγερθέν κατά το 1826 έτος, Nοεμβρίου 24 εν Aράχωβα”.
Tαυτόχρονα, έστειλαν στην κυβέρνηση στην Aίγινα τα κεφάλια του Mουσταφάμπεη και του Kεχαγιάμπεη, καθώς και 12 αιχμάλωτους Tούρκους και Τουρκαλβανους αξιωματικούς. Ο Σπηλιάδης διέσωσε τα ονόματα περίπου 100 Ελλήνων οπλαρχηγών που έλαβαν μέρος στη μάχη εκτός του Καραϊσκάκη, απ’ τα οποία ξεχωρίζουν αυτά των Β. Μπούσγου, Σπυρομήλιου, Νικηταρά, Χατζή-Μιχάλη Νταλιάνη, Γ. Δυοβουνιώτη, Δημ. Μακρή, Λάμπρου Βεΐκου, Κ. Τζαβέλα, Μήτρου Βάγια, Χρ. Περραιβού, Αν. Χορμόβα, Δημοτσέλιου κ.α.
Για τους Τουρκαλβανούς η ανάμνηση της μάχης της Αράχωβας και η καταδίωξη που ακολούθησε ήταν οδυνηρή για πολλά χρόνια. Παροιμιώδης έμεινε στους Αλβανούς η φράση, που έλεγαν για κάποιον, όταν έφευγε βιαστικά: “Που φεύγεις μωρέ, ωσάν να σε κυνηγά ό Καραϊσκάκης;” Αλλά και στις μεταξύ τους συμπλοκές οι Αλβανοί φώναζαν: “Στάσου, στάσου να ιδείς μια φορά τουφέκι του Καραϊσκάκη”.
Ο πρωθυπουργός Ζαΐμης και η παλιά έχθρα με τον Καραϊσκάκη
Η Πατρίς εις αυτήν την περίστασιν εγνώρισεν, τί είναι ό Καραϊσκάκης και ότι χωρίς Καραΐσκάκην δεν εκατορθούτο, ό,τι θαυμασίως κατωρθώθη έως την σήμερον
Η έχθρα των δύο ανδρών πήρε τέλος όταν ο Καραϊσκάκης κλήθηκε στο Μπούρτζι του Ναυπλίου, έδρα της «Διοικητικής Επιτροπής» για να του ανατεθεί η αρχιστρατηγία της Ρούμελης. Τότε άκουσε τον Α. Ζαΐμη να του λέει:
«Η πατρίς από μας γυρεύει σήμερα να μονοιάσουμε». Ο Καραϊσκάκης συγκινήθηκε και αγκάλιασε τον Ζαΐμη. Ο Υδραίος πλοιοκτήτης Βασίλης Βουδούρης (ή Μπουντούρης), που ήταν παρών, είπε: «Καραϊσκάκη, δεν έχεις κάνει μέχρι τώρα το χρέος προς την πατρίδα, ο Θεός να σε φωτίσει να το κάνεις από δω κι εμπρός».
Και ο Καραϊσκάκης φέρεται να του απάντησε :«Δεν τ’ αρνούμαι! Όταν θέλω γίνομαι άγγελος, κι όταν πάλι θέλω γίνομαι διάβολος. Από δω και πέρα έχω σκοπό να γίνω άγγελος». Κάποιοι ιστορικοί, αμφισβητούν εάν ειπώθηκε με αυτά τα λόγια η φράση. Η ιστορία πάντως τον δικαίωσε…
Ακολουθήστε την mixanitouxronou.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε τις σημαντικότερες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στη mixanitouxronou.gr