Μετά την κατάληψη του Παλαμηδίου από τους Έλληνες, τον Νοέμβριο του 1822, και την περίφημη Μάχη στα Δερβενάκια τον Ιούλιο της ίδιας χρονιάς, η εκστρατεία του Δράμαλη στην Πελοπόννησο είχε αποτύχει παταγωδώς.
Η πανωλεθρία του οθωμανικού στρατού ήταν τόσο μεγάλη, που από τους 30.000 άνδρες που συμμετείχαν στην εκστρατεία, γλίτωσαν λιγότεροι από πέντε χιλιάδες, οι οποίοι κατέληξαν στην Κόρινθο ύστερα από άτακτη υποχώρηση.
Πριν τη μάχη
Αντιμέτωποι με την πείνα και τις ασθένειες, τα οθωμανικά στρατεύματα αποφάσισαν να εγκαταλείψουν την πόλη και να καταφύγουν στην Πάτρα.
Στις 4 Ιανουαρίου του 1823 περίπου χίλιοι Τούρκοι στρατιώτες επιβιβάστηκαν σε καράβια ενώ οι υπόλοιποι 3.500 ξεκίνησαν πεζοί τη διαδρομή τους προς την Αχαϊκή πρωτεύουσα, πιστεύοντας ότι οι Έλληνες δεν θα τους εμποδίσουν να φτάσουν στον προορισμό τους. Μετά από 24 ώρες αδιάκοπου περπατήματος, έφτασαν έξω από την Ακράτα και στρατοπέδευσαν σε έναν οικισμό της πόλης, τα “Καλύβια”.
Η διχόνοια των Ελλήνων
Ταυτόχρονα, στην ίδια περιοχή βρίσκονταν οι Καλαβρυτινοί οπλαρχηγοί, Σωτήρης Χαραλάμπης και Νικόλαος Πετιμεζάς, με τους άνδρες τους, που είχαν αναλάβει να φυλάνε τη διαδρομή προς την Πάτρα. Για άγνωστο λόγο, ξέσπασε έντονη διαμάχη μεταξύ των δύο αγωνιστών και αφού συγκέντρωσαν τα στρατεύματά τους στα Καλύβια, ετοιμάστηκαν να συγκρουστούν μεταξύ τους.
Ωστόσο, η “εμφύλια μάχη” δεν εκδηλώθηκε ποτέ. Λέγεται πως ο αγωνιστής και Φιλικός, Ασημάκης Ζαΐμης, που έφτασε εσπευσμένα στην περιοχή, μαζί με τους οπλαρχηγούς Νικόλαο Σολιώτη και Σωτήριο Θεοχαρόπουλο, κατάφεραν να κατευνάσουν τα πνεύματα. Αρχικά, ενημέρωσαν για την παρουσία Τούρκων στρατιωτών στα Καλύβια, των οποίων την ύπαρξη αγνοούσαν πλήρως οι Καλαβρυτινοί και σύντομα η κοινή λογική κυριάρχησε στην ελληνική πλευρά.
Σχεδόν τέσσερις χιλιάδες Τούρκοι βρίσκονταν σε απόσταση λίγων χιλιομέτρων και οι επαναστατημένοι Έλληνες έπρεπε να αναλάβουν δράση.
Έτσι, αποφάσισαν να καταλάβουν τα γύρω υψώματα καθώς και ένα μικρό αμυντικό τείχος κοντά στις όχθες του ποταμού Κράθη.
Η μάχη της Ακράτας
Στις 6 Ιανουαρίου 1823, οι Τούρκοι υπό τις διαταγές του νέου τους αρχηγού, Δελή Αχμέτ, προσπάθησαν να προελάσουν αλλά απομακρύνθηκαν άμεσα από τους Έλληνες και οπισθοχώρησαν στο “Χάνι” της Ακράτας, όπου και διανυκτέρευσαν. Την ίδια τύχη είχαν και οι επόμενες επιθέσεις.
Στις 8 Ιανουαρίου 1823, κατέφτασαν στην περιοχή οι οπλαρχηγοί Ανδρέας Ζαΐμης, Ανδρέας Λόντος, και Οδυσσέας Ανδρούτσος με τους άνδρες τους. Ακολούθησαν καθημερινές μάχες και άγριες συμπλοκές, οι οποίες έφεραν και τους πρώτους νεκρούς στο αντίπαλο στρατόπεδο. Ένα μήνα μετά, ο Δελή Αχμέτ και οι στρατιώτες του, έχοντας καθηλωθεί στο “Χάνι” και μετρώντας τεράστιες απώλειες τόσο από τις μάχες όσο και από την πείνα, αποφάσισαν να διαπραγματευτούν την παράδοσή τους.
Στις 10 Φεβρουαρίου 1823 και ενώ ήταν έτοιμοι να συνθηκολογήσουν, ο Γιουσούφ Πασάς προσέγγισε την γειτονική ακτή με στόλο δεκαπέντε πλοίων και ξεκίνησε να κανονιοβολεί τις ελληνικές θέσεις. Όσοι Τούρκοι βρίσκονταν εκεί, κατάφεραν να γλιτώσουν και μεταφέρθηκαν στην Πάτρα. Βέβαια ο αριθμός τους δεν ξεπερνούσε τους χίλιους άνδρες.
Η Μάχη της Ακράτας έληξε με την συντριπτική νίκη των Ελλήνων, γεγονός που συνέβαλε στην επικράτηση της Επανάστασης στην περιοχή και ευρύτερα στην Πελοπόννησο.
Ο αγωνιστής Ανδρέας Λόντος
Ο Ανδρέας Λόντος γεννήθηκε το 1786 στη Βοστίτσα, ή Αίγιο, όπως ονομάζεται σήμερα. Ήταν γιος του προεστού Σωτηράκη Λόντου, που αποκεφαλίστηκε το 1812 στην Τριπολιτσά. Σπούδασε στο σχολαρχείο της Βοστίτσας, το οποίο διεύθυνε ο Ευστάθιος Παλαμάς, πρόγονος του ξακουστού ποιητή.
Έζησε για ένα διάστημα στην Κωνσταντινούπολη και επανήλθε στην Πελοπόννησο το 1816. Προεπαναστατικά μυήθηκε στην Φιλική εταιρεία και ρίχτηκε στον αγώνα για την προετοιμασία της Επανάστασης.
Τα χρόνια του απελευθερωτικού αγώνα είχε ενεργή δράση, με αποκορύφωμα την 23η Μαρτίου 1821, όπου κήρυξε την επανάσταση στο Αίγιο, εκδίωξε τους Τούρκους χωρίς μάχη και ύψωσε την πρώτη Ελληνική επαναστατική σημαία.
Καθ’ όλη τη διάρκεια της επανάστασης, διοικούσε δικό του σώμα στρατού, με το οποίο πήρε μέρος στην μάχη της Ακράτας και στην πολιορκία της Πάτρας και του Μεσολογγίου.
Η πτώση
Μετά την Απελευθέρωση, ο Ανδρέας Λόντος παραγκωνίστηκε από τον Ιωάννη Καποδίστρια, γι’ αυτό και πρωτοστάτησε στα “αντικαποδιστριακά” κινήματα. Το 1833 μετακόμισε στο Ναύπλιο, προκειμένου να συναντηθεί με τον βασιλιά Όθωνα κατά την άφιξη του. Σύντομα κέρδισε την εμπιστοσύνη του, και το 1835 διορίστηκε συνταγματάρχης και στη συνέχεια στρατιωτικός επιθεωρητής.
Στην Επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου, ο Λόντος έλαβε ενεργά μέρος ως αρχηγός του Αγγλικού κόμματος.
Με τη λήξη της επανάστασης, ανέλαβε υπουργός στρατιωτικών και εσωτερικών στην επαναστατική κυβέρνηση. Ωστόσο, με την άνοδο του Ιωάννη Κωλέττη στην εξουσία, εκδιώχθηκε και έχασε όλα του τα αξιώματα. Τα οικονομικά προβλήματα που προέκυψαν δεν άργησαν να μονοπωλούν τη σκέψη του και να δυσκολεύουν την επιβίωσή του.
Στις 24 Σεπτεμβρίου 1845, ο πάλαι ποτέ θαραλλέος αγωνιστής και επιφανής πολιτικός, αυτοκτόνησε στο σπίτι του στην Αθήνα.
Η σορός του μεταφέρθηκε στο Αίγιο, αλλά δεν ετάφη στον τόπο του εξαιτίας της απαγόρευσης που είχε επιβληθεί από την Κυβέρνηση Κωλέττη.
Τον Σεπτέμβριο του 1847, ο Κωλέττης πέθανε και ο Λόντος κατάφερε επιτέλους να αναπαυθεί στη γη για την οποία αγωνίσθηκε να λευτερωθεί.
Διαβάστε ακόμα στη “ΜτΧ”: Ο ανιψιός του Κολοκοτρώνη που θυσιάστηκε στην αρχή του Αγώνα. Αναγνώστης Στριφτόμπολας, ο δάσκαλος που είπε: «καλύτερα να πεθάνω πολεμώντας, παρά να ζήσω ατιμασμένος»
Ακολουθήστε την mixanitouxronou.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε τις σημαντικότερες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στη mixanitouxronou.gr