Στις 5 Σεπτεμβρίου του 1975, η πιστή ακόλουθος του διάσημου δολοφόνου Μάνσον, Άλις Φρομ, πλησίασε τον πρόεδρο των ΗΠΑ, Τζέραλντ Φορντ, σημάδεψε με το 45αρι πιστόλι της και ενώ ήταν έτοιμη να πυροβολήσει, ένας πράκτορας της Μυστικής Υπηρεσίας την έριξε στο έδαφος. “Δεν εκπυρσοκρότησε”, φώναζε την ώρα της σύλληψής της.
Μόλις 17 ημέρες αργότερα, στις 22 Σεπτεμβρίου, μία άλλη γυναίκα, η Σάρα Τζέιν Μουρ, αποπειράθηκε να δολοφονήσει τον Φορντ. Αυτή τη φορά το πιστόλι εκπυρσοκρότησε.
Όλα συνέβησαν την ώρα που ο πρόεδρος των ΗΠΑ έβγαινε από το ξενοδοχείο St. Francis στο Σαν Φρανσίσκο. Η Μουρ σημάδεψε με το πιστόλι της από απόσταση 12 μέτρων. Είχε καταφέρει να πλησιάσει αρκετά, παρά τις ενισχυμένες δυνάμεις ασφαλείας που είχε επιστρατεύσει ο Φορντ, λόγω της προηγούμενης απόπειρας. Μόλις εμφανίστηκε ο Φορντ, πυροβόλησε.
Στα επόμενα δευτερόλεπτα, ένας παρευρισκόμενος από το πλήθος την άρπαξε από το χέρι και της πήρε το όπλο. Οι άνδρες του προέδρου τον έσυραν γρήγορα στη λιμουζίνα και απομακρύνθηκαν. Ο Φορντ γλίτωσε από βέβαιο θάνατο, χάρη στην ετοιμότητα του βετεράνου Όλιβερ Σίπλ, που βρισκόταν την κατάλληλη στιγμή στο κατάλληλο σημείο και “έπιασε” επ’ αυτοφώρω τη Μουρ.
Η σφαίρα εξοστρακίστηκε στον τοίχο του ξενοδοχείου και χτύπησε έναν ανυποψίαστο οδηγό ταξί. Η βολή δεν ήταν θανάσιμη και μετά από λίγες μέρες ο ταξιτζής είχε ξεπεράσει το τραύμα του. Ωστόσο, οι δικαστικές έρευνες έδειξαν ότι η Μουρ “αστόχησε οριακά”. Ο πράκτορας του FBI, Ρίτσαρντ Βιταμάντι, εκτίμησε πως “θα μπορούσε να τον είχε σκοτώσει, επειδή είχε κάνει εξάσκηση. Η βολή της ήταν περίπου έξι ίντσες μακριά“.
Μάλλον αυτό που “πρόδωσε” τη Μουρ ήταν το όπλο, καθώς αποδείχτηκε πως αυτό που χρησιμοποίησε την 22α Σεπτεμβρίου το είχε αγοράσει το ίδιο πρωί και ήταν ελαττωματικό. “Αν είχε το δικό της όπλο, θα τον είχε σκοτώσει“, δήλωσε αργότερα ο δικαστικός που ανέλαβε την υπόθεση.
Τι όπλισε το χέρι της Μουρ
“Αν λυπάμαι για την απόπειρα; Ναι και όχι”, απάντησε η Σάρα Τζέιν Μουρ σε σχετική ερώτηση της έδρας κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας στη δίκη της.
“Ναι, γιατί δεν κατάφερα και πολλά, εκτός από το να πετάξω το υπόλοιπο της ζωής μου στα σκουπίδια. Και, όχι, γιατί εκείνη τη στιγμή ένιωθα ότι εκφράζω το θυμό μου”. Όπως εξήγησε η Μουρ, όταν αποφάσισε να δολοφονήσει τον Φορντ, πίστευε ότι η κυβέρνησή του σχεδίαζε την εκτέλεση αριστερών.
Κατά τη διάρκεια της δίκης της δήλωσε ένοχη, παρά τη συμβουλή του δημόσιου συνηγόρου της να υποστηρίξει την αθωότητά της. Τελικά καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη. Από το κελί της ισχυρίστηκε ότι την ημέρα που πήγε στον έμπορο όπλων να αγοράσει το πιστόλι, με το οποίο πυροβόλησε, δεν ήταν μόνη, αλλά τη συνόδευσε ένας κυβερνητικός πράκτορας.
Η Μουρ αποφυλακίστηκε βάσει ομοσπονδιακού νόμου, που καθιστά υποχρεωτική την αναστολή για τους κρατούμενους που έχουν εκτίσει τουλάχιστον 30 χρόνια από την ποινή της ισόβιας κάθειρξης και έχουν άριστη διαγωγή. Η Μουρ εξέτισε 32 χρόνια στις φυλακές της Δυτικής Βιρτζίνια, όπου κρατούνταν και η Φρομ, και τελικά αποφυλακίστηκε το 2007, σε ηλικία 77 ετών και ένα χρόνο μετά τον θάνατο του Φορντ.
Στην συνέντευξη που έδωσε στην εκπομπή “Today” αποκάλυψε τι ήταν αυτό που της όπλισε το χέρι.
“Ήταν μια εποχή που οι άνθρωποι δεν θυμούνται. Ξέρετε, είχαμε έναν πόλεμο. Τον πόλεμο του Βιετνάμ. Ήμασταν πολλοί που λέγαμε ότι η χώρα έπρεπε να αλλάξει.
Ο μόνος τρόπος για να αλλάξει ήταν μια βίαιη επανάσταση. Πραγματικά πίστευα ότι ο πυροβολισμός του Ford, θα μπορούσε να προκαλέσει αυτή τη νέα επανάσταση στη χώρα”.
Η πληροφοριοδότης του FBI
Η Μουρ γεννήθηκε σε χριστιανική οικογένεια στο Τσάρλεστον της Δυτικής Βιρτζίνια. Το όνειρό της ήταν να γίνει ηθοποιός, εργάστηκε ως λογίστρια, απέκτησε τέσσερα παιδιά από πέντε διαφορετικούς γάμους και τη δεκαετία του 1970 άρχισε να συναναστρέφεται με οργανώσεις της επαναστατικής Αριστεράς.
Οι φίλοι της είπαν ότι εκείνη την περίοδο είχε μια εμμονή με την Πατρίσια Χιρστ. Την πλούσια κληρονόμο που απήχθη από τον “Συμβιωτικό Απελευθερωτικό Στρατό” (SLA) και τελικά έγινε μέλος του, αποκτώντας το ψευδώνυμο “Τάνια”. Μετά την απαγωγή της, ο πατέρας της Χίρστ δημιούργησε την οργάνωση για τη σίτιση των φτωχών “People In Need (PIN)”, ως απάντηση στους ισχυρισμούς του SLA ότι “διέπραττε εγκλήματα εναντίον του “λαού”
Η Μουρ δούλεψε ως εθελόντρια λογίστρια στην PIN. Την ίδια περίοδο, την πλησίασε το FBI και την προσέλαβε ως πληροφοριοδότη. Τέσσερις μήνες πριν την απόπειρα δολοφονίας, το FBI διέκοψε κάθε σχέση μαζί της και εκείνη πείστηκε ότι οι ομοσπονδιακοί πράκτορες τη θέλουν νεκρή. “Θα πέθαινα ούτως ή άλλως” είχε δηλώσει.
Τελικά έζησε αλλά στη φυλακή. Σε τηλεοπτική της συνέντευξη το 2007, είχε πει αναφερόμενη στις σχέσεις της με ακροαριστερές οργανώσεις,
“Λειτούργησα με το ένστικτο και τον θυμό μου και δεν σκεφτόμουν καθαρά. Έχω πει συχνά ότι είχα βάλει παρωπίδες και άκουγα μόνο αυτό που ήθελα να ακούσω”
Ακολουθήστε την mixanitouxronou.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε τις σημαντικότερες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στη mixanitouxronou.gr