του συνεργάτη μας, ιστορικού ερευνητή Στέφανου Μίλεση
Η μεταφορά της λαιμητόμου και των δημίων στα διάφορα μέρη της επικράτειας, όπου γίνονταν εκτελέσεις, γινόταν από το Ναύπλιο, που ήταν η μόνιμη έδρα, τόσο της λαιμητόμου όσο και των Δημίων. Τα πλοία του πολεμικού ναυτικού έκανα τη μεταφορά. Στον Πειραιά οι εκτελέσεις πραγματοποιούνταν πίσω από το κοιμητήριο του Αγίου Διονυσίου. Στο ίδιο σημείο γίνονταν οι εκτελέσεις και δια τουφεκισμού.
Το πλοίο που πολεμικού ναυτικού που είχε αναλάβει τη μεταφορά
Το Νοέμβριο του 1887 το πλοίο του πολεμικού ναυτικού “Ευρώτας” αναχώρησε από τον Πειραιά, με σκοπό να μεταφέρει τη λαιμητόμο και τους δήμιους από το Ναύπλιο. Θα προσέγγιζε τα λιμάνια των περιοχών όπου είχαν αποφασιστεί να γίνουν εκτελέσεις. Ο «Ευρώτας» θα περιόδευε τη λαιμητόμο σε Λάρισα, Καλαμάτα, Ιτέα, Κέρκυρα, Ληξούρι και τέλος στον Πειραιά. Ο αριθμός των καταδικασθέντων σε θάνατο το 1887 έφτασε τους πενήντα σε όλη την επικράτεια!
Ομαδικές εκτελέσεις για οικονομία!
Οι εκτελέσεις προγραμματίζονταν να γίνουν ομαδικά, ανά τακτά χρονικά διαστήματα σε όλη την Ελλάδα, με ένα μόνο ταξίδι του “Ευρώτα”, καθώς τα δρομολόγια κόστιζαν… Στο συγκεκριμένο ταξίδι του οι Δήμιοι με το θανατηφόρο εξάρτημά τους, τη Λαιμητόμο, θα εκτελούσαν εννέα συνολικά καταδικασθέντες.
Ύστερα λαιμητόμος και δήμιοι θα επέστρεφαν στο Ναύπλιο. Στον Πειραιά ήταν προγραμματισμένη να γίνει τριπλή καρατόμηση! Πραγματικά ο “Ευρώτας” αφού ολοκλήρωσε την προγραμματισμένη περιοδεία, κατέπλευσε στον Πειραιά στις 16 Δεκεμβρίου του 1887 όπου άφησε πρώτα τη λαιμητόμο για να στηθεί στον Άγιο Διονύσιο.
Στον Πειραιά εκτελούνταν συνήθως οι ποινές που αφορούσαν εγκλήματα που διαπράχθηκαν στη θάλασσα, από μέλη ελληνικών πλοίων ακόμη και αν ήταν εκτός χωρικών υδάτων.
Οι καταδικασμένοι σε θάνατο
Στις 17 Δεκεμβρίου οι κρατούμενοι που θα εκτελούνταν ετοιμάζονταν να μεταφερθούν από τα κελιά των φυλακών της Αίγινας. Ήταν οι Μικ. Παρώδης ή Αγγελέτος, Νικόλαος Λεοντόπουλος ή Λέοντας και Μανώλης Βλαχοπαναγιώτης ή Αχλάδας. Με τον τελευταίο όμως δημιουργήθηκε πρόβλημα καθώς αρνείτο να εξέλθει από το κελί του. Κρατώντας δύο μαχαίρια απειλούσε ότι θα σκοτώσει όποιον τον πλησίαζε.
– “Δεν παραδίδομαι” έλεγε “τουφεκίστε με”.
Η εκτέλεση δια τυφεκισμού αποτελούσε πάντα μόνιμο αίτημα των καταδικασμένων που τον προτιμούσαν συγκριτικά με την ατιμωτική λαιμητόμο. Τελικώς ο Βλαχοπαναγιώτης πείσθηκε και ύστερα από διαπραγματεύσεις παραδόθηκε. Η μεταγωγή όμως αναβλήθηκε για την επομένη μέρα.
Πραγματικά στις 18 Δεκεμβρίου οι τρεις καταδικασμένοι έφτασαν στον Πειραιά. Επί του πλοίου υπήρχε και ένας ακόμα μελλοθάνατος ο Ξηραδάκης, η εκτέλεση του οποίου όμως θα γινόταν σε διαφορετικό χρόνο στην Αθήνα.
Ο Λεοντόπουλος ήταν 36 ετών, με καταγωγή από την Άμφισσα Παρνασσίδας, ο Βλαχοπαναγιώτης 34 ετών από την Κυνουρία και ο Παρώδης 26 ετών με καταγωγή από την Άνδρο. Όλοι τους είχαν καταδικασθεί σε θάνατο, διότι τα ξημερώματα της 1ης Απριλίου του 1886, στη θάλασσα του Μαρμαρά, επιτέθηκαν κατά του αγκυροβολημένου ελληνικού πλοίου “Ποσειδών”, σκότωσαν τον κυβερνήτη του Μακρή και άρπαξαν 19 χιλιάδες χρυσά φράγκα που είχε κρυμμένα κάτω από το μαξιλάρι του. Στο δικαστήριο βασικός μάρτυρας κατηγορίας υπήρξε ο ναύτης του πλοίου Παλαιοκρασσάς, ο οποίος είχε δεχθεί πολλαπλές μαχαιριές, αλλά είχε επιβιώσει.
Ο ερωτευμένος κακούργος
Η τριάδα αυτών των πειρατών είχε δημιουργήσει τρομερή φήμη γύρω από το όνομά τους. Η σκληρότητά τους ήταν ιδιαίτερη ενώ σχεδόν πάντα ύστερα από τις πράξεις τους επιδίδονταν σε άκρατη οινοποσία. Άλλωστε σε τέτοια κατάσταση τους συνέλαβαν αργότερα σε ταβέρνα της Κωνσταντινούπολης. Αφού οδηγήθηκαν στην ελληνική προξενική αρχή, ομολόγησαν τα εγκλήματά τους.
Παρά το γεγονός ότι το 1887 η πειρατεία είχε σχεδόν εξαφανιστεί, σποραδικά υπήρχαν κρούσματα. Και οι ποινές για τα εγκλήματα αυτά συνέχιζαν να είναι εξοντωτικές. Τα εφετεία ποτέ δεν μετέβαλαν την ποινή της θανατικής καταδίκης που είχε επιβληθεί για πειρατεία.
Στις 4 μ.μ. ο “Ευρώτας” εισήλθε στο λιμάνι του Πειραιά. Καθώς η είδηση είχε διαδοθεί στην πόλη, λέμβοι πολλοί ανέμεναν την άφιξη του πλοίου, ενώ κατά μήκος της παραλίας περίεργοι και μη, είχαν σχηματίσει μια ανθρώπινη γραμμή μεγάλους μήκους. Ο Κυβερνήτης του “Ευρώτα” Πλωτάρχης Μπούμπουλης και ο ύπαρχος Κριεζής επέτρεψαν την άνοδο στο πλοίο μόνο σε δημοσιογράφους. Οι τρεις καταδικασμένοι κάπνιζαν διαρκώς. Ο Παρώδης ήταν ο μόνος από τους τρεις που ήταν ομιλητικός. Κι αυτό διότι ήθελε να πει τον πόνο του σε όσους τον πλησίαζαν. Και ο πόνος του δεν ήταν η επικείμενη εκτέλεσή του αλλά η απόρριψη και εγκατάλειψη εκ μέρους της γυναίκας του, της Φραντζέσκας, που τον εγκατέλειψε.
Δεν τον επισκέφθηκε ούτε μια φορά στις φυλακές της Αίγινας να τον δει. Απογοητευμένος καθώς ήταν με τη συμπεριφορά της, έγραψε μια επιστολή που της έλεγε ότι είχε κρυμμένα χρήματα από τις ληστείες. Μόνο τότε πήγε να τον συναντήσει! Έτσι ο Παρώδης βεβαιώθηκε ότι παρακινήθηκε αποκλειστικά από τη φιλοχρηματία της. Ωστόσο ήταν ερωτευμένος μαζί της. Παρότι πολύ νεότερός της, την είχε νυμφευθεί και η μελαχρινή και ζωηρά Φραντζέσκα απολάμβανε τα χρήματα που ήταν φυσικά προϊόν πειρατείας. Όμως μόλις συνελήφθη τον εγκατέλειψε και αυτό κόστισε πολύ στον τρομερό και μελλοθάνατο πειρατή.
Οι δύο Δήμιοι
Στο πλοίο ύστερα από τους δημοσιογράφους ανέβηκε ο ιερέας για την καθιερωμένη εξομολόγηση. Σε διπλανή καμπίνα βρίσκονταν οι Δήμιοι.
Ο πρώτος δήμιος ήταν ο γνωστός στην Ελλάδα Λάμπρος Τελώνης και ο δεύτερος, ο βοηθός του ο Αμοιραδάκης. Ο Τελώνης κυκλοφορούσε πάντοτε με μια ρόμπα έχοντας δύο σκυλιά να τον συνοδεύουν, τον Οσμάν και την Ελπίδα. Ο Αμοιραδάκης εμφανιζόταν έχοντας μια γάτα στα πόδια του.
Η εκτέλεση είχε κανονιστεί να γίνει την ώρα που ο ήλιος έδυε, ώστε οι καταδικασμένοι να αντικρίσουν την δύση για τελευταία φορά.
Η μεγάλη προσέλευση του πλήθους
Συνήθως οι εκτελέσεις γίνονταν ώρες ανατολής ή δύσης ώστε οι καταδικασμένοι να βλέπουν για τελευταία φορά την ανατολή ή την δύση του ηλίου. Εκτός από τους περίεργους Πειραιώτες υπήρχε πολύς κόσμος από την Αθήνα που επίσης επιθυμούσε να δει την τριπλή εκτέλεση. Είχε κατακλύσει από νωρίς τα καφενεία της περιοχής ενώ δεν έλειψαν και εκείνοι που από την προηγούμενη νύχτα, ίχαν αναγκαστεί να μείνουν άυπνοι όλη τη νύχτα περιμένοντας στο χώρο πίσω από το κοιμητήριο του Αγίου Διονυσίου. Εκεί όπου δηλαδή που είχε συναρμολογηθεί και ήταν έτοιμη να λειτουργήσει η απαίσια μηχανή.
Δύο ώρες πριν την εκτέλεση, υπολογιζόταν ότι ο κόσμος που είχε συγκεντρωθεί ξεπερνούσε τα 20 χιλιάδες άτομα! Μεγάλο μέρος του είχε κατέβει από την Αθήνα πεζοπορώντας ή με το σιδηρόδρομο αλλά και με άμαξες. Κανείς ποτέ δεν είχε ξαναδεί τόσο μεγάλο πλήθος σε εκτέλεση. Οι εφημερίδες της εποχής γράφουν ότι ο αριθμός του κόσμου ξεπερνούσε ακόμα και τους αντίστοιχους απαγχονισμούς που γίνονταν στο Λονδίνο.
Οι άφιξη των μισητών δήμιων
Η άφιξη των δήμιων συντάραξε το πλήθος. Ο ένας εκ των δύο, ο Τελώνης, ακολουθείτο από τον έναν από τους δύο σκύλους του και ήταν εμφανώς μεθυσμένος, ενώ ο άλλος ο Αμοιραδάκης καθόταν αδιάφορος. Αμέσως ακούστηκαν φωνές από τον κόσμο:
– “Τους φέρνουν, τους φέρνουν” φώναζαν.
Φάνηκαν να έρχονται τρεις άμαξες συνοδεία έφιππων χωροφυλάκων. Οι κατάδικοι είχαν φτάσει ο καθένας σε ξεχωριστή άμαξα. Μόλις τους κατέβασαν από τις άμαξες ζήτησαν να κοινωνήσουν επί της προκυμαίας. Συνοδευόμενοι με έναν ιερέα και οι τρεις ξεκίνησαν και το μόνο που ακουγόταν ήταν η νεκρώσιμος ακολουθία. Φορούσαν σωφρονιστικό μανδύα με αποτέλεσμα τα χέρια τους να μην είναι ελεύθερα. Καθένας ενώ ήταν όρθιος δενόταν πάνω σε μια όρθια σανίδα. Στη συνέχεια έπιαναν τη σανίδα και την ξάπλωναν πάνω στο μηχάνημα ώστε το κεφάλι του καταδίκου που εξείχε να εφαρμόζει στην υποδοχή της λαιμητόμου.
Ο τελευταίος ασπασμός από τους Δήμιους
Μετά από αυτό οι δήμιοι τον ασπάστηκαν κατά την πρακτική τρεις και τέσσερις φορές και σπρώχνοντας τη σανίδα προς τη λαιμητόμο τον καρατόμησαν. Μετά τον Βλαχογιάννη προσήγαγαν τον Παρώδη. Ζήτησε λίγο νερό και του έδωσαν από το δοχείο το οποίο χρησιμοποιούσαν για να ξεπλύνουν τη λαιμητόμο. Αφού και αυτός καρατομήθηκε ακολούθησε ο τελευταίος που ήταν ο Λεοντόπουλος που στάθηκε πραγματικά ατάραχος μπροστά στο λαιμητόμο. Όταν όλα τελείωσαν ανέβηκε κάποιος στο ικρίωμα, που δήλωσε ιατρός, ο οποίος άρπαξε μια εκ των κεφαλών από το καλάθι και αφού τη σήκωσε ψηλά, σε κοινή θέα, εστίασε πάνω της και οι γύρω από αυτόν τον άκουσαν να λέει “Κρίμα, κρίμα…”.
Κατά τη διάλυση του πλήθους ακούστηκαν και ολίγα, αλλά καθιερωμένα, γιούχα κατά των δημίων που αναχωρούσαν. Τους νεκρούς μετέφεραν με το κάρο της δημαρχίας στο διπλανό κοιμητήριο του Αγίου Διονυσίου.
Όσο για τον Δήμιο Λάμπρο Τελώνη οχτώ χρόνια αργότερα, στις 21 Δεκεμβρίου του 1895, επέστρεψε να ζήσει για πάντα στο χωριό του στην Φθιώτιδα, Εκεί όμως περιφρονήθηκε από τους κατοίκους και ντροπιασμένος απομονώθηκε. Προτίμησε να απαγχονιστεί με το σχοινί του κωδωνοστασίου. Έτσι ο άνθρωπος που είχε γίνει γνωστός ως Δήμιος και είχε κόψει πολλά κεφάλια, έδωσε τέλος στη ζωή του δι απαγχονισμού.
Ειδήσεις σήμερα:
- Κατά 42% αυξημένες οι φωτιές το 2024. Τι κατέγραψε η ετήσια έκθεση των ΜΕΤΕΟ και WWF Ελλάς
- Δύο ορφανές τίγρεις της Σιβηρίας επανενώθηκαν μετά από ταξίδι 200 χλμ. στα ρωσικά δάση. Η ιστορία του Μπόρις και της Σβετλάγια
- Μαθητής Γυμνασίου στη Λάρισα πήγε στο σχολείο με πιστόλι. Συνελήφθη μαζί με τον πατέρα του στον οποίο ανήκει
Ακολουθήστε την mixanitouxronou.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε τις σημαντικότερες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στη mixanitouxronou.gr