του συνεργάτη ιστορικού Κωνσταντίνου Λαγού
Το 1972 ο Νίκος Σταυρίδης ήταν πρωταγωνιστής στην ταινία «Ο άνθρωπος ρολόι». Μάλλον δεν θα γνώριζε ότι την ίδια εποχή στην Βρετανία υπήρχαν ακόμη «άνθρωποι-ξυπνητήρια» που η δουλειά τους ήταν να ξυπνούν εργάτες για να πάνε στο εργοστάσιο ή στα ορυχεία!
Ένα από τα πιο περίεργα επαγγέλματα που γεννήθηκαν στη Βρετανία ως απόρροια της Βιομηχανικής Επανάστασης ήταν του «knocker-up», δηλαδή «αυτός που ξυπνά κάποιον» ή αλλιώς, ο «άνθρωπος-ξυπνητήρι».
Ο κάθε «knocker-up» ήταν υπεύθυνος για να ξυπνά συγκεκριμένους εργάτες στα σπίτια τους, προκειμένου να πιάσουν δουλειά στα εργοστάσια ή στα ορυχεία, κυρίως τα ανθρακωρυχεία.
Πριν από τη Βιομηχανική Επανάσταση, στα αγγλικά χωριά, όπως και σε όλο τον κόσμο, το ρόλο του ξυπνητηριού έπαιζαν οι πετεινοί. Οι περισσότερες οικογένειες είχαν ένα ή και περισσότερους και έτσι είχαν τρόπο να ξυπνούν το πρωί για να πάνε στις δουλειές τους, κυρίως στα χωράφια.
Όταν τα κοκκάρια και τα ρολόγια σπάνιζαν..
Όμως, στις βιομηχανικές πόλεις που είχαν αρχίσει να ιδρύονται από τα τέλη του 18ου αιώνα στην Αγγλία, οι πετεινοί ήταν σπάνιο είδος. Επίσης, μπορεί να είχαν αρχίσει τότε να κυκλοφορούν στην αγορά τα πρώτα ρολόγια ξυπνητήρια, αλλά ήταν πολύ ακριβά και αναξιόπιστα.
Έπρεπε λοιπόν να βρεθεί ένας τρόπος ώστε οι εργάτες να ξυπνούν νωρίς το πρωί για να πιάσουν δουλειά. Συνήθως αυτό ήταν γύρω στις 5 το πρωί, ώρα που έκανε ακόμη πιο δύσκολο το ξύπνημα. Έτσι, το εγερτήριο ανέλαβαν κάποιοι άνθρωποι έναντι ενός μικρού ποσού.
Πως δούλευαν;
Ο τρόπος που αυτοί δούλευαν ήταν προσαρμοσμένος στη μορφή των εργατικών κατοικιών στην Αγγλία. Οι πρώτες εργατικές κατοικίες ήταν συνήθως ένα μεγάλο παραλληλόγραμμο κτίριο συνήθως μ’ ένα ή δύο ορόφους και πολλά δωμάτια.
Στο καθένα απ’ αυτά ζούσε από μία εργατική οικογένεια, στην οποία συνήθως όλοι, ακόμη και τα μικρά παιδιά, δούλευαν σε κάποιο εργοστάσιο.
Οι «άνθρωποι-ξυπνητήρια» χρησιμοποιούσαν ένα μακρύ ξύλο ή ραβδί με το οποίο χτυπούσαν το παράθυρο κάθε οικογενείας. Το ξύλο έπρεπε να είναι αρκετά μακρύ ώστε να φθάνει μέχρι τα ψηλότερα παράθυρα, αλλά και ελαφρύ για να το κουβαλά ο «άνθρωπος-ξυπνητήρι».
Το καλύτερο ξύλο για τη δουλειά αυτή αποδείχτηκε το μπαμπού
Με αυτό έπρεπε να χτυπούν αρκετά δυνατά για να ξυπνήσουν κάποιον από την οικογένεια που κοιμόταν εκεί. Όμως, όχι τόσο ώστε να ξυπνήσουν τους γείτονες που μπορεί να έπιαναν δουλειά αργότερα, ή να σπάσουν το τζάμι του πελάτη τους.
Υποτίθεται ότι οι “άνθρωποι-ξυπνητήρια” περίμεναν λίγο μέχρι να δουν κάποιον στο παράθυρο και έτσι να βεβαιωθούν ότι η οικογένεια είχε ξυπνήσει. Όμως, πολλοί βιάζονταν να τελειώσουν τη βάρδια τους, οπότε μετά από μερικά χτυπήματα στο τζάμι, πήγαιναν κατευθείαν στον επόμενο πελάτη.
Ποιοι ήταν τα «ξυπνητήρια»
Τη δουλειά αυτή συνήθως έκαναν συνταξιούχοι εργάτες και εργάτριες που έπαιρναν ένα μικρό χαρτζιλίκι, από τους εν ενεργεία συναδέλφους τους, με το οποίο ενίσχυαν την πενιχρή τους σύνταξη.
Σε κάποιες αγγλικές πόλεις τη δουλειά αυτή αναλάμβαναν μερικές φορές οι αστυνομικοί που έκαναν νυχτερινή περιπολία. Αυτοί πριν πάνε στα σπίτια τους για να κοιμηθούν, ξύπναγαν τους εργάτες της πρωινής βάρδιας.
Επίσης, τον 19ο αιώνα, όταν οι βρετανικές πόλεις φωτίζονταν με γκάζι, οι υπεύθυνοι για την αφή και τη σβέση των φανών στα πεζοδρόμια ξύπναγαν τους εργάτες. Αυτό το έκαναν την αυγή ενώ έσβηναν με τα ειδικά ραβδιά που είχαν τους φανούς με το γκάζι. Παράλληλα χτυπούσαν με αυτά τα τζάμια στα σπίτια που έμεναν οι εργάτες για να τους ξυπνήσουν.
Σε πόλεις στη Βόρεια Αγγλία όπου υπήρχαν πολλά ανθρακωρυχεία, κάθε μέρα υπήρχαν διαφορετικές βάρδιες για τους εργάτες. Έτσι αυτοί δεν ξύπναγαν ταυτόχρονα την ίδια ώρα, ή κάθε μέρα την ίδια ώρα.
Για το λόγο αυτό, στην πόρτα κάθε εργατικής κατοικίας υπήρχε ένας πίνακας με το όνομα του κάθε εργάτη, την ώρα που θα έπρεπε να ξυπνήσει και σε ποιο δωμάτιο θα έπρεπε ο «άνθρωπος-ξυπνητήρι» να χτυπήσει το τζάμι.
Αυτοί οι πίνακες ήταν γνωστοί με το παρατσούκλι «πλάκες αφύπνισης».
Καθώς τα ρολόγια-ξυπνητήρια άρχισαν να γίνονται κοινά τις δεκαετίες του 1940 και του 1950, το επάγγελμα του «ανθρώπου-ξυπνητήρι» εξέλιπε στις περισσότερες αγγλικές πόλεις. Όμως, συνεχίστηκε σε ορισμένες μικρές πόλεις μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1970, περισσότερο σαν μέρος μιας τοπικής παράδοσης παρά σαν κάτι πρακτικό.
Οι γυναίκες με τα φυσοκάλαμα
Οι πιο διάσημοι «άνθρωποι-ξυπνητήρια» ήταν δύο γυναίκες, μητέρα και κόρη, που δραστηριοποιούνταν στις αρχές του 20ου αιώνα στο Ιστ Εντ του Λονδίνου (Ανατολικό Λονδίνο), μία από τις μεγαλύτερες εργατικές συνοικίες τότε στην Αγγλία.
Αυτές ήταν η Μαίρη Σμιθ και η κόρη της Μόλι Μουρ. Η πρώτη είναι πρωταγωνίστρια ενός πολύ γνωστού αγγλικού παιδικού βιβλίου που έχει ως τίτλο το όνομά της. Η Μαίρη Σμίθ και η κόρη της έγιναν διάσημες στους κατοίκους του Λονδίνου για τον τρόπο που είχαν βρει να ξυπνούν τους εργάτες.
Αντί να κουβαλούν μαζί τους ένα μακρύ καλάμι ή ραβδί είχαν βρει ένα τρόπο να ξυπνούν τους εργάτες χωρίς να κουράζονται. Είχαν μετατρέψει έναν σωλήνα από καουτσούκ σε φυσοκάλαμο. Με αυτό φυσούσαν μερικά αποξηραμένα μπιζέλια στο παράθυρο του κάθε πελάτη.
Ο θόρυβος από τα χτυπήματα των μπιζελιών ήταν αρκετά δυνατός και ξυπνούσαν τους εργάτες. Ήταν παράλληλα υπόκωφος και δεν ενοχλούσε τους γείτονες.
Ακολουθήστε την mixanitouxronou.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε τις σημαντικότερες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στη mixanitouxronou.gr