Το 1800, ο Φραντς Γιόζεφ Γκαλ, εφηύρε την «επιστήμη» της φρενολογίας, την οποία ονόμασε από τις αρχαίες ελληνικές λέξεις «φρην» και «λόγος».
Σύμφωνα με τη θεωρία, τα διάφορα σημεία του εγκεφάλου αντιστοιχούν σε χαρακτηριστικά και δεξιότητες της προσωπικότητας, που μπορούν να διαγνωστούν με μέτρηση των βαθουλωμάτων και των υψομέτρων του κρανίου.
Η φρενολογία έφτασε στο ζενίθ της επιρροής της κατά τη βικτωριανή περίοδο, αλλά αντιμετωπίστηκε από τον επιστημονικό κόσμο με δυσπιστία ήδη από τη διατύπωσή της και με την πρόοδο της ψυχολογίας, υποβιβάστηκε στην κατηγορία των ψευδοεπιστημών.
Αυτό δεν αποθάρρυνε βέβαια τους πραγματικούς πιστούς και, στις αρχές του 20ου αιώνα, ο εφευρέτης Χένρι Λέιβερι, ένας αμετάπειστος φρενολόγος, πατεντάρισε τον «ψυχογράφο», ένα μηχάνημα που μπορούσε να μετράει το ανθρώπινο κρανίο σύμφωνα με τις αρχές του Γκαλ.
Το μηχάνημα αυτό συνέχισε να χρησιμοποιείται μέχρι τα μέσα του αιώνα.
Χωρίς να είναι σκοτεινή και δυσοίωνη όπως μερικά άλλα ψευδοεπιστημονικά συστήματα πεποιθήσεων, η φρενολογία αποπροσανατόλισε τους εύπιστους και χρησιμοποιήθηκε για να αιτιολογήσει τον ρατσισμό.
Τον 18ο αιώνα, οι λαϊκοί άνθρωποι έκανα φυσιογνωμικές παρατηρήσεις και συγκρίσεις μεταξύ των ανθρώπων.
Το 1800 όμως, ένας Γερμανός γιατρός προσπάθησε να δώσει επιστημονική βάση στη φυσιογνωμική παρατήρηση δημιουργώντας την επιστήμη της φρενολογίας.
Ο Φραντς Γιόζεφ Γκαλ δεν ήταν ούτε τρελός, ούτε κάποιος τσαρλατάνος.
Ήταν γιατρός και σοβαρός επιστήμονας.
Ήταν ο πρώτος που υποστήριξε ότι οι νοητικές λειτουργίες εντοπίζονταν σε διάφορα σημεία του εγκεφάλου, μια ιδέα που ήταν τόσο επαναστατική εκείνη την εποχή, που προκάλεσε την εχθρότητα της καθολικής εκκλησίας και της αυστριακής αυτοκρατορικής κυβέρνησης, η οποία τον απέλυσε από τη θέση του ως πανεπιστημιακού λέκτορα.
Αρχικά, ονόμασε τη θεωρία του «κρανιοσκοπία», αλλά τη μετονόμασε φρενολογία ο μαθητής του, Γιόχαν Γκάσπαρ Σπουρτσχάιμ, που διέδωσε τις ιδέες του Γκαλ στη Γαλλία και την Αγγλία.
Ουσιαστικά, ο Γκαλ είχε δίκιο για την τοπικά εντοπισμένη φύση συγκεκριμένων εγκεφαλικών λειτουργιών.
Για παράδειγμα, η λειτουργία της όρασης εντοπίζεται στον οπτικό φλοιό, στην πρόσθια περιοχή του εγκεφάλου.
Αλλά στον κατάλογο που συνέταξε, με 27 «εγκεφαλικά όργανα».
Όρισε κάποια για φυσικές ικανότητες όπως η ομιλία και η ακοή,
άλλη για ηθικές αξίες, όπως η ματαιοδοξία, η αλαζονεία, η καλοσύνη, το θάρρος και μια Τρίτη ομάδα για αφηρημένες έννοιες, όπως η θρησκεία, η αρχιτεκτονική και η μεταφυσική.
Με αυτόν τον τρόπο ανακάτεψε αναγνωρισμένες εγκεφαλικές λειτουργίες με χαρακτηριστικά της προσωπικότητας, ηθικές αξίες και γνώσεις που αποκτάει κανείς με τη μόρφωση.
Αφού όρισε τις θέσεις των διαφόρων οργάνων, έκανε ένα λογικό άλμα και έφτασε στο εντελώς λανθασμένο συμπέρασμα ότι η σημασία των οργάνων αντανακλάται στο μέγεθος και στο σχήμα των υψομέτρων, των σχισμών και των βαθουλωμάτων του εγκεφάλου.
Επομένως, ένας πολύ «καλοσυνάτος» άνθρωπος θα είχε με κάποιον τρόπο διογκωμένο το κρανίο του στην αντίστοιχη περιοχή.
Το πιο σημαντικό πρόβλημα της εργασίας του Γκαλ ήταν ότι δεν είχε βασιστεί σε έγκυρη εμπειρική έρευνα αλλά σε εντελώς αναξιόπιστα στοιχεία.
Από μία ή δύο προσωπικές παρατηρήσεις έβγαζε γενικά συμπεράσματα, τα οποία ούτε εκείνος ούτε οι μαθητές του προσπαθούσαν να επιβεβαιώσουν σε μεγαλύτερα δείγματα.
Το γεγονός ότι η επιστημονική κοινότητα απέρριψε αμέσως τη φρενολογία ως ψευδοεπιστήμη δεν ενόχλησε τον Γκαλ και τους οπαδούς του.
Κατά τον 19ο αιώνα, η θεωρία χρησιμοποιήθηκε σε μεγάλο βαθμό, όπως περίπου γίνονται σήμερα οι ψυχομετρικές μελέτες για πρόβλεψη σχετικά με τις σχολικές επιδόσεις των παιδιών και για την αξιολόγηση πιθανών συζύγων και υπαλλήλων.
Ως προ αυτό, η προγνωστική της ακρίβεια ήταν εξίσου αποτελεσματική με την αστρολογία και την χαρτομαντεία.
Ο “ψυχογράφος”
Το 1901, ο Αμερικάνος Χένρι Λέιβερι κατέθεσε αίτηση ευρεσιτεχνίας για μια μηχανή που θα χρησιμοποιούσε τα φρενολογικά αξιώματα για να αναλύει τον χαρακτήρα των ανθρώπων.
Μια μηχανή, που όπως ήλπιζε, θα έδινε και τα τεκμήρια για την επιστημονική της εγκυρότητα.
Ολοκλήρωσε την πρώτη από 30 μηχανές, που τη βάφτισε «ψυχογράφο» το 1931.
Το υποκείμενο καθόταν σε μια καρέκλα και ο χειριστής κατέβαζε το κράνος μετρήσεων πάνω στο κεφάλι του αξιολογούμενου.
Τριάντα δύο αισθητήρες χαρτογραφούσαν το περίγραμμα του κρανίου και τροφοδοτούσαν με τις μετρήσεις μια καταγραφική συσκευή που έκανε υπολογισμούς και τύπωνε αυτομάτως το αποτέλεσμα.
Η συσκευή δεν είχε εκτύπωση αλλά 160 λαστιχένιες σφραγίδες, κάθε μία από τις οποίες τύπωνε μία λωρίδα χαρτιού για διαφορετική μέτρηση ιδιότητας.
Την εποχή εκείνη, η μηχανή ίσως έκανε στους χρήστες της εντύπωση ανάλογη με αυτή που έκανε στους τηλεθεατές η χρήση του τηλεμεταφορέα στη σειρά «Ταξίδι στ’ αστέρια» κατά τη δεκαετία του 1960 και φυσικά είχε την ίδια πιθανότητα να λειτουργούσε…
Ακολουθήστε την mixanitouxronou.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε τις σημαντικότερες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στη mixanitouxronou.gr