Η τριετής πολιορκία του Λένινγκραντ (1941-44) από τις γερμανικές δυνάμεις αποτελεί ένα από τα πιο αιματηρά κεφάλαια του «Μεγάλου Πατριωτικού Πολέμου». Κατά τη διάρκεια των 900 περίπου ημερών της πολιορκίας ο άμαχος πληθυσμός της πόλης υπέστη μια ασύλληπτη εκατόμβη. Δεν σταμάτησε όμως ποτέ να αντιστέκεται.
Την πρώτη εβδομάδα του Σεπτεμβρίου 1941, οι γερμανικές δυνάμεις ολοκλήρωσαν την περικύκλωση του Λένινγκραντ εγκλωβίζοντας 2.700.000 άτομα, περιλαμβανομένης και της φρουράς της πόλης.
Οι προμήθειες επαρκούσαν μόλις για τέσσερις μήνες. Ως επακόλουθο οι υπεύθυνοι για την τροφοδοσία αναγκάστηκαν να μειώσουν δραστικά τις χορηγούμενες μερίδες για κάθε άτομο.
Στην παρασκευή ψωμιού άρχισαν να χρησιμοποιούνται και άλλες ουσίες, εκτός από αλεύρι, όπως άχυρο και σπόροι από έλατα. Τα άλογα εσφάγησαν για να προμηθεύσουν τους κατοίκους με κρέας. Βρώμη και βαμβακόσπορος υπέστησαν επεξεργασία για να καταστούν βρώσιμα. Περισυνελέγησαν από τα περίχωρα της πόλης όλες οι διαθέσιμες ποσότητες πατάτας, οσπρίων ,καθώς και μουχλιασμένου σιταριού από τα αγκυροβολημένα εμπορικά πλοία στο λιμάνι της πόλης.
Ωστόσο τα μέτρα αυτά δεν ήταν δυνατόν να αποτρέψουν την πείνα, η οποία άρχισε να κάνει την εμφάνισή της από τα μέσα Οκτωβρίου. Πολύ σύντομα το πρώτο χιόνι και το κρύο έκανε την κατάσταση ανυπόφορη. Παράλληλα, η πόλη συγκλονίζονταν από τους συνεχείς βομβαρδισμούς της Luftwaffe και του γερμανικού πυροβολικού.
Πολλοί κάτοικοι παγιδεύονταν στα φλεγόμενα ερείπια και έβρισκαν φρικτό θάνατο, καθώς ο αριθμός των πυροσβεστών δεν επαρκούσε για να τους απεγκλωβίσει. Μόνο τον Οκτώβριο το Λένινγκραντ δέχθηκε 40.000 οβίδες και βόμβες.
Ωστόσο, το ηθικό των πολιορκημένων παρέμενε ακμαίο. Στις 25 του μήνα η φιλαρμονική της πόλης διοργάνωσε μια συναυλία. Οι θεατές την παρακολούθησαν υπό τους ήχους των συνεχών εκρήξεων και τυλιγμένοι στα παλτά τους, αφού άλλη πηγή θέρμανσης δεν υπήρχε. Τα βιβλιοπωλεία της πόλης παρέμεναν ανοικτά, ενώ το Μουσείο Ερμιτάζ δεν παρέλειψε να οργανώσει μια σειρά εκδηλώσεων για την 800η επέτειο από τη γέννηση του Νιζάμι, εθνικού ποιητή του Αζερμπαϊτζάν.
Τον χειμώνα του 1941 το μαρτύριο της πείνας έγινε ακόμη πιο φοβερό. Στην απόγνωσή τους, πολλοί άνθρωποι έξυναν τους σοβάδες από τους τοίχους των σπιτιών τους, στη συνέχεια τους αραίωναν με νερό και έριχναν μέσα χαρτοπολτό. Το μίγμα το αποκαλούσαν σαρκαστικά «η σούπα του Λένινγκραντ». Όπως ήταν φυσικό το παρασκεύασμα αυτό στάθηκε υπεύθυνο για εκατοντάδες θανάτους από δυσεντερία, λόγω του ασβέστη που περιείχε.
Σταδιακά καταναλώθηκαν όλα τα πειραματόζωα, καθώς και τα σκυλιά και οι γάτες.
«Τις ημέρες αυτές ο θάνατος είναι ένα φυσιολογικό γεγονός», έγραφε στο ημερολόγιό της η καθηγήτρια Γιέλενα Σκριάμπινα «Χάνεις κάθε ενδιαφέρον για τη ζωή. Ξαπλώνεις στο κρεβάτι σου και δεν ξανασηκώνεσαι ποτέ».
Η μόνη ανάσα ζωής ερχόταν από την παγωμένη λίμνη Λατόγκα. Οι Σοβιετικοί χάραξαν πρόχειρα πάνω στον πάγο ένα δρόμο, μέσω του οποίου οργάνωσαν αποστολές τροφίμων. Αυτές δεν επαρκούσαν βέβαια, αλλά διατηρούσαν την ελπίδα του δοκιμαζόμενου πληθυσμού. Δικαίως λοιπόν ο δρόμος ονομάστηκε «ο δρόμος της ζωής».
Τον Φεβρουάριο του 1942 δεν υπήρχε πλέον ξυλεία για να φτιαχτούν φέρετρα για τους νεκρούς. Οι τελευταίοι καλύπτονταν με σεντόνια και κουρτίνες και τοποθετούνταν στις εισόδους των σπιτιών. Απ’ εκεί περισυλλέγονταν από εθελοντές ώστε να ταφούν ομαδικά. Πολλοί νεκροί ωστόσο ρίχνονταν στον ποταμό Νέβα, με αποτέλεσμα τα νερά του να μολυνθούν. Αυτό είχε ως συνέπεια την έξαρση κρουσμάτων δηλητηρίασης.
Οι κάτοικοι έφθασαν στο σημείο να βράζουν δέρματα προκειμένου να παρασκευάσουν σούπα. Παρ’ όλα αυτά κανείς δεν διανοείτο να παραδοθεί. «Από την παράδοση είναι προτιμότερος ο θάνατος», έγραφε ο αρχιτέκτονας Αλεξάντερ Νικόλσκυ.
Η διεύθυνση του Μουσείου Ερμιτάζ δέχθηκε αιτήματα από τις αρχές της πόλης για την παροχή ξύλινων κιβωτίων τα οποία θα χρησιμοποιούντο ως φέρετρα. Το μουσείο είχε τέτοιου είδους κιβώτια για τη συσκευασία των έργων τέχνης.
Στα τέλη Φεβρουαρίου όμως, το Ερμιτάζ δήλωσε ότι αδυνατούσε να ικανοποιήσει τα αιτήματα, καθώς ο ξυλουργός του μουσείου είχε πεθάνει από την πείνα! Στο δίμηνο Ιανουαρίου-Φεβρουαρίου 1942 υπολογίζεται πως πέθαναν 200.000 άνθρωποι.
Στα τέλη Μαρτίου εμφανίστηκαν στην πόλη συμμορίες δολοφόνων, ακόμη και κανιβάλων. Σκότωναν ανύποπτους διαβάτες που κουβαλούσαν το πενιχρό τους συσσίτιο. Άλλοι ακρωτηρίαζαν τα άταφα πτώματα, προκειμένου να μαγειρέψουν τα μέλη.
Οι αρχές προσπάθησαν να περιορίσουν το αποτρόπαιο φαινόμενο με την απειλή της άμεσης εκτέλεσης.
Ένας από τους κατοίκους της πόλης ανέφερε μετά την πολιορκία «Το διάστημα Μαρτίου-Απριλίου 1942 ήμασταν στο έλεος των κανιβάλων. Ποιος γνωρίζει τις φρικτές σκηνές που έλαβαν χώρα μέσα σε διαμερίσματα την περίοδο αυτή».
Ωστόσο, αργά αλλά σταθερά τα πράγματα άρχισαν να καλυτερεύουν. Το παχύ στρώμα πάγου της λίμνης Λατόγκα, η αυτοθυσία των οδηγών των εφοδιοπομπών, αλλά κυρίως η σοβιετική αντεπίθεση με την οποία καταλήφθηκε ο στρατηγικής σημασίας κόμβος του Τιχβίν, είχαν ως αποτέλεσμα την καλύτερη τροφοδοσία της πόλης.
Στα μέσα Απριλίου άρχισαν να ανοίγουν τα πρώτα εστιατόρια προσφέροντας ζεστό φαγητό στους δοκιμαζόμενους κατοίκους. Το καλοκαίρι του 1942 ο πάγος είχε λιώσει αλλά τα δρομολόγια συνεχίστηκαν απρόσκοπτα με πλοιάρια. Τον Ιανουάριο του 1943 μια επίθεση του Κόκκινου Στρατού είχε ως αποτέλεσμα την αποκατάσταση της σιδηροδρομικής επικοινωνίας της πόλης με την υπόλοιπη χώρα. Στα τέλη του ίδιου μήνα εισήλθε στην πόλη το πρώτο τραίνο με εφόδια, κάτω από τις επευφημίες των κατοίκων. Αυτοί ήταν οι αληθινοί ήρωες της πολιορκίας, καθώς παρέμειναν ακλόνητοι παρά τις απίστευτες κακουχίες.
Ο αριθμός των θυμάτων ωστόσο υπερέβη τα 800.000 άτομα (σύμφωνα με άλλες πηγές τα 1.300.000 άτομα), δεκαπλάσια των θυμάτων της Χιροσίμα.
Νίκος Γιαννόπουλος
ιστορικός
Διαβάστε στη “ΜτΧ”: Οι νεαροί υπερασπιστές του Λένινγκραντ, που άντεξε μετά από 900 μέρες πολιορκίας και σφοδρούς βομβαρδισμούς
Ακολουθήστε την mixanitouxronou.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε τις σημαντικότερες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στη mixanitouxronou.gr