Ενθύμιο σχολικών χρόνων
“Το μόνο που θυμούμαι από τον Γιώργο είναι τα μάτια του: πελώρια, γαλήνια, μαγνητικά. Νομίζω είχαν το χρώμα του μελιού.
Φώτιζαν ένα πρόσωπο σταρομελάχρινο, γλυκό και χαμογελαστό.
Άλλωστε, ο ψηλός αυλόγυρος του θηλέων στο Βαλτέ Τζαμί του Ηρακλείου, τον παλιό Άγιο Φραγκίσκο της Βενετοκρατίας, που αργότερα έγινε τουρκικό τζαμί για να κατεδαφιστεί τελικά από τη χούντα, δεν άφηνε να δούμε παρά μόνο τα κεφάλια των αγοριών που σμάριαζαν τριγύρω από το Γυμνάσιο Θηλέων, μαγνητισμένα από τις μαύρες ποδιές με το άσπρο γιακαδάκι.
Τον είχα δει μονάχα δυο- τρεις φορές. Πρόλαβε όμως να μου στείλει τις πρώτες σαϊτιές του έρωτα με κείνα τα μελιά επίμονα μάτια του που με λαμπάδιασαν και τύλιξαν τα μέλη μου με ένα πρωτόγνωρο ρίγος.
Λίγο πριν είχε μπει στην εφηβεία, με αθωότητα και δέος που είχε τον λόγο του στην τέλεια άγνοια.
Η ντροπαλή χωριάτισσα μητέρα μου δεν μου είχε μιλήσει για το μυστήριο της μεταμόρφωσης ενός παιδιού που γίνεται γυναίκα.
Το μόνο σήμα αυτής της αλλαγής ήταν ο ροζ στηθόδεσμος από μπατίστα που βρήκα μια μέρα στο καλάθι με το τυρί, το παξιμάδι και τα αυγά που έφτασε από το χωριό στη θεία Καλλιόπη, την κηδεμόνα και σπιτονοικοκυρά μου στο Ηράκλειο.
Η θεία Καλλιόπη είχε χηρέψει πολύ νέα και από τότε βυθίστηκε στο πένθος. Μελανοφορούσα και αγέλαστη, αγωνιζόταν να αναστήσει και να μορφώσει τα δύο ορφανά αγόρια της.
Ο ένας, ο μεγαλύτερος τελείωνε το Γυμνάσιο, ο άλλος ήταν μικρότερος από μένα.
Εγώ πήγαινα στη Β’ Γυμνασίου. Η θεία Καλλιόπη δεν ήταν Ηρακλειώτισσα.
Είχε έρθει κι αυτή από το χωριό της και είχε νοικιάσει ένα τεράστιο δωμάτιο που ήταν άλλοτε τούρκικο τζαμί, στον λεγόμενο τεκέ, μια μεγάλη αυλή που κατοικούσαν κι άλλοι ένοικοι.
Σ’ αυτό το δωμάτιο έβαλε και το δικό μου κρεβάτι και το έκρυψε πίσω από ένα παραπέτασμα για να μη με βλέπουν και σκανδαλίζονται τα αγόρια.
Τα δύο ξαδέλφια μου ήταν οι φίλοι και οι φύλακές μου.
Συνοδεία με πήγαιναν και με έφερναν στο σχολείο κι ας κοιτούσε κανείς να με πειράξει ή να με κοιτάξει.
«Τα μάτια όμως δεν έχουνε διασάκι», λένε στην Κρήτη.
Έτσι, διασταυρώνοντας τα βλέμματα πάνω από τον αυλόγυρο, άρχισα να νιώθω τα πρώτα σκιρτήματα του έρωτα.
Αλίμονο όμως, αυτό δεν έμελλε να κρατήσει για πολύ.
Την τελειόφοιτη που μου ‘φερε το ραβασάκι ούτε που την ήξερα.
Με πλησίασε στο διάλειμμα και μου ‘πε πως μου φέρνει μήνυμα απ’ τον Γιώργο.
Ήταν η πρώτη φορά που άκουγα το όνομά του.
Κατάλαβα αμέσως ποιος ήταν από το χτυποκάρδι μου. Δεν την άφησα να μου πει περισσότερα.
Άρπαξα το γράμμα με ανυπομονησία και χώθηκα σε μια γωνιά του διαδρόμου για να το διαβάσω.
Δεν είχα προλάβει να το ανοίξω, όταν είδα να βγαίνει από μια διπλανή τάξη, η καθηγήτρια των Τεχνικών, μια γεροντοκόρη πουριτανή και θεούσα που την τρέμαμε, παρόλο που εγω με το ταλέντο που είχα στο σχέδιο δεν έπαιρνα παρά επαίνους.
Έκανα μάλιστα και τα σχέδια όλης της τάξης.
Μόλις την είδα έκανα μια ενστικτώδη κίνηση να κρύψω το γράμμα.
Αυτό ήταν. Είχα προδοθεί.
Η κυρία Ζωγράφου έπεσε πάνω μου και παρά την αντίστασή μου, κατάφερε να μου αποσπάσει την ύποπτη επιστολή πριν προλάβω να τη διαβάσω.
Τι να μου έγραφε άραγε ο επίδοξος εραστής;
Δεν το έμαθα ποτέ. Το έμαθε όμως αμέσως ο γυμνασιάρχης, ο σύλλογος των καθηγητών, η θεία Καλλιόπη και ο πατέρας μου, που κλήθηκε εσπευσμένα από το χωριό να συνετίσει τη ζωηρή και παραπλανημένη κόρη του.
Το τι επακολούθησε δεν μπορώ να το περιγράψω με λόγια. Υπερευαισθησία και εξημμένη φαντασία στον έφηβο δραματοποιούν τα πράγματα, εξωθώντας τον στην απόγνωση.
Ιδέες αυτοκτονίας με πολιορκούσαν.
Δεν έφαγα αποβολή χάρις στον γυμνασιάρχη που ήταν μακρινός ξάδελφος του πατέρα μου.
Η ζωή μου όμως έγινε κόλαση.
Οι γονείς μου ζούσαν μέσα στη δυσπιστία και την αγωνία, η θεία Καλλιόπη δεν μου μιλούσε, τα ξαδέλφια μου από φύλακες έγιναν δεσμοφύλακες.
Η καθηγήτρια των τεχνικών μου έβαλε τον χειρότερο βαθμό, ενώ τα σχέδια που έκανα κρυφά στις συμμαθήτριές μου έπαιρναν άριστα.
Το σχολείο είχε μεταβληθεί σε κολαστήριο.
Αποφάσισα λοιπόν να ζητήσω μετεγγραφή για την Εμπορική Σχολή.
Χρειάστηκε να επιστρατεύσω ρεαλιστικά επιχειρήματα ότι το πτυχίο της Εμπορικής είχε πιο βέβαιες επαγγελματικές ευκαιρίες για να πείσω τον πατέρα μου να δεχτεί να φύγω από την ασφάλεια του Θηλέων και να βρεθώ στη γεμάτη πειρασμούς Εμπορική Σχολή όπου αγόρια και κορίτσια φοιτούσαν μαζί.
Όσο για την τύχη του πρώτου μου ειδυλλίου; Καταποντίστηκε κι αυτό μέσα στην τραγωδία του ομαδικού διωγμού της «αποπλανηθείσας» κόρης.
Τον Γιώργο με τα μελένια μάτια δεν τον ξαναείδα ποτέ, δεν ξανάκουσα τίποτα γι’ αυτόν.
Δεν έμαθα καν το επίθετό του, το γυμνάσιο που φοιτούσε, την τάξη του, το χωριό του.
Το πρώτο μου ειδύλλιο έμεινε ημιτελές.
Έσβησε πριν καλά- καλά αρχίσει αφήνοντας στη μνήμη τη γλύκα της πρόγευσης που δεν διαψεύστηκε από τη γεύση”.
Μαρίνα Λαμπράκη- Πλάκα
H Μαρίνα Λαμπράκη- Πλάκα γεννήθηκε στο Αρκαλοχώρι Ηρακλείου. Σπούδασε Αρχαιολογία και Ιστορία της Τέχνης. Ακολουθούν μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και σπουδές στην Ιστορία της τέχνης στο Παρίσι στο Πανεπιστήμιο της Σορβόνης.
Το 1975 εκλέγεται παμψηφεί η πρώτη γυναίκα καθηγήτρια στην έδρα της Ιστορίας της Τέχνης στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών. Έκτοτε διδάσκει σε πολλά Πανεπιστήμια στην Ευρώπη και την Αμερική, ενώ από το 1992 είναι διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης.
Είναι αναπληρώτρια Υπουργός Πολιτισμού στην υπηρεσιακή κυβέρνηση του 2015.
ΠΗΓΗ: «Παιδείας Ενθύμιον του αιώνα που πέρασε», εκδόσεις ΦΩΤΟΕΚΔΟΤΙΚΗ
Ακολουθήστε την mixanitouxronou.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε τις σημαντικότερες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στη mixanitouxronou.gr