To 1948 προβλήθηκε η ταινία «Ο βρόγχος» του Άλφρεντ Χίτσκοκ, η οποία αφορούσε ένα στυγερό έγκλημα δύο νεαρών φοιτητών.
Κεντρικοί χαρακτήρες ήταν ο Μπράντον και ο Φίλιπ, δύο νέοι που συγκατοικούσαν σε ένα διαμέρισμα στη Νέα Υόρκη.
Ήθελαν να αποδείξουν ότι μπορούν να διαπράξουν το τέλειο έγκλημα και αποφάσισαν να σκοτώσουν έναν συμμαθητή τους. Τον έπνιξαν με ένα σχοινί, τοποθέτησαν το σώμα του σε ένα μπαούλο και διοργάνωσαν ένα πάρτι στο διαμέρισμα τους.
Οι καλεσμένοι που παραβρέθηκαν στο πάρτι ήταν ο πατέρας του δολοφονημένου παιδιού, η αγαπημένη του και κοινοί τους φίλοι.
Το σενάριο ήταν εμπνευσμένο από το “έγκλημα του αιώνα” που είχε πραγματοποιηθεί το 1924 στην Αμερική.
Για τον λόγο αυτό, η προβολή της ταινίας απαγορεύτηκε σε πολλές πόλεις της Αμερικής, καθώς οι μνήμες από το έγκλημα ήταν ακόμα νωπές.
Δράστες ήταν ο Νέιθαν Λίοπολντ και ο Ρίτσαρντ Λόιμπ, δύο πλούσιοι φοιτητές από το Σικάγο.
Ο Νέιθαν προερχόταν από οικογένεια Γερμανών μεταναστών και είχε γεννηθεί το 1904. Σπούδαζε στο Πανεπιστήμιο του Σικάγο και σχεδίαζε να ξεκινήσει σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ. Μιλούσε πέντε γλώσσες, έκανε ταξίδια στην Ευρώπη και ασχολούνταν με την ορνιθολογία.
Ο Ρίτσαρντ Λόιμπ, είχε γεννηθεί το 1905 και είχε εβραϊκή καταγωγή. Ο πατέρας του ήταν δικηγόρος, ήταν καλός μαθητής και από μικρή ηλικία είχε εμμονή με τα αστυνομικά μυθιστορήματα.
Και οι δύο μεγάλωσαν στην ίδια γειτονιά αλλά έγιναν στενοί φίλοι, όταν συναντήθηκαν στο Πανεπιστήμιο.
Τότε, διάβασαν τον “Υπεράνθρωπο” του Φρίντριχ Νίτσε, το οποίο αναφέρεται στον άνθρωπο που διαθέτει εξαιρετικές ικανότητες και η ευφυΐα του του επιτρέπει να υπερβαίνει τον νόμο.
Επηρεασμένοι από το περιεχόμενο του βιβλίου, ξεκίνησαν να κάνουν ληστείες και βανδαλισμούς. Ωστόσο, δεν ήταν ευχαριστημένοι με τις μικρές παραβάσεις και αποφάσισαν να σχεδιάσουν το “τέλειο” έγκλημα, το οποίο θα είχε την ανάλογη προβολή από τον τύπο.
Επί εφτά μήνες σχεδίαζαν το έγκλημα, με το οποίο θα επιβεβαίωναν στους εαυτούς του ότι μπορούσαν να ενσαρκώσουν τον “Υπεράνθρωπο” του Νίτσε.
Μετά από ενδελεχή έρευνα για το κατάλληλο θύμα, αποφάσισαν να σκοτώσουν τον ξάδερφο του Λόιμπ, τον 14χρονο Ρόμπερτ «Μπόμπι» Φρανκ, ο οποίος ήταν γιος ενός πλουσίου κατασκευαστή ρολογιών.
«Το τέλειο έγκλημα»
Στις 21 Μαΐου 1924, οι δύο συμφοιτητές νοίκιασαν ένα αυτοκίνητο και πήγαν να πάρουν το Ρόμπερτ από το σχολείο. Όταν τον βρήκαν να περπατά στον δρόμο, του ζήτησαν να το πάνε μέχρι το σπίτι. Ο μικρός μπήκε στο αυτοκίνητο και μόλις απομακρύνθηκαν τον χτύπησαν και τον έπνιξαν στο πίσω κάθισμα.
Στη συνέχεια έκαναν μια βόλτα με το αυτοκίνητο και περίμεναν να νυχτώσει. Περιέλουσαν το πρόσωπό, τα γεννητικά όργανα και μια ουλή στην κοιλιά του με οξύ, ώστε να μην είναι δυνατόν να αναγνωριστεί και τον έκρυψαν σε έναν οχετό κοντά στις σιδηροδρομικές γραμμές.
Αφού επέστρεψαν στο Σικάγο, καθάρισαν το αυτοκίνητο και έκαψαν τα ρούχα του.
Την ίδια ημέρα οι γονείς άρχισαν να αναζητούν το παιδί και τα νέα της εξαφάνισης είχαν διαδοθεί σε όλη την πόλη.
Ο Λίοπολντ τηλεφώνησε στη μητέρα του παιδιού ως Τζορτζ Τζόνσον και της είπε ότι ο Ρόμπερτ είχε απαχθεί. Αργότερα, έστειλαν στο σπίτι ένα σημείωμα, που είχαν γράψει σε μια κλεμμένη γραφομηχανή, όπου κατέγραφαν οδηγίες για την παράδοση των λύτρων.
Ωστόσο, ένας άντρας βρήκε το πτώμα του παιδιού και η αστυνομία κατάλαβε ότι η “απαγωγή” ήταν τέχνασμα.
Οι δύο νεαροί εξαφάνισαν τα τελευταία στοιχεία και επέστρεψαν στην καθημερινότητά τους. Έκαψαν μια ρόμπα που είχαν χρησιμοποιήσει για να μεταφέρουν το πτώμα και πέταξαν τη γραφομηχανή, που είχαν χρησιμοποιήσει για τα απειλητικά σημειώματα.
Η σύλληψη
Κοντά στο πτώμα οι αστυνομικοί βρήκαν ένα ζευγάρι γυαλιών, το οποίο είχε έναν ιδιαίτερο σκελετό.
Σύμφωνα με την έρευνα σε καταστήματα οπτικών της πόλης, μόνο τρεις άνθρωποι είχαν αγοράσει το συγκεκριμένο ζευγάρι γυλιών. Ανάμεσά τους ήταν και ο Νέιθαν Λίοπολντ.
Η αστυνομία κάλεσε και τους δυο για ανάκριση. Αρχικά, υποστήριξαν ότι τη βραδιά της δολοφονίας, είχαν βγει με δύο γυναίκες με το αυτοκίνητό τους.
Ωστόσο, σύμφωνα με μαρτυρίες των γειτόνων, εκείνο το βράδυ το αυτοκίνητο ήταν παρκαρισμένο στο πάρκινγκ του Λίοπολντ.
Λίγες ημέρες αργότερα, ο Λόιμπ ομολόγησε ότι ο Λίοπολντ είχε σχεδιάσει τα πάντα και ήταν εκείνος που σκότωσε τον Ρόμπερτ, ενώ εκείνος οδηγούσε.
Ο Λίοπολτν υποστήριξε ότι εκείνος οδηγούσε και ότι ο Λόιμπ ήταν ο δολοφόνος.
Η δίκη τους χαρακτηρίστηκε ως η “δίκη του αιώνα” και πήρε μεγάλη δημοσιότητα. Η οικογένεια του Λόιμπ προσέλαβε ως δικηγόρος υπεράσπισης, τον Κλάρενς Ντάροου, έναν από τους καλύτερους δικηγόρους της Αμερικής.
Η δίκη διήρκεσε 32 ημέρες και κατάφεραν να γλιτώσουν τη θανατική ποινή. Καταδικάστηκαν σε 99 χρόνια φυλάκιση και μεταφέρθηκαν στις ίδιες φυλακές.
Το 1936 ένας κρατούμενος σκότωσε τον Λόιμπ στη φυλακή. Τον τραυμάτισε θανάσιμα με ξυράφι στις τουαλέτες.
Ο Λίοπολντ παρέμεινε στη φυλακή μέχρι τον Μάρτιο του 1958. Έγραψε βιβλία και μετά την αποφυλάκιση του μετακόμισε στο Πουέρτο Ρίκο όπου και έζησε μέχρι τον θάνατό του το 1971.
Διαβάστε στη “ΜτΧ”: Ο δισεκατομμυριούχος που δολοφόνησε τον ολυμπιονίκη της πάλης. Είχε δημιουργήσει πρότυπο κέντρο προπόνησης, αλλά κυκλοφορούσε με τανκ και «έβλεπε» ρομποτικά ελάφια. Το έγκλημα που συγκλόνισε τις ΗΠΑ
Ακολουθήστε την mixanitouxronou.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε τις σημαντικότερες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στη mixanitouxronou.gr