του συνεργάτη ιστορικού Κωνσταντίνου Λαγού
Στις αρχές της δεκαετίας του 1960 στις Ηνωμένες Πολιτείες είχαν αρχίσει να γίνονται δημοφιλή μυθιστορήματα χαμηλής ποιότητας που περιείχαν προκλητικές περιγραφές ερωτικών πράξεων.
Αυτά παρουσιάζονταν ως «ρομαντικά μυθιστορήματα» αλλά οι αναγνώστες τους τα αγόραζαν σχεδόν αποκλειστικά για το σεξ.
Σεξ και πωλήσεις βιβλίων
Γύρω στο 1965 πολλά λογοτεχνικά βιβλία στις ΗΠΑ που έκαναν τις περισσότερες πωλήσεις -και γίνονταν «μπεστ-σέλερ»- ανήκαν σε αυτή την κατηγορία. Οι συγγραφείς τους ήταν ανάμεσα στους πιο διάσημους Αμερικανούς λογοτέχνες και είχαν γίνει πλούσιοι αφού τα βιβλία τους πωλούσαν εκατομμύρια αντίτυπα.
Οι συγγραφείς αύξαναν τα κέρδη τους εκδίδοντας συνέχεια νέα μυθιστορήματα όπου απλά άλλαζαν λίγο την πλοκή και τα ονόματα των χαρακτήρων αλλά συμπεριλάμβαναν ίδιες περιγραφές σεξουαλικών σκηνών.
Το 1965 ο Μάικ ΜακΓκρέιντι, αρθρογράφος της εφημερίδας Νιούσντεϊ (Newsday) της Νέας Υόρκης, πίστεψε ότι η πλειοψηφία των αμερικανικών βιβλίων λογοτεχνίας που είχαν απήχηση στο κοινό ήταν πια τόσο άθλια και κακογραμμένα και ότι η δημοφιλία τους οφείλονταν αποκλειστικά στο σεξ.
Σε πολλές περιπτώσεις οι περιγραφές των σεξουαλικών πράξεων έφθαναν στα όρια της χυδαιότητας. Ουσιαστικά ήταν πορνογραφία που παρουσιαζόταν υπό το μανδύα της λογοτεχνίας.
Η λογοτεχνική φάρσα
Για να αποδείξει την άποψή του, ο ΜακΓκρέιντι, αποφάσισε να πραγματοποιήσει μία από τις πιο διάσημες λογοτεχνικές φάρσες στην ιστορία. Το 1966 ξεκίνησε με συναδέλφους του δημοσιογράφους του «Νιούσντεϊ», 19 άνδρες και πέντε γυναίκες, να γράφουν ένα μυθιστόρημα που είχε σχεδόν αποκλειστικά σεξουαλικές σκηνές.
Η υπόθεσή του αφορούσε μία νοικοκυρά στη Νέα Υόρκη που ήταν παντρεμένη μ’ ένα παρουσιαστή μιας δημοφιλούς πρωινής ραδιοφωνικής εκπομπής. Υποτίθεται ότι ήταν το «τέλειο» ζευγάρι.
Όταν ανακάλυψε ότι ο άντρας της είχε εξωσυζυγική σχέση, αποφάσισε να τον απατήσει με διάφορους άντρες από τη γειτονιά τους.
Ανάμεσα σε αυτούς ήταν ένας ραβίνος, δικηγόροι, επιχειρηματίες και ένας μαφιόζος. Όλοι ζούσαν στην ακριβή περιοχή του Λογκ Άιλαντ.
Το έργο δεν είχε καμία λογοτεχνική ή κοινωνική αξία κι αυτός ήταν ο στόχος. Ο κάθε συγγραφέας είχε αναλάβει ένα κεφάλαιο χωρίς να γνωρίζει τι προηγούνταν ή ακολουθούσε. Μόνο ο ΜακΓκρέιντι και ο Χάρβεϊ Άρονσον, που ήταν οι επιμελητές του βιβλίου, είχαν συνολική εικόνα του έργου.
Γυμνός ήλθε ο ξένος
Το αποτέλεσμα ήταν να μην υπάρχει καμία λογική συνέχεια στην πλοκή του έργου. Οι συγγραφείς είχαν προσπαθήσει να γράψουν όσο χειρότερα μπορούσαν. Ακόμη και αυτό το γράψιμο δεν ικανοποίησε τον ΜακΓκρέιντι. Θεώρησε ότι πολλά κεφάλαια ήταν καλογραμμένα και τα επιμελήθηκε με τέτοιο τρόπο ώστε να είναι και αυτά άθλια. Κανόνισε να μην υπάρχει ροή στο κείμενο και το γέμισε με εκφραστικά και άλλα λάθη.
Ο ΜακΓκρέιντι επέλεξε για το «ανοσιούργημά» του τον τίτλο «Γυμνός ήλθε ο ξένος» (Naked came the stranger) που άφηνε υπονοούμενο ότι ήταν γεμάτο σεξουαλικές σκηνές.
Μάλιστα, το εξώφυλλό του ήταν στο ίδιο πνεύμα καθώς έδειχνε από πίσω μία γονατιστή γυμνή γυναίκα με μακριά μαλλιά. Η φωτογραφία προερχόταν από ένα ουγγρικό πορνογραφικό περιοδικό.
Όταν τελείωσε η συγγραφή του βιβλίου, ο ΜακΓκρέιντι έστειλε το χειρόγραφο σε διάφορους Αμερικανούς εκδότες. Ως όνομα της νέας και άγνωστης συγγραφέως επέλεξε το «Πενέλοπι Άσε» (Penelope Ashe).
Πολλοί εκδότες έδειξαν ενδιαφέρον και ζήτησαν να συναντήσουν τη «νέα και ταλαντούχα» συγγραφέα. Στις συναντήσεις με τους εκδότες, ο ΜακΓκρέιντι κανόνισε να πηγαίνει η κουνιάδα του που παρίστανε την «Πενέλοπι Άσε». Όταν εκδόθηκε το βιβλίο μπήκε μία φωτογραφία της ενώ δεν είχε καμία σχέση με τη συγγραφή του!
Μπεστ Σέλερ
Την έκδοση ανέλαβε τελικά ο Λάιλ Στιούαρτ, του οποίου ο εκδοτικός οίκος στη Νέα Υόρκη έβγαζε πολλά από τα μυθιστορήματα που είχαν γίνει διάσημα αποκλειστικά για τις σεξουαλικές σκηνές. Το βιβλίο κυκλοφόρησε το 1969 και εκπλήρωσε αμέσως τις προσδοκίες των συγγραφέων αφού έγινε ένα από τα «μπεστ-σέλερ» εκείνης της χρονιάς.
Μέσα σε μερικές εβδομάδες πούλησε 20.000 αντίτυπα παρά το γεγονός ότι ήταν ένα άθλιο βιβλίο μίας άγνωστης συγγραφέως. Σύμφωνα με έρευνα αποδείχτηκε ότι αυτό που τραβούσε το βλέμμα των αγοραστών στο βιβλίο αυτό ήταν το προκλητικό εξώφυλλο και ο τίτλος του.
Όμως αυτό που τους έπειθε να το αγοράσουν ήταν όταν μετά από ένα γρήγορο ξεφύλλισμα των σελίδων του στο βιβλιοπωλείο διαπίστωναν ότι η πιο κοινή λέξη ήταν «σεξ».
Τον Αύγουστο του 1969 ενώ το «Γυμνός ήλθε ο ξένος» είχε μπει στη λίστα των Νιου Γιορκ Τάιμς με τα βιβλία με τις περισσότερες πωλήσεις, ο ΜακΓκρέιντι και η ομάδα του αποφάσισαν να αποκαλύψουν τη φάρσα τους.
Αυτός και οι 19 άνδρες συγγραφείς εμφανίστηκαν στη δημοφιλή ζωντανή τηλεοπτική εκπομπή του Ντέιβιντ Φροστ. Πριν βγουν στο πλατό της, ο παρουσιαστής ανήγγειλε ότι θα έπαιρνε συνέντευξη από τη Πενέλοπι Άσε, τη συγγραφέα του πιο πρόσφατου «μπεστ σέλερ».
Η ταυτότητα της Πενέλοπι Άσε
Αντί για μία γυναίκα εμφανίστηκαν οι 20 άνδρες ο ένας πίσω από τον άλλο. Αφού έκατσαν γύρω από τον Φροστ, αποκάλυψαν ότι όλοι μαζί ήταν η Πενέλοπι Άσε. Μίλησαν με τα χειρότερα λόγια για το βιβλίο τους και προέτρεπαν τον κόσμο να μην το αγοράσει.
Όμως, η αποκάλυψη της φάρσας και η παράκληση των συγγραφέων για μποϋκοτάζ του βιβλίου, αντί ρίξει τις πωλήσεις τις πολλαπλασίασε.
Μέχρι και το τέλος του 1969 το βιβλίο είχε πουλήσει 150.000 αντίτυπα και ήταν στη λίστα των «μπεστ σέλερ» για 13 εβδομάδες. Το βιβλίο έκανε πολλές εκδόσεις που πούλησαν σχεδόν ενάμιση εκατομμύριο αντίτυπα.
Ο ΜακΓκρέιντι απέδειξε στην πράξη ότι ίσχυε η άποψή του ότι οι περισσότεροι Αμερικανοί αγόραζαν λογοτεχνικά βιβλία χαμηλής ποιότητας για να διαβάζουν για το σεξ.
Μάλιστα, το 1970 εξέδωσε ένα βιβλίο, αυτή τη φορά επωνύμως, όπου περιέγραφε πως έστησε τη λογοτεχνική φάρσα. Είχε τίτλο «Πιο παράξενο από το γυμνό, Πως να γράψετε βρώμικα βιβλία για πλάκα και για κέρδος» (Stranger than naked. How to Write Dirty Books for Fun and Profit) και εκτός από την ιστορία της φάρσας, έδινε συμβουλές σε επίδοξους συγγραφείς πως να κερδίζουν χρήματα γράφοντας άθλια βιβλία που θα πωλούσαν μόνο χάρη στις σεξουαλικές σκηνές.
Και αυτό το βιβλίο του ΜακΓκρέιντι έγινε «μπεστ-σέλερ»!
Ήταν η εποχή της σεξουαλικής απελευθέρωσης αλλά όχι για όλους. Στην πραγματικότητα αφορούσε μόνο μια μικρή κοινότητα νέων σε λίγες περιοχές των ΗΠΑ. Η συντριπτική πλειονότητα βίωνε τον συντηρητισμό της εποχής και ήταν ερωτικά ανικανοποίητος.
Τα δήθεν λογοτεχνικά βιβλία έσωζαν τα προσχήματα και απογείωναν τη φαντασία. Υποκαθιστούσαν την πεζή πραγματικότητα και δεν έβλαπταν κανένα. Εκτός από τη λογοτεχνία.
Ακολουθήστε την mixanitouxronou.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε τις σημαντικότερες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στη mixanitouxronou.gr