Δευτέρα 10 Φεβρουαρίου 1936. Ώρα 8:00. Περίπου 500 άνεργοι εργάτες και βιοτέχνες μαζεύονται μπροστά από το Δημαρχείο της Μυτιλήνης απαιτώντας δουλειά ή ένα κομμάτι ψωμί. Ο δήμαρχος του νησιού, Π. Μάντρας ενημερώνει το πλήθος ότι σε λιγότερο από δύο ώρες θα έχει μια πρόταση που θα ικανοποιήσει τα αιτήματά τους.
Η πρότασή του απορρίφθηκε και το απόγευμα μαζεύτηκαν εκ νέου περισσότερα από 2.000 άτομα μπροστά από το Δημαρχείο. Τα γεγονότα που ακολούθησαν πήραν την τροπή γενικευμένης εξέγερσης των πεινασμένων κατοίκων του νησιού. Αστυνομία και στρατός εκφόβισε τους συγκεντρωμένους και ακολούθησε πογκρόμ συλλήψεων και απειλών.
Ανεργία και καταστροφή της σοδειάς
Η μεγάλη οικονομική κρίση που ξέσπασε το 1929 είχε επηρεάσει τον αγροτικό και εργατικό κόσμο της Μυτιλήνης. Σε δύσκολη οικονομική κατάσταση δεν βρίσκονταν όμως μόνο οι εργάτες, αλλά και άλλοι επαγγελματίες, μεταξύ των οποίων οι βιοτέχνες και οι μικροέμποροι.
Τα ημερομίσθια γνώριζαν συνεχή κατακόρυφη πτώση, ενώ η παραγωγή του κύριου προϊόντος του νησιού, η ελιά, είχε μειωθεί δραματικά, εξαιτίας παρατεταμένης κακοκαιρίας.
Οι κάτοικοι των χωριών και της πόλης συντηρούνταν με κρατικά βοηθήματα, το οποία εκ των πραγμάτων δεν μπορούσαν να καλύψουν τις ανάγκες τους.
Η πείνα και η ανεργία ήταν ένα σύνηθες φαινόμενο την περίοδο του Μεσοπολέμου για την πλειοψηφία του πληθυσμού της Λέσβου.
Ο Ριζοσπάστης ανέφερε πως “σε μερικά χωριά όπως στα Πάμφιλα και στη Μόρια αναγκάστηκαν οι αρχές να δίνουν επί τρεις ημέρες μισή οκά ψωμί και 5 δραχμές την ημέρα σε κάθε οικογένεια ανέργων και απόρων”.
Σύμφωνα με δημοσιεύματα του τοπικού Τύπου, το 50% των εργατών δεν είχε δουλειά, ενώ το ποσοστό ανεργίας των καπνεργατών άγγιζε το 100%.
Οι εργάτες και οι επαγγελματίες αποφάσισαν να πάρουν την κατάσταση στα χέρια τους και να ζητήσουν βοήθεια, αλλά και μια βιώσιμη λύση από τον Δήμαρχο του νησιού.
Τα γεγονότα της 10ης Φεβρουαρίου 1936
Νωρίς το πρωί συγκεντρώθηκαν έξω από το Δημαρχείο περίπου 500 άνεργοι εργάτες, ζητώντας ψωμί και εργασία.
Οι πολίτες είχαν αγανακτήσει από την αδυναμία των αρμοδίων να αντιμετωπίσουν το κύμα της ανεργίας που έπληττε το νησί.
Ταυτόχρονα, ζητούσαν από το κράτος δύο εκατομμύρια δραχμές για επιδόματα, αλλά και την άμεση φορολογία των τραπεζών, των εταιριών και των προνομιούχων, ώστε να να βρεθεί μια λύση για την ανεργία και την αυξανόμενη πείνα.
Πριν φτάσουν μπροστά από το Δημαρχείο μάλιστα, είχαν επιτεθεί σε κοντινούς φούρνους για λίγο ψωμί.
Ο δήμαρχος, γύρω στις 11 πρότεινε στο πλήθος εργασία εκ περιτροπής, καθώς και τη διανομή βοηθημάτων το απόγευμα της ίδιας ημέρας.
Γύρω στις τρεις μετά το μεσημέρι και κάτω από έντονη βροχή, περίπου 1.000 άτομα, ανάμεσά τους γυναίκες και παιδιά, συγκεντρώθηκαν για ακόμη μία φορά μπροστά από το Δημαρχείο, περιμένοντας τη χρηματική βοήθεια που τους είχε υποσχεθεί.
Η επιμονή όμως των παρευρισκόμενων ανάγκασε άνδρες της χωροφυλακής να πυροβολήσουν στον αέρα, με σκοπό να σκορπίσουν το πλήθος.
Από τους τουλάχιστον διακόσιους πυροβολισμούς τραυματίστηκαν τρία άτομα. Ο εργάτης Σπ. Τσακαλάκης, ο ξυλουργός Σωτ. Κοσμάς και ο ραυτεργάτης Στ. Τζαβέλας.
Το οργισμένο πλήθος επιτέθηκε κατά της χωροφυλακής, την οποία κυνήγησε μέχρι την αγορά της Μυτιλήνης, λιντσάροντάς την και πετώντας της πέτρες.
Μέσα σε λίγη ώρα, η διαμαρτυρία για ένα κομμάτι ψωμί πήρε διαστάσεις γενικευμένης εξέγερσης εναντίον της κρατικής εξουσίας.
Από την αγορά, οι διαδηλωτές πήραν τον δρόμο προς τη Μητρόπολη Μυτιλήνης για τη διανομή επιδομάτων, ενώ μία επιτροπή ανέργων οδηγήθηκε μπροστά από το κτίριο της Γενικής Διοίκησης.
Από την οργή των διαμαρτυρόμενων δεν ξέφυγε η ελίτ του νησιού η οποία σύχναζε στο καφενείο “Πανελλήνιον”. Εκδιώχθηκαν και το κατάστημα υπέστη υλικές ζημιές.
Παρέμβαση του στρατού και συλλήψεις
Τα νέα πως κάποιοι εργάτες συνελήφθησαν κυκλοφόρησαν γρήγορα και οι διαδηλωτές μαζικά πήγαν έξω από τη Γενική Διοίκηση.
Όλη η πόλη βρισκόταν σε αναβρασμό. Βιοτέχνες έκλειναν τα μαγαζιά τους, κάτοικοι από τα γύρω χωριά γίνονταν ένα με το πλήθος και συμμετείχαν στην εξέγερση.
Έξω από το κτίριο παρατάχθηκε ο στρατός και οι φαντάροι με τα όπλα στα χέρια ήταν έτοιμοι να πυροβολήσουν.
Κανένας διαδηλωτής δεν έφυγε από τη θέση του. Περίμεναν μέχρι να ικανοποιηθούν τα αιτήματά τους αλλά και να απελευθερωθούν οι κρατούμενοι.
Στρατός και άνεργοι ήρθαν στα χέρια και ακολούθησαν μάχες σώμα με σώμα.
Τελικά τα πνεύματα ηρέμησαν πρόσκαιρα όταν ο διοικητής απέσυρε τις στρατιωτικές δυνάμεις και υποσχέθηκε ότι θα ανακοίνωνε πρόταση, η οποία θα κάλυπτε εν μέρει τα αιτήματα του πλήθους.
Παράλληλα, τοποθέτησε αστυνομικές δυνάμεις μπροστά από αρτοποιεία της πόλης για την αποφυγή ενός νέου “πλιάτσικου”.
Δύο μέρες αργότερα, η Γενική Διοίκηση, ο Εισαγγελέας και ο Διοικητής Χωροφυλακής ανακοίνωσαν στους κατοίκους ότι είχαν ληφθεί μέτρα για την άμεση αντιμετώπιση της ανεργίας με την ανάθεση κρατικών έργων μικρής κλίμακας σε ανέργους.
Τα μέτρα επίσης περιλάμβαναν τη διανομή ψωμιού, την αύξηση του αριθμού των συσσιτίων και των εράνων τροφίμων.
Ταυτόχρονα, οικογένειες προσφύγων που έμεναν κάτω από άθλιες συνθήκες σε πρόχειρα καταλύματα, κατέλαβαν και εγκαταστάθηκαν σε νεόκτιστα σπίτια στην περιοχή της Καλλιθέας.
“Η εξέγερση δεν ήταν πολιτική. Ήτανε για το ψωμί. Άναβε για το ψωμί και έσβηνε με το ψωμί”
Τις επόμενες ημέρες, ο Τύπος του νησιού αναζητούσε τους πραγματικούς υποκινητές της εξέγερσης.
Ο κομμουνιστικός κίνδυνος ήταν πάντα ορατός, ωστόσο η γενικευμένη διαμαρτυρία δεν ήταν αποτέλεσμα της Αριστεράς.
Η εφημερίδα “Ο Δημοκράτης” έγραφε πως “αριστερά στοιχεία υπήρχαν πάντοτε και ποτέ δεν είχαν παύση να προπαγανδίζουν υπέρ της ανατροπής ανάμεσα εις τας μάζας των εργαζομένων πληθυσμών, αλλά δεν εισηκούοντο. Εισηκούσθησαν προχθές διότι η δυστυχία υπερέβη τα όρια της ανθρωπίνης αντοχής και αφήρεσαν από τας λαϊκάς μάζας την ανθρωπίνην των υπόστασιν. Προ του όγκου της δυστυχίας, ο άνθρωπος υπεχώρησε και την πρωτοβουλίαν ανέλαβε το εμφωλεύον εις το βάθος εκάστου ανθρώπου κτήνος […] Ουδείς αρνείται το δικαίωμα εις τους πεινώντας να επιζητούν εν ονόματι των αλυγίστων φυσικών νόμων την βοήθειαν και του κράτους, και των σχετικών ευπορουσών κοινωνικών τάξεων. Υπό την έννοιαν αυτήν, αι προχθεσιναί εκδηλώσεις καίτοι μερικώς προσέλαβον μορφήν ακροτήτων, ίσως να ήσαν επιβεβλημέναι διά να εξυπνήσωμεν όλοι μας από τον λήθαργον της μακαριότητος που μας είχε καταλάβη”.
Το πρόβλημα ήταν η αδυναμία του Κράτους και των αρμόδιων αρχών του νησιού να αντιμετωπίσουν την ανεργία και την αυξανόμενη πείνα.
Τα αιτήματα της εξέγερσης δεν έγιναν ποτέ δεκτά εξ ολοκλήρου, ωστόσο, ξεκίνησε η διανομή ψωμιού σε ανέργους και στις οικογένειές τους.
Τις επόμενες εβδομάδες, το πρόβλημα βελτιώθηκε κυρίως με πρωτοβουλία των κατοίκων του νησιού, που οργάνωναν συχνά συσσίτια και εράνους χρημάτων και τροφίμων.
Κάτι παρόμοιο έκανε και ο Μητροπολίτης Μυτιλήνης, Ιάκωβος, ο οποίος μέσα σε μια μέρα πραγματοποίησε τρεις φορές διανομές άρτου, με αποτέλεσμα η τεταμένη κατάσταση που βρισκόταν ο πληθυσμός του νησιού να μην κλιμακωθεί εκ νέου.
Η φιλόλογος Ελπινίκη Ταστάνη, στην εισήγησή της με θέμα: “Το Ούρλιασμα της πείνας: Οι συνέπειες της οικονομικής κρίσης του Μεσοπολέμου τη Λέσβο, όπως αναπαριστώνται στον τοπικό Τύπο της εποχής”, σημείωσε για την εξέγερση πως το μέτρο της διανομής ψωμιού έδειξε αυτό ακριβώς, πως “δεν ήτανε αναρχική ή πολιτική η εξέγερση. Ήτανε για το ψωμί. Άναβε για το ψωμί και έσβηνε με το ψωμί”.
Διαβάστε στη “ΜτΧ”:Η φωτογραφία με την μάνα που θρηνεί τον δολοφονημένο γιο της στην απεργία των καπνεργατών στη Θεσσαλονίκη. Ο «ματωμένος Μάης των εργατών» που ενέπνευσε τον Ρίτσο να γράψει τον «Επιτάφιο». Βίντεο με το χρονικό…
Ακολουθήστε την mixanitouxronou.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε τις σημαντικότερες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στη mixanitouxronou.gr