3 Μαρτίου 1822, Κυριακή της Ορθοδοξίας. Στη Νάουσα Ημαθίας, η λειτουργία που τελέστηκε στον μητροπολιτικό ναό του Αγίου Δημητρίου ήταν διαφορετική από κάθε προηγούμενη. Η εκκλησία ήταν κατάμεστη και το κλίμα ήταν πανηγυρικό. Πέρα από ντόπιους, είχαν προσέλθει όλοι οι αρματολοί του Βερμίου.
Μετά το πέρας της Θείας Λειτουργίας, ο ιερέας απηύθυνε πατριωτικό λόγο στο ποίμνιό του, προτρέποντάς τους να συμμετάσχουν στον Ιερό Αγώνα. Έπειτα, ύψωσαν το ιερό λάβαρο στο φρούριο της πόλης και στις επτά πύλες. Η επανάσταση κηρύχθηκε επίσημα στην Νάουσα.
Η πόλη της Νάουσας, λόγω της γεωγραφικής της θέσης, αλλά και της σθεναρής αντίστασης στον Αλή Πασά, που συνεχώς την πολιορκούσε, είχε αναδειχθεί σε σημαντικό επαναστατικό κέντρο της κεντρικής Μακεδονίας. Επιπλέον, εκεί δρούσε μία ισχυρή τριανδρία που θα μπορούσε να πάρει τα ηνία του αγώνα: ο πρόκριτος Ζαφειράκης Θεοδοσίου Λογοθέτης, ο Αγγελής Γάτσος και ο Τάσιος Καρατάσιος -κατά κόσμον γερο-Καρατάσιος.
Με την επίσημη κήρυξη της επανάστασης, ο Ζαφειράκης αναγορεύτηκε πολιτικός αρχηγός και ο γερο-Καρατάσιος στρατάρχης. Συγκρότησε τρία μεγάλα σώματα, αφενός για την περιφρούρηση της πόλης και αφετέρου για την έφοδο σε άλλες περιοχές. Είχε υπό τις διαταγές του όλο τον ένοπλο πληθυσμό και τους παλιούς κλέφτες των ορεινών περιοχών, οι οποίοι αποτελούσαν την κύρια εξασκημένη μάχιμη δύναμη.
Αμέσως κατέλαβε περάσματα στα βουνά, δρόμους και γέφυρες. Πρώτος στόχος ήταν η Βέροια και εκστράτευσε εκεί με 1800 πολεμιστές.
Από την άλλη ο Κεχαγιάμπεης Μεχμέτ Αγάς, του βαλή της Θεσσαλονίκης, που υπερασπιζόταν τη Βέροια δεν έμεινε άπραγος. Αντικατέστησε όλους τους δερβέναγες που ήλεγχαν τις διόδους, με άτομα της εμπιστοσύνης του. Ύστερα, συνέλαβε και κρέμασε 12 Βεροιώτες που είχαν μυηθεί στον αγώνα, αφόπλισε όλους τους κατοίκους και ενίσχυσε τη φρουρά της πόλης.
Παράλληλα, ο τούρκος στρατάρχης Χουρσίτ Αχμέτ πασάς που βρισκόταν στη Λάρισα έστειλε τον Δερβέναγα Σουλεϊμάν Κόντο με ισχυρό στράτευμα.
Ο γερό–Καρατάσιος δεν πτοήθηκε. Επιτέθηκε στη Βέροια αιφνιδιαστικά μέσα στη νύχτα, κατέλαβε τις ακρινές συνοικίες και έκαψε όλα τα τουρκικά σπίτια. Ο Κεχαγιάμπεης όμως έχοντας στη διάθεση του 6.000 άνδρες κατόρθωσε να τους αναχαιτίσει. Ο Καρατάσιος αναγκάστηκε να υποχωρήσει και να αποσυρθεί στο μοναστήρι της Παναγίας του Δοβρά.
Η μάχη της Παναγίας του Δοβρά
Στις 12 Μαρτίου 1822 ο Κεχαγιάμπεης με ένα στράτευμα 4.000 αντρών εξαπέλυσε επίθεση κατά του μοναστηριού. Ο γερό Καρατάσιος με συντονισμένες κινήσεις την απέκρουσε, προξενώντας μάλιστα βαριές απώλειες στους Τούρκους.
Ο κλέφτες της Νάουσας εξασκημένοι στη μάχη, οχυρώθηκαν στα παράθυρα των κελιών και πίσω από τους ψηλούς τοίχους του μοναστηριού εξασθένησαν την άμυνα των Τούρκων και αναγκάστηκαν σε υποχώρηση. Δυο ώρες αργότερα, η επίθεση επαναλήφθηκε με μεγαλύτερη μανία από τους Τούρκους.
Μετά από μία ακόμη αποτυχημένη προσπάθεια να μπουν στο μοναστήρι, ο λυσσασμένος -όπως τον περιγράφουν- Κεχαγιάμπεης με δυνατούς αλαλαγμούς διέταξε τους άνδρες του να αναρριχηθούν στους τοίχους και να πηδήξουν μέσα στον αυλόγυρο της μονής. Αυτή τη φορά τα κατάφεραν.
Τα πράγματα είχαν δυσκολέψει για τους Έλληνες. Ο γερό Καρατάσιος διέταξε αντεπίθεση. Οι οχυρωμένοι πολεμιστές βγήκαν από τα κελιά με τα σπαθιά και ο αυλόγυρος μετατράπηκε σε σφαγείο. Ο Ζαφειράκης και ο Γάτσος έστειλαν ενισχύσεις. Έτσι η έκβαση ήταν επιτυχής. Χτυπώντας από τα πλάγια, ανάγκασαν τους Τούρκους σε υποχώρηση, αφού μετρούσαν ήδη απώλειες 1500 ανδρών.
Προτού ο γερό Καρατάσιος επιστρέψει στη Νάουσα, έστειλε 150 πολεμιστές να εξουδετερώσουν τουρκικές τοπικές φρουρές στα γύρω χωριά. Πράγματι, οι άνδρες του εξουδετέρωσαν όλες τις τουρκικές φρουρές και πυρπόλησαν τα χωριά Οσιλιάνη και Δραζίλοβο.
Τα αντίποινα των Τούρκων
Ο Κεχαγιάμπεης, ταπεινωμένος, διψούσε για εκδίκηση. Επειδή οι κάτοικοι της Λοζίτσας και του Δοβρά συνεργάστηκαν με τους Ναουσαίους επαναστάτες, συνέλαβε πάνω από 80 γυναικόπαιδα και τα έστειλε αλυσοδεμένα στη Θεσσαλονίκη. Κρέμασε ακόμα τον ηγούμενο της μονής Δοβρά που πολέμησε δίπλα στον γερό Καρατάσιο και έκαψε όλα τα γύρω μοναστήρια.
Παράλληλα, ο βαλής της Θεσσαλονίκης, Εμπού Λουμπούτ, ενημερώθηκε για την ήττα των Τούρκων δυο μέρες αργότερα. Η επαναστατημένη Νάουσα αποτελούσε ένα σημαντικό εμπόδιο της καθόδου προς την Πελοπόννησο.
Έτσι, αποφάσισε να ηγηθεί ενός ισχυρού σώματος 6000 ανδρών, ενός συντάγματος ιππικού και 12 πυροβόλων και να να καταστείλει την εξέγερση με κάθε μέσο. Φτάνοντας έξω από την πόλη, συνένωσε τα στρατεύματά του με τις δυνάμεις του Κεχαγιάμπεη, με το σύνολο του τακτικού στρατού να φτάνει τους 12.000 άνδρες.
Πριν εξαπολύσει επίθεση, έδωσε την επιλογή στους αντιπάλους να καταθέσουν τα όπλα και να ζητήσουν συγγνώμη μέσω απεσταλμένων. Οι Ναουσαίοι απέρριψαν τις προτάσεις του υβριστικά. Τότε ο Εμπού Λουμπούτ έδωσε πρώτα εντολή να αποκοπούν οι ορεινές συγκοινωνίες από την πλευρά του Βερμίου. Στη συνέχεια, συγκέντρωσε όλα τα όπλα από τους τούρκους τσιφλικάδες του κάμπου για να εξοπλίσει τους τούρκους χωρικούς, τους οποίους επιστράτευσε.
Στις 27 Μαρτίου του 1822, άρχισε βαθμιαία την επίθεση. Πρώτα έστειλε 400 έφιππους ως προπομπό για να εξακριβώσει τις θέσεις των Ελλήνων. Οι ιππείς πέρασαν από τα πυρά των Ναουσαίων και προσπάθησαν να φτάσουν στην Βεροιώτικη βρύση για να ασκήσουν πίεση στις γύρω περιοχές και ειδικά της Κωτίχας που ήταν το αρχηγείο του Καρατάσιου, αλλά οι Ναουσαίοι κατάφεραν να ανακόψουν την πορεία τους καταστρέφονταν τη γέφυρα.
Η μεγαλύτερη φάλαγγα πεζικού στάλθηκε στην Κοτίχα
Εκεί δόθηκε μια σκληρή εξάωρη μάχη, με τους Τούρκους να αποχωρούν μετά την σφοδρή επίθεση των ανδρών του Καρατάσιου. Ωστόσο, την επόμενη μέρα επέστρεψαν, εξαπολύοντας νέα επίθεση. Για ακόμη μια φορά, οι Ναουσαίοι την απέκρουσαν ηρωικά. Οι απώλειες των Τούρκων σε αυτές τις πρώτες επιθέσεις ήταν σοβαρές και το ηθικό των Ελλήνων ήταν πλέον ακμαιότατο.
Ακολούθησε μια τριήμερη παύση και στο διάστημα αυτό ο Εμπού Λουμπούτ έκανε συνεχώς συσκέψεις με τους επιτελείς του προσπαθώντας να βρει καταλληλότερο τρόπο κατάληψης του επαναστατικού προπύργιου που τόσο αποτελεσματικά κρατούσε την άμυνα.
Στις αρχές Απριλίου έφτασε φιρμάνι από την Κωνσταντινούπολη, το οποίο πίεζε στην ουσία περαιτέρω τον βαλή της Θεσσαλονίκης να καταλάβει πάση θυσία τη Νάουσα. Πρόσταζε μάλιστα να σφαχτούν όλα τα αγόρια από 15 ετών και άνω, να αιχμαλωτιστούν τα γυναικόπαιδα και να κατασχεθούν όλες οι ελληνικές περιουσίες.
Έτσι, στις 2 Απριλίου οι μάχες ξεκίνησαν ξανά. Ο τούρκος στρατηγός Ταχίρ Μπέης με δυο φάλαγγες πέρασε ανατολικά κατευθυνόμενος προς τον ποταμό Αράπιτσα. Ο Γάτσος παρακολουθούσε από τα υψώματα τις εχθρικές κινήσεις και κατάφερε να ανακόψει την πρώτη φάλαγγα. Στη μάχη αυτή σκοτώθηκαν 57 Ναουσαίοι και τριπλάσιοι Τούρκοι.
Η δεύτερη όμως φάλαγγα του Ταχίρ Μπέη κατόρθωσε ύστερα από πεισματώδη μάχη να επικρατήσει, έχοντας παρόλα αυτά υποστεί σοβαρές απώλειες.
Ταυτόχρονα, ο κύριος όγκος του πεζικού από 4.000 άνδρες με αρχηγό τον ίδιο τον Εμπού Λουμπούτ επιτέθηκε κατά του Καρατάσιου. Ύστερα από 8ωρη αιματηρή μάχη ο βαλής της Θεσσαλονίκης αναγκάστηκε να υποχωρήσει.
Η πολιορκία
Για 23 συνεχόμενες μέρες, έως και τις 14 Απριλίου, οι ντόπιοι μάχονταν ακατάπαυστα έναντι του Εμπού Λουμπούτ. Οι απανωτές αποτυχίες είχαν εξοργίσει τον Τούρκο, καθώς η Νάουσα δεν έδειχνε με τίποτα να υποκύπτει. Ο Ταχίρ Μπέης που ηγούνταν της πολιορκίας, αναγκάστηκε να ενισχύσει τις δυνάμεις του. Εκτός από τα 12 πυροβόλα που ήδη είχε, μετέφερε άλλα δυο βαρέα φρουριακά προκειμένου να αρχίσει έναν αδιάκοπο βομβαρδισμό από όλα τα μέτωπα.
Οι Ναουσαίοι επιχείρησαν εξόδους και εφόδους, αλλά τα αποτελέσματα ήταν προσωρινά και οι αντεπιθέσεις των Τούρκων συνεχείς. Μέχρι τα μέσα Απριλίου, η τύχη της πόλης είχε πια στρατιωτικά κριθεί, αφού ήταν αδύνατο τακτικός και εμπειροπόλεμος στρατός από 12.000 άνδρες με ισχυρότατο πυροβολικό και ιππικό που διέθετε ανεξάντλητες εφεδρείες, άφθονα πυρομαχικά και τρόφιμα, να μην επιβληθεί.
Οι επαναστάτες από την άλλη, εξαντλημένοι, χωρίς εφόδια δεν κάμφθηκαν ψυχολογικά, αν και ήξεραν καλά τι τους περίμενε. Ρίχτηκαν στον αγώνα μέχρις εσχάτων απορρίπτοντας κάθε δελεαστική πρόταση των Τούρκων με σκοπό την παράδοση των όπλων.
Το ολοκαύτωμα της Νάουσας
Στις 14 Απριλίου ο βαλής Εμπού Λουμπούτ έλαβε νέες ενισχύσεις από τις φρουρές της Βόρειας και Δυτικής Μακεδονίας και ξεκίνησε την τελική επίθεση κατά της Νάουσας. Ύστερα από τετραήμερο ακατάπαυστο βομβαρδισμό, κατόρθωσε στις 18 Απριλίου να παραβιάσει την Πύλη του Αγίου Γεωργίου και να εισβάλει.
Οι πολιορκητές όρμησαν στην πόλη με αλαλαγμούς, σφάζοντας και λεηλατώντας. Σε μία από τις συνοικίες που κατέλαβαν, σκότωσαν τον Κώστα Κασομούλη, πατέρα του γνωστού αγωνιστή και συγγραφέα του αγώνα. Ο Κασομούλης δεν έπεσε αμαχητί. Πρόλαβε να σκοτώσει 15 Τούρκους.
Οι άντρες του Εμπού Λουμπούτ μπήκαν ακόμα και στο ναό του Αγίου Γεωργίου, όπου είχε καταφύγει άμαχος πληθυσμός. Αφού έσφαξαν τα γυναικόπαιδα, έκαψαν την εκκλησία.
Προχωρώντας, οι Τούρκοι συνάντησαν αντίσταση από τον μικρότερο γιο του Καρατάσιου μαζί με κάποιους ακόμα συμπολεμιστές του. Ένας από αυτούς, ο Ζώτος, βαριά τραυματισμένος έβαλε φωτιά στην πυριτιδαποθήκη και ανατινάχτηκε.
Ο όγκος του τουρκικού πεζικού, στράφηκε προς τον πύργο του Ζαφειράκη που τον υπερασπιζόταν ο Γιαννάκης Καρατάσιος με τους 500 εναπομείναντες Ναουσαίους άντρες. Μέσα στον πύργο είχαν βρει καταφύγιο πολλά γυναικόπαιδα. Μετά από μία τριήμερη αντίσταση αποφασίστηκε ότι η έξοδος ήταν μονόδρομος. Έτσι κι αλλιώς, όπως ήταν αναμενόμενο.
Η ηρωική έξοδος ήταν εξαρχής καταδικασμένη και οι περισσότεροι σκοτώθηκαν. Όσοι γλίτωσαν, κατέφυγαν σε χωριά της Κοζάνης και της Πτολεμαΐδας. Όσοι αιχμαλωτίστηκαν, περίπου 2.000, οδηγήθηκαν στη θέση Κιόσκι και κρεμάστηκαν.
Στις 21 Απριλίου χάθηκε κάθε ελπίδα περαιτέρω άμυνα και τα πυρομαχικά τελείωσαν. Ο Ζαφειράκης με τον Γιαννάκη Καρατάσιο και με ελάχιστα ακόμα άτομα κατάφεραν να ξεφύγουν προς τον Άγιο Νικόλαο. Λίγο μετά μαχόμενοι έπεσαν και αυτοί ηρωικά. Οι Τούρκοι πήραν τα κεφάλια τους, τα κάρφωσαν σε κοντάρια και τα περιέφεραν στην πόλη, αναγκάζοντας τα γυναικόπαιδα που είχαν αφήσει ζωντανά να ακολουθήσουν την μακάβρια παρέλαση.
Σύμφωνα με τουρκικό έγγραφο, από τη δήμευση των περιουσιών των Ναουσαίων εισπράχθηκε το τεράστιο ποσό των 373.500 γροσίων. Με τα λάφυρα αυτά και τους αιχμαλώτους, ο Εμπού Λουμπούτ επέστρεψε θριαμβευτής στη Θεσσαλονίκη.
Οι Ναουσαίοι οπλαρχηγοί που κατάφεραν να διασωθούν, μεταξύ των οποίων ο γερο- Καρατάσιος, οι γιοι του και ο Αγγελής Γάτσος, πήγαν στη νότια Ελλάδα και ένωσαν τις δυνάμεις τους με τους εκεί επαναστατημένους Έλληνες.
Αντλήθηκε υλικό από το βιβλίο “Νάουσα: Ο τόπος, το χθες και το σήμερα…”. Φωτογραφίες από την ταινία «Πολιορκία» του Βασίλη Τσικάρα Aratos Films. Βασίζεται σε αληθινά γεγονότα και δη στη μάχη της Μονής Δοβρά στη Βέροια, το Μάρτιο του 1822.
Ακολουθήστε την mixanitouxronou.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε τις σημαντικότερες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στη mixanitouxronou.gr