Από τον Σεπτέμβριο του 2000 ως τον Απρίλιο του 2007, μια ακροδεξιά οργάνωση στη Γερμανία δολοφόνησε 8 μετανάστες από την Τουρκία, έναν Έλληνα, τον Θεόδωρο Βουλγαρίδη, και μία γερμανίδα αστυνομικό. Οι γειτονιές των Τούρκων μεταναστών έγιναν στόχος αλλεπάλληλων εμπρησμών.
Οι ρατσιστικές επιθέσεις έγιναν καθημερινότητα και οι ροπαλοφόροι με τις μπότες και τα μπουφάν ανέλαβαν το ρόλο των ταγμάτων εφόδου εναντίον μεταναστών. Το 2011, αποκαλύφθηκε ότι πίσω από τις εγκληματικές πράξεις ήταν η νεοναζιστική οργάνωση NSU (National Socialist Underground).
Στις 6 Μαϊου 2013 οι δράστες και ηγετικά στελέχη της οργάνωσης κάθισαν στο εδώλιο. Κατά τη διάρκεια της δίκης οι Υπηρεσίας Ασφάλειας της Γερμανίας, αμφισβητήθηκαν ως προς την αφοσίωσή τους στο νόμο, καθώς κατηγορήθηκαν ότι μάλλον προστάτευσαν τους δολοφόνους παρά τους καταδίωκαν.
Στις 11 Ιουλίου 2018 το δικαστήριο έκρινε ένοχα τα στελέχη της οργάνωσης, επιβάλλοντας όμως ποινές “χαμηλότερες των προσδοκιών“, όπως κατήγγειλαν οι δικηγόροι των θυμάτων. Τα εγκλήματα για τα οποία δικάστηκαν ήταν 43 απόπειρες ανθρωποκτονίας, δέκα δολοφονίες, δύο βομβιστικές επιθέσεις και 15 τραπεζικές ληστείες.
Ενμέρ Σίμσεκ. Το πρώτο θύμα της εγκληματικής οργάνωσης
9 Νοεμβρίου 2000. Ο Ενμέρ Σίσμεκ, τούρκος μετανάστης, δέχτηκε 8 πυροβολισμούς, σε περιοχή της Νυρεμβέργης. Μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο και δύο μέρες αργότερα ξεψύχησε.
Ο Σισμέκ διατηρούσε ανθοπωλείο στο γερμανικό Έσσε και την μοιραία ημέρα βρέθηκε στη Νυρεμβέργη, ύστερα από μία παραγγελία. Βρέθηκε κυριολεκτικά στο λάθος μέρος την λάθος στιγμή. Η ιατροδικαστική εξέταση έδειξε ότι δέχτηκε τα πυρά δύο διαφορετικών όπλων. Στον στον τόπο του εγκλήματος, στο προάστιο Langwasser της Νυρεμβέργης, την περίοδο της χιτλερικής γερμανίας, λειτουργούσε στρατόπεδο συγκέντρωσης.
Ο Σισμέκ ήταν το πρώτο από τα 9 θύματα της NSU. Τον Σεπτέμβριο του 2014, κάτοικοι της Νυρεμβέργης αποφάσισαν να χρηματοδοτήσουν την ανέγερση τιμητικής πλακέτας στη μνήμη των θυμάτων. Την ημέρα των “εγκαινίων” παρευρέθηκε και η γυναίκα του Σισμέκ, η οποία επισκέφτηκε το σημείο για πρώτη φορά. Αργότερα η πλάκα εκλάπη από “αγνώστους” και αντικαταστάθηκε από άλλη πινακίδα με τη φωτογραφία του άτυχου ανθοπώλη.
Ο τριμελής πυρήνας της NSU
Η Μπεάτε Τσέπες, ιδρυτικό στέλεχος της οργάνωσης, κρίθηκε ένοχη για δέκα κατηγορίες ανθρωποκτονίες, για την συμμετοχή της σε τρομοκρατική οργάνωση και καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη. Η πρώτη της επαφή με την ακροδεξιά ιδεολογία ήταν το 1991, όταν γνώρισε τον Ούε Μούντλος.
Ο Μούντλος ήταν γιος ενός καθηγητή πληροφορικής στο Πανεπιστήμιο Εφαρμοσμένων Επιστημών της Jena και έφτασε με την οικογένειά του στην Βιντζέρλα λίγο πριν την πτώση του Τείχους του Βερολίνου. Αρχικά ήταν καλοί φίλοι. Μετά έγιναν εραστές και αργότερα σύντροφοι στην οργάνωση που συμμετείχαν για να εξοντώνουν τους ξένους. Σύντομα οργανώθηκαν στον τοπικό πυρήνα της NSU στην Γιένα και ήρθαν σε επαφή με το εθνικό και διεθνές νεοναζιστικό δίκτυο.
Ο Ούβε Μπένχαρτ έγινε στενός φίλος του ζευγαριού. Αρχικά δεν “γέμισε το μάτι” των ομοϊδεατών του, καθώς πίστευαν πως ενδιαφερόταν για μικροεγκλήματα και πως δεν γνώριζε αρκετά για την ιστορία του Ράιχ.
Τελικά κέρδισε την εμπιστοσύνη τους με την πρωταγωνιστική του συμμετοχή στις ρατσιστικές επιθέσεις εναντίον προσφύγων και μεταναστών.
Ρατσιστικές επιθέσεις στην ημερήσια διάταξη των ναζιστών της Γιένα
Τραγούδια που υμνούσαν την άρια φυλή αποτελούσαν την κύρια διασκέδαση των τριών φίλων. “Η Γερμανία για τους Γερμανούς – να φύγουν οι ξένοι” ήταν το μότο τους. Σταδιακά, οι χιτλερικής έμπνευσης ιδέες, τους όπλισαν τα χέρια. Οι προσφυγικοί καταυλισμοί, οι μετανάστες, κυρίως ανατολίτικης καταγωγής, καθώς και οι “αντιφρονούντες”, αποτέλεσαν τον κύριο στόχο τους.
Ξυλοδαρμοί, εμπρησμοί και πάσης φύσεως επιθέσεις ήταν στην ημερήσια διάταξη. “Στο κέντρο μπορούσαμε να κυκλοφορούμε με ασφάλεια, αλλά γινόταν επικίνδυνο τις Τρίτες στις 10:00 και 10:30 το βράδυ“, αφηγείται ένα από εκατοντάδες θύματα της οργάνωσης.
“Μας περίμεναν με τα ρόπαλα του μπέιζμπολ στα αμάξια. Όποιος έβγαινε από την τοπική λέσχη της νεολαίας ήταν στόχος“. Ρόπαλα, μεταλλικές μπότες, μπουφάν, κουκούλες αποτελούσαν τον ενδυματολογικό κώδικα των “ταγμάτων εφόδου” της NSU.
Αυτοκτόνησαν για να μην συλληφθούν
Στα μέσα της δεκαετίας του 1990, οι τρεις φίλοι ήταν ενεργά μέλη της νεοναζιστικής οργάνωσης “Thüringer Heimatschutz“, η οποία είχε τη βάση της στο ομόσπονδο κρατίδιο της Θουριγγίας στην ανατολική Γερμανία.
Ο Ούβε Μπένχαρτ και ο Ούε Μούντλος αυτοκτόνησαν στις 4 Νοεμβρίου του 2011, προκειμένου να αποφύγουν τη σύλληψή τους. Εκείνη την ημέρα διέπραξαν την πρώτη τους αποτυχημένη τραπεζική ληστεία στην γερμανική πόλη Άϊζεναχ. Οι δύο νεοναζί ληστές κρύφτηκαν στο σταθμευμένο τρόχοσπιτό τους, το οποίο σύντομα περικύκλωσαν δυνάμεις της Αστυνομίας.
Προτίμησαν να αυτοκτονήσουν παρά να δικαστούν. Άλλωστε είχαν 14 ληστείες στο βιογραφικό τους και μια ενδεχόμενη αποκάλυψη της συμμετοχής τους στη νεοναζιστική NSU, θα σήμαινε την ισόβια κάθειρξή τους. Μεταγενέστερη έρευνα έδειξε ότι ο Μούντλος αρχικά πυροβόλησε τον συνεργάτη του, Ούβε Μπένχαρτ, και μετά έβαλε φωτιά στο τροχόσπιτο και κάηκε ζωντανός.
Η ομολογία της Μπεάτε Τσέπες
Μετά τον θάνατο των συντρόφων της, η Μπεάτε Τσέπες κυκλοφόρησε ένα βίντεο ομολογίας. Το βίντεο, με διάρκεια 15 λεπτά, έδειχνε σκηνές από τον τόπο του εκάστοτε εγκλήματος και φωτογραφίες των θυμάτων. Αμέσως μετά πυρπόλησε το σπίτι, στο οποίο συγκατοικούσαν οι τρεις τους.
Στα συντρίμμια της καμένης κατοικίας, η Αστυνομία βρήκε ένα όπλο, το οποίο αποδείχθηκε πως ήταν αυτό που είχε χρησιμοποιηθεί και στις 9 ανθρωποκτονίες της NSU. Τότε ήταν που οι Αρχές συνειδητοποίησαν πως οι συγκεκριμένες δολοφονίες δεν αποτελούσαν μεμονωμένα περιστατικά, αλλά εγκληματικές πράξεις άρρηκτα συνδεδεμένες με την ιδεολογία και το σχέδιο δράσης της νεοναζιστικής οργάνωσης.
Το ερασιτεχνικό βίντεο, είναι γεμάτο από συνθήματα μίσους εναντίον των μεταναστών και χλευάζει τα θύματα της δολοφονίας. Πριν από τη σύλληψή της, η Zschäpe φέρεται να έστειλε αντίγραφα του βίντεο στο οποίο η NSU ανέλαβε την ευθύνη για τα εγκλήματα.
Όταν η Μπεάτε Τσέπες τηλεφώνησε στην αστυνομία και δεν την κατάλαβαν
Τέσσερις μέρες μετά την δημοσίευση της βιντεοσκοπημένης ομολογίας, στις 8 Νεομβρίου 2011, η Μπεάτε Τσάπες τηλεφώνησε στην Αστυνομία για να παραδοθεί. “Γειά σας, εδώ Μπεάτε Τσάπες. Είμαι ο άνθρωπος που ψάχνετε και ο λόγος για τον οποίο όλη η πόλη βρίσκεται στο πόδι“, είπε.
Ο αστυνόμος στην άλλη άκρη του ακουστικού δεν την αναγνώρισε. “Δεν γνωρίζω κάποια τέτοια υπόθεση“, εξήγησε και έκλεισε το τηλέφωνο. Λίγες ώρες μετά, η Τσάπες κατέφτασε με τον δικηγόρο της στο αστυνομικό τμήμα της Γιένα και παραδόθηκε. Στις 11 Νοεμβρίου 2011 ξεκίνησαν οι ερευνητικές διαδικασίες για την υπόθεσή της, οπότε και αποκαλύφθηκε η συμμετοχή της στην εγκληματική οργάνωση NSU.
Στις 8 Νοεμβρίου 2012 της απαγγέλθηκαν κατηγορίες για τις οκτώ δολοφονίες μεταναστών από την Τουρκία και την δολοφονία του Έλληνα μετανάστη Θεόδωρου Βουλγαρίδη. Κατηγορήθηκε ακόμα για τις δολοφονικές επιθέσεις εναντίον δύο αστυνομικών υπαλλήλων στο Χέιλμπρον και για τις βομβιστικές επιθέσεις σε δύο περιοχές της Κολωνίας, στις οποίες κατοικούσαν κυρίως Τούρκοι μετανάστες.
Η δίκη της ξεκίνησε τον Μάιο του 2013. Πάνω από 800 μάρτυρες κατέθεσαν. Η Τσάπες παρέμεινε αμίλητη για τα πρώτα 2μιση χρόνια της διαδικασίας. Τελικά καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη.
Κρίθηκε ένοχη και για τις δέκα περιπτώσεις ανθρωποκτονίας, για εμπρησμό, ληστεία, εκβιασμό και για διεύθυνση και συμμετοχή σε τρομοκρατική οργάνωση. Άλλοι τέσσερις νεοναζιστές που δικάζονταν μαζί με την Τσάπε καταδικάστηκαν σε ποινές από δυόμιση έως και δέκα χρόνια κάθειρξη, επειδή προσέφεραν επιμελητειακή στήριξη στην εγκληματική οργάνωση.
Ο ρόλος των διωκτικών αρχών και των πληροφοριοδοτών τους
Το Bundestag, το κοινοβούλιο της Γερμανίας και πολλά κρατικά κοινοβούλια δημιούργησαν ερευνητικές επιτροπές για να διαλευκάνουν τις αποτυχίες των διωκτικών αρχών στην υπόθεση NSU. Κατά τη διάρκεια της έρευνας μέλη του κοινοβουλίου κατηγόρησαν τον υπεύθυνο εισαγγελέα, Herbert Diemer, για ελλιπή διερεύνηση των αποδεικτικών στοιχείων.
Μάλιστα, κατηγορήθηκε πως σκόπιμα δεν προχώρησε σε διεξοδική έρευνα των στοιχείων, προκειμένου να προστατεύσει τους εγχώριους πράκτορες μυστικών υπηρεσιών και τους πληροφοριοδότες, οι οποίοι ενδεχομένως να γνώριζαν για τη φύση των εγκλημάτων της NSU.
Ένα μεγάλο ανεπίλυτο μυστήριο παραμένει εκείνο του αξιωματικού πληροφοριών Andrea T., ο οποίος βρέθηκε στον τόπο του εγκλήματος την ώρα της μίας από τις δέκα δολοφονίες και δεν κατέθεσε ποτέ. Συγκεκριμένα, στις 6 Απριλίου 2006, βρισκόταν στο ίντερνετ καφέ που διατηρούσε ο Χαλίτ Γιοζγκάτ, ο οποίος πυροβολήθηκε εν ψυχρώ στο κατάστημά του, από μέλη της νεοναζιστικής οργάνωσης.
Ο αξιωματικός προσπάθησε να κρύψει το γεγονός ότι ήταν αυτόπτης μάρτυρας της δολοφονίας. Όταν, όμως, αποκαλύφθηκε η παρουσία του εκεί, ισχυρίστηκε ότι δεν άκουσε ποτέ τους πυροβολισμούς. Η υπόθεση κίνησε ακόμα περισσότερο τις υποψίες των ερευνητών, για τις γερμανικές Υπηρεσίες Ασφαλείας, οι οποίες πιστεύεται πως είχαν πλήρη γνώση της εγκληματικής δραστηριότητας της NSU και σιωπούσαν.
Αντίστοιχες υποψίες κινήθηκαν και γύρω από τον ρόλο των πληροφοριοδοτών, οι οποίοι συχνά ήταν υψηλόβαθμα στελέχη στη νεοναζιστική σκηνή και χρηματοδοτούνταν αδρά από το κράτος για να παρέχουν χρήσιμες πληροφορίες.
Δεν ήταν λίγες οι περιπτώσεις, όπου επίλεκτοι άνδρες των διωκτικών αρχών ανέλαβαν να εισχωρήσουν στην οργάνωση NSU, για να συγκεντρώνουν πληροφορίες αλλά κατέληξαν να γίνονται οι ίδιοι δράστες.
Πηγή χαρακτηριστικής φωτογραφίας: Wikipedia
Διαβάστε ακόμα στη “ΜτΧ”: Ο Χάινριχ Χίμλερ που εκτέλεσε 4 εκατομμύρια ανθρώπους χαρακτήριζε «καθαρή δολοφονία» το κυνήγι ζώων. Ο Αμερικανός επιλοχίας που τον συνέλαβε του είπε απλά: «ξέρω ποιος είσαι. Και τώρα γδύσου»
Ακολουθήστε την mixanitouxronou.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε τις σημαντικότερες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στη mixanitouxronou.gr