Η δολοφονία του συγγραφέα Μένη Κουμανταρέα στο διαμέρισμά του. Γιατί η Χούντα τον δίκασε ως “άσεμνο πορνογράφο”

Η δολοφονία του συγγραφέα Μένη Κουμανταρέα στο διαμέρισμά του. Γιατί η Χούντα τον δίκασε ως “άσεμνο πορνογράφο”

Ξημερώματα 6ης Δεκεμβρίου 2014. Ο συγγραφέας και μεταφραστής, Μένης Κουμανταρέας βρέθηκε νεκρός στο διαμέρισμά του, σε πολυκατοικία της οδού Ζακύνθου 3 στην Κυψέλη.

Η πόρτα και τα παράθυρα δεν έφεραν σημάδια παραβίασης, αλλά αρκετά πράγματα βρέθηκαν ανακατωμένα στα δωμάτια. Επίσης εντοπίστηκαν κηλίδες αίματος και τα γυαλιά του 83χρονου πεζογράφου σπασμένα ανάμεσα στο ασανσέρ και τη σκάλα της πολυκατοικίας.

Σύμφωνα με τους ιατροδικαστές, το σώμα του Κουμανταρέα έφερε βαριές κακώσεις στο κεφάλι και την κοιλιά, εκδορές και μώλωπες στο λαιμό και το πρόσωπο και ίχνη στραγγαλισμού.

Οι αρχές οδηγήθηκαν στο συμπέρασμα ότι ο  συγγραφέας του μυθιστορήματος “Η φανέλα με το 9” είχε δολοφονηθεί. Ακόμη, υπέθεσαν ότι ο δράστης ή οι δράστες του εγκλήματος ήταν γνωστοί του θύματος και κίνητρο ήταν η ληστεία.

Η είδηση για τη δολοφονία του Κουμανταρέα σόκαρε το πανελλήνιο και απασχόλησε έντυπα, τηλεοπτικά και διαδικτυακά ΜΜΕ.

Άνθρωποι του πνεύματος, όπως η Κική Δημουλά και ο Τίτος Πατρίκιος, εξέφρασαν την οδύνη και τη θλίψη τους “για την απώλεια ενός φίλου και σπουδαίου ανθρώπου“.

Δονοφόνησαν τον Μένη Κουμανταρέα - MEGA ΓΕΓΟΝΟΤΑ

Ποιοι ήταν οι δολοφόνοι και ποιο το κίνητρο της δολοφονίας

Τον Ιανουάριο του 2015, οι αρχές ανακοίνωσαν ότι εξιχνίασαν την υπόθεση. Συνέλαβαν δύο Ρουμάνους ως άμεσα εμπλεκόμενους στο έγκλημα: τον 26χρονο Στεφάν Ματασαρεάνου και τον 29χρονο Κοσμίν Γκαϊτάν.

Σύμφωνα με την ανακοίνωση της ΕΛ.ΑΣ., ο Ματασαρεάνου “απολογούμενος ισχυρίστηκε ότι, τις βραδινές ώρες της 5ης Δεκεμβρίου, επισκέφθηκε με τον συναυτουργό του το θύμα στην κατοικία του, προκειμένου να του ζητήσει δανεικά χρήματα.

Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του, όταν του ζήτησε χρήματα, το θύμα αντέδρασε και κατά τη λογομαχία ο δράστης το έσπρωξε, με αποτέλεσμα το θύμα να πέσει στο δάπεδο. Ο δράστης ισχυρίστηκε ότι κατά τη λογομαχία τους δεν βιαιοπράγησε κατά του θύματος, αλλά μόνο τον απώθησε βίαια“.

Με βάση τα στοιχεία της δικογραφίας, ο Ματασαρεάνου ήξερε πως ο Κουμανταρέας είχε εισπράξει χρηματικό ποσό της τάξεως των 150.000 ευρώ από πώληση ακινήτου. Φέρεται να πίεζε τον συγγραφέα να του δώσει λεφτά, αλλά εκείνος δεν ενέδωσε στις απαιτήσεις του.

Από την μεριά του, ο Γκαϊτάν είχε ισχυριστεί στην ανακρίτρια ότι ο συγκατηγορούμενός του ήταν ο αυτουργός. Ανέφερε ότι ο Ματασαρεάνου χτύπησε πολλές φορές τον συγγραφέα στην είσοδο της πολυκατοικίας, πριν τον οδηγήσει στο εσωτερικό του διαμερίσματος.

Ο Ματασαρεάνου αναίρεσε αργότερα όσα είχε ομολογήσει. Διατεινόταν ότι “δεν θα μπορούσε να κάνει κακό” στον Κουμανταρέα, γιατί τον είχε γνωρίσει όταν ήταν έφηβος και ήταν “ευνοημένος τόσο από αυτόν όσο και από τη σύζυγό του“, η οποία πέθανε το 2010. Επιπλέον, αρνήθηκε πως έκλεψε χρήματα ή αντικείμενα αξίας από την κατοικία του Κουμανταρέα.

Παρ’ όλ’ αυτά, το βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών έκανε λόγο για “καρτέρι θανάτου” των δύο Ρουμάνων στον συγγραφέα. Φέρεται, δηλαδή, να τον περίμεναν για αρκετές ώρες κρυμμένοι εντός της κεντρικής εισόδου της πολυκατοικίας, με στόχο να του επιτεθούν αιφνιδιαστικά.

koumantareas

Ο συγγραφέας και μεταφραστής Μένης Κουμανταρέας έγινε ευρέως γνωστός από το μυθιστόρημα “Η φανέλα με το 9”. Πηγή εικόνας: εφημερίδα “Τα Νέα”

Η πρωτόδικη καταδίκη και ο μετριασμός της ποινής

Ο Ματασαρεάνου και ο Γκαϊτάν προφυλακίστηκαν, καθώς τους ασκήθηκε ποινική δίωξη για ανθρωποκτονία από πρόθεση σε ήρεμη ψυχική κατάσταση και απόπειρα ληστείας. Η δίκη τους ξεκίνησε το Μάιο του 2016, στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο της Αθήνας.

Καθ’ όλη τη διάρκεια της δίκης, οι δύο κατηγορούμενοι επέρριπταν ευθύνες ο ένας στον άλλον. “Είμαι τόσο χρόνια στην Ελλάδα και ούτε κλέφτης είμαι ούτε αλήτης“, υποστήριξε ο Ματασαρεάνου, ενώ ο Γκαϊτάν διατεινόταν ότι “δεν γνώριζε το θύμα“.

Ο τελευταίος άνθρωπος που είδε ζωντανό τον Κουμανταρέα ήταν ο φίλος και επιμελητής του αρχείου του, Θανάσης Φουσκαρίνης. Όπως είπε στο δικαστήριο, το βράδυ που διαπράχθηκε το έγκλημα βρισκόταν με τον συγγραφέα σε μια καφετέρια.

Ο Κουμανταρέας τού είπε ότι έπρεπε να ανέβει στο διαμέρισμά του, γιατί είχε ξεχάσει να πάρει το χάπι του. Αργούσε, όμως, να επιστρέψει και δεν απαντούσε στο τηλέφωνο. Ο Φουσκαρίνης ανησύχησε και οι χειρότερες υποψίες του επιβεβαιώθηκαν, όταν άνοιξε την πόρτα του διαμερίσματος με τη βοήθεια συγγενούς του συγγραφέα.

Ο Μένης ήταν ριγμένος πάνω στο κρεβάτι, νεκρός, με παραμορφωμένο το πρόσωπο, χτυπημένος, τα χέρια του χτυπημένα“, κατέθεσε ο Φουσκαρίνης. Ανέφερε, επίσης, ότι ο Κουμανταρέας ήθελε να διακόψει τη στενή σχέση που είχε αναπτύξει με τον Ματασαρεάνου, λόγω των επανειλημμένων τηλεφωνημάτων του τελευταίου και των πιέσεων που ασκούσε για δανεικά.

Ο εισαγγελέας πρότεινε την καταδίκη χωρίς ελαφρυντικά των δύο Ρουμάνων και οι ένορκοι υιοθέτησαν την πρόταση. Ματασαρεάνου και Γκαϊτάν τιμωρήθηκαν με την ποινή της ισόβιας κάθειρξης και επιπλέον τέσσερα χρόνια φυλάκιση για απόπειρα ληστείας.

Σύμφωνα με τα ρεπορτάζ, ξέσπασαν σε κλάματα στο άκουσμα της ετυμηγορίας, ενώ συγγενείς και φίλοι του συγγραφέα σχολίασαν: “Τόσο καιρό κλαίγαμε εμείς, τώρα ας κλάψουν και αυτοί“. Οι συνήγοροι υπεράσπισης των δύο καταδικασθέντων άσκησαν έφεση και η υπόθεση εκδικάστηκε σε δεύτερο βαθμό στο Μικτό Ορκωτό Εφετείο Αθηνών.

Το Μάρτιο του 2021, ο Στεφάν Ματασαρεάνου και ο Κοσμίν Γκαϊτάν κηρύχθηκαν ξανά ένοχοι, αλλά τους αναγνωρίστηκε το ελαφρυντικό του πρότερου σύννομου βίου, παρά την αντίθετη εισαγγελική πρόταση. Η αρχική ποινή των ισοβίων μειώθηκε σε 15 έτη κάθειρξη και τα 4 χρόνια φυλάκιση για απόπειρα ληστείας ελαττώθηκαν στους 18 μήνες.

Η δίκη για το “άσεμνο” “Αρμένισμα”

Την περίοδο της επτάχρονης δικτατορίας, ο Μένης Κουμανταρέας συμμετείχε στην αντιστασιακή έκδοση “18 κείμενα” και οδηγήθηκε σε δίκη για τη συλλογή διηγημάτων “Το αρμένισμα“, η οποία έλαβε κρατικό λογοτεχνικό βραβείο το 1967.

Τα διηγήματα του βιβλίου που οδήγησαν τον συγγραφέα στο εδώλιο του κατηγορουμένου για παράβαση του νόμου περί ασέμνων δημοσιευμάτων, ήταν η “Μέρα του 1638” και “Οι γάμοι του Σπόρου και της Ποππαίας“.

Ο Κουμανταρέας καταδικάστηκε από το Πλημμελειοδικείο Αθηνών σε τετράμηνη φυλάκιση. Οι επικριτές του βιβλίου ισχυρίζονταν ότι “διεγείρει τα κατώτερα σεξουαλικά ένστικτα” και “είναι επικίνδυνο για τους αναγνώστες και ειδικότερα για τους νέους“, τους οποίους οδηγεί “στη διαφθορά και την ακολασία“.

collage_koumantareas_dikh_1969_edit

Την περίοδο της Χούντας, ο Κουμανταρέας δικάστηκε από τη Χούντα για το βιβλίο “Το αρμένισμα”. Πηγές εικόνων: εφημερίδες “Το Βήμα” και “Τα Νέα”

Η πλευρά του συγγραφέα άσκησε έφεση και το Δεκέμβριο του 1969, η υπόθεση επανεξετάστηκε. Ανάμεσα στους μάρτυρες υπεράσπισης του Κουμανταρέα ήταν οι ηθοποιοί Αλέξης Μινωτής και Δημήτρης Μυράτ, ο λογοτέχνης Άγγελος Τερζάκης και ο ακαδημαϊκός Κωνσταντίνος Τσάτσος.

Βρίσκω το βιβλίο καθαρό έργο τέχνης. Αν δεν το πίστευα, δεν επρόκειτο να έρθω σαν μάρτυρας υπερασπίσεως. Υπάρχουν δυστυχώς σήμερα πορνογραφικά βιβλία που κυκλοφορούν κεκαλυμμένα. Αυτά είναι τα επικίνδυνα και αυτών οι συγγραφείς πρέπει να έρθουν στα δικαστήρια“, κατέθεσε ο Τερζάκης.

Σε αντίθεση με την πρόταση του εισαγγελέα, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών αποφάσισε να αθωώσει τον Κουμανταρέα, με το σκεπτικό ότι “ναι μεν οι φράσεις μεμονωμέναι είναι ωμαί μέχρι χυδαιότητος, το όλον έργον όμως δεν είναι άσεμνον“.

kolaz_dikh_koumantarea_photos_edit

Το Δεκέμβριο του 1969, ο Μένης Κουμανταρέας αθωώθηκε για την υπόθεση του βιβλίου του με τίτλο “Το αρμένισμα”. Πηγές εικόνων: εφημερίδες “Το Βήμα” και “Τα Νέα”

Ένα σύντομο βιογραφικό

Ο Αριστομένης Κουμανταρέας γεννήθηκε στις 17 Μαΐου 1931 στην Αθήνα. Ο πατέρας του, Αντώνης ήταν τραπεζικός και χρηματιστής. Όπως έλεγε, “δεν ήταν πολύ καλός μαθητής” και τις σπουδές του στη Νομική και τη Φιλοσοφική του ΕΚΠΑ δεν τις ολοκλήρωσε.

Πριν ακολουθήσει λογοτεχνική καριέρα, εργάστηκε ως υπάλληλος σε ναυτιλιακή και ασφαλιστική εταιρεία. Για ένα σύντομο διάστημα, ασχολήθηκε και με τη δημοσιογραφία. Οι μελετητές της νεοελληνικής λογοτεχνίας τον τοποθετούν στη δεύτερη μεταπολεμική γενιά της ελληνικής πεζογραφίας.

Το 1962, κυκλοφόρησε το πρώτο του βιβλίο, η συλλογή διηγημάτων “Τα μηχανάκια“, η οποία περιλαμβάνει ιστορίες τεσσάρων καταπιεσμένων εφήβων που αναζητούν διέξοδο στις παρορμήσεις και τα όνειρά τους.

Τη δεκαετία του 1980, διετέλεσε μέλος του Δ.Σ. της Εθνικής Λυρικής Σκηνής και υπήρξε ιδρυτικό μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων. Βιβλία του μεταφράστηκαν σε δεκάδες γλώσσες, ενώ ο ίδιος μετέφρασε έργα του Έντγκαρ Άλαν Πόε, του Έρνεστ Χέμινγουεϊ και Γουίλιαμ Φόκνερ.

Ανάμεσα στα πιο σημαντικά έργα του Μένη Κουμανταρέα, που είχε τιμηθεί με Κρατικό Βραβείο Διηγήματος και Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος, συγκαταλέγονται:

  • η “Κυρία Κούλα” (1978), το οποίο μεταφέρθηκε σε τηλεόραση και θέατρο,
  • Τα Καημένα” (1972), που επίσης μεταφέρθηκαν στη “μικρή οθόνη”
  • Ο ωραίος λοχαγός” (1982)
  • Η συμμορία της άρπας” (1993),
  • Η μυρωδιά τους με κάνει να κλαίω” (1996)
  • και “Το show είναι των Ελλήνων” (2008)

Σε συνέντευξή του στην εφημερίδα “Το Βήμα” το 2010, ο Κουμανταρέας είχε αναφέρει, μεταξύ άλλων, για το ρόλο του βιώματος στη συγγραφή:

Το βίωμα είναι η μαγιά. Αν δεν το έχεις, δεν έχεις τίποτα. Δεν μπορείς να βιώνεις μέσω τρίτων. Τα βιβλία που γράφει κανείς έχουν ως αφετηρία τον εαυτό του. Ανεξάρτητα αν αυτό το βίωμα το προεκτείνει, αν ανοίγεται σε άλλα πεδία ή το καλύπτει εντέχνως. Προσωπικά δεν είχα ποτέ τον φόβο να εκτεθώ και όσο περνάει ο καιρός εκτίθεμαι περισσότερο“.

Δείτε παρακάτω μία συνέντευξη του Μένη Κουμανταρέα στο κανάλι της Βουλής των Ελλήνων:

Συνάντηση: Μένης Κουμανταρέας (13/12/2014)

Πηγή εικόνων κεντρικής φωτογραφίας: ΑΠΕ-ΜΠΕ/ΣΑΪΤΑΣ Π.

Ακολουθήστε την mixanitouxronou.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε τις σημαντικότερες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στη mixanitouxronou.gr