26 Μαρτίου 1989. Αστυνομικοί έφτασαν στο διαμέρισμα μιας πλούσιας 74χρονης στην Πλάκα και την βρήκαν νεκρή στην είσοδο. Στο σημείο έσπευσαν και γείτονες.
Όπως αποδείχθηκε, η 74χρονη δολοφονήθηκε ανήμερα της εθνικής επετείου. Ηθική αυτουργός ήταν η 41χρονη κόρη της και φυσικός αυτουργός ο 31χρονος εραστής της. Στο κόλπο βρισκόταν και ο γιος της 41χρονης, ηλικίας 19 ετών.
Η 41χρονη είχε υπόνοιες ή ενδείξεις ότι η πλούσια χήρα μητέρα της σκόπευε να αφήσει την περιουσία της σε φιλανθρωπικά ιδρύματα κι όχι σε εκείνη. Πήρε, έτσι, την απόφαση να σχεδιάσει τη δολοφονία της, ώστε να μη χάσει την κληρονομιά.
Στο τέλος, όμως, καταδικάστηκε σε ισόβια μαζί με τον εραστή της. Ο γιος της επίσης καταδικάστηκε, αλλά του αναγνωρίστηκε το ελαφρυντικό της μετεφηβικής ηλικίας. Το έγκλημα συγκλόνισε την Ελλάδα και φιγουράριζε στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων.
Οι προστριβές μάνας και κόρης για τα περιουσιακά
Εξαρχής οι σχέσεις μάνας και κόρης δεν ήταν οι καλύτερες. Η 41χρονη παντρεύτηκε στα 20 της έναν άνδρα που, όπως είχε πει, “ήταν οικογενειακός φίλος”, αλλά η μητέρα της δεν τον “πήγαινε”.
Η 41χρονη χαρακτήριζε τη μητέρα της ως μια γυναίκα “δεσποτικού χαρακτήρα”. Οι μεταξύ τους τσακωμοί για τα περιουσιακά ήταν πολύ συχνοί. “Η μάνα μου ήθελε να έχει αυτή το κουμάντο“, είχε ισχυριστεί σε συνέντευξή της.
Μετά από χρόνια και πολλές δικαστικές διαμάχες, η 41χρονη χώρισε και έμεινε με το γιο της στην Κυψέλη, σε ένα διαμέρισμα που κληρονόμησε από μία θεία της. Οι σχέσεις μάνας και κόρης έδειχναν να αποκαθίστανται μετά το χωρισμό.
Όμως, τα επόμενα χρόνια σημαδεύτηκαν από την δικαστική τους κόντρα για την πολυτελή πολυκατοικία της Πλάκας. Στην ιδιοκτησία της 41χρονης περιήλθαν οι τρεις από τους τέσσερις ορόφους της πολυκατοικίας.
Με τον εραστή της, που ήταν δέκα χρόνια μικρότερός της και στρατιωτικός, η 41χρονη γνωρίστηκε το καλοκαίρι του 1988.
Το σχέδιο της δολοφονίας
H 41χρονη είχε υπόνοιες ότι η 74χρονη μητέρα της σκόπευε να συντάξει διαθήκη, αφήνοντας όλη την περιουσία της σε ιδρύματα. Είχε πείσει και το γιο της ότι η γιαγιά του δεν ενδιαφερόταν για το εγγόνι της ούτε για την κόρη της.
Σκέφτηκε τότε να δολοφονήσει την ίδια της τη μάνα. Μίλησε για τις προθέσεις της στον 31χρονο εραστή της. Εκείνος, αρχικά, είχε ενδοιασμούς, αλλά πείστηκε. Ακολούθως, η 41χρονή έβαλε στο κόλπο και τον 19χρονο γιο της, ο οποίος δεν της έφερνε καμία αντίρρηση.
Στις 23 Μαρτίου, μάνα, γιος και εραστής συναντήθηκαν στην Κυψέλη, όπου κατέστρωσαν το σχέδιο της δολοφονίας. Η 41χρονη και ο 19χρονος θα πήγαιναν να πάρουν την 74χρονη από την Πλάκα για να τη βγάλουν για φαγητό.
Ο φίλος της θα έμπαινε στο διαμέρισμα της γιαγιάς και θα περίμενε να επιστρέψει για να την σκοτώσει.
“Δεν πάει το μυαλό μου πουθενά”
Στις 25 Μαρτίου, το σχέδιο τέθηκε σε εφαρμογή. Γιαγιά, κόρη και εγγονός δείπνησαν σε μια ταβέρνα και επέστρεψαν αργά το βράδυ στο διαμέρισμα στην Πλάκα.
Κόρη και εγγονός συνόδευσαν την 74χρονη μέχρι την είσοδο της πολυκατοικίας και, ακολούθως, έφυγαν με ταξί για την Κυψέλη.
Λίγο πριν η πλούσια Πλακιώτισσα μπει στο διαμέρισμα, της επιτέθηκε ο δολοφόνος. Την χτυπούσε στο κεφάλι με έναν πλάστη μέχρι η 74χρονη να σωριαστεί στο πάτωμα και να αφήσει την τελευταία της πνοή.
Την επόμενη ημέρα, η 41χρονη συμπεριφερόταν σαν να μην είχε συμβεί τίποτε. Πήγε στο μνημόσυνο της οικιακής βοηθού της μητέρας της και έλεγε στους συγγενείς της πως ανησυχούσε επειδή η μητέρα της δεν είχε έρθει.
Μετά το μνημόσυνο, έφυγε με το θείο της και τη γυναίκα του για την Πλάκα. Εκεί αντίκρισαν το πτώμα της 74χρονης μέσα σε λίμνη αίματος. Αξιωματικός της Ασφάλειας είπε ότι το κεφάλι της “είχε ανοίξει σαν καρπούζι”.
Το θύμα έφερε πολλαπλά κατάγματα στο πρόσωπο και στο κεφάλι, σύμφωνα με το πόρισμα του ιατροδικαστή.
Σύμφωνα με τα ρεπορτάζ, αυτό που έκανε ιδιαίτερη εντύπωση στους αστυνομικούς ήταν ότι η πόρτα του διαμερίσματος ήταν κλειδωμένη.
Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με το ότι βρέθηκαν χρήματα στο πορτοφόλι της 74χρονης, απέκλεισαν αμέσως το ενδεχόμενο της ληστείας.
Την ίδια στιγμή, η 41χρονη συνέχιζε να προσποιείται. Στους δημοσιογράφους είπε ότι η μητέρα της βρισκόταν σε κακή ψυχολογική κατάσταση μετά το θάνατο της υπηρέτριάς της και φοβόταν πολύ που έμενε μόνη της.
Στο ερώτημα αν είχε υποψίες για το δράστη του εγκλήματος, δήλωσε: “΅Δεν πάει το μυαλό μου πουθενά”. Στην κηδεία της μητέρας της, επίσης, έκλαιγε και υποστήριζε στους δικούς της την εκδοχή της ληστείας.
“Εγώ τη χτύπησα, αλλά δεν είχα σκοπό να τη σκοτώσω”
Οι αξιωματικοί της Ασφάλειας δεν άργησαν να συμπεράνουν ότι ο δράστης προερχόταν από το οικογενειακό περιβάλλον. Στις 30 Μαρτίου, οι τρεις συναυτουργοί συνελήφθησαν.
Μητέρα και γιος αρνούνταν επίμονα ότι γνώριζαν το παραμικρό για τη δολοφονία, παρά την πολύωρη ανάκριση. Τελικά, περιέπεσαν σε αντιφάσεις και ομολόγησαν την αποτρόπαια πράξη τους.
Ο στρατιωτικός αρνείτο κι εκείνος την εμπλοκή του, αλλά αναγκάστηκε να ομολογήσει, όταν τον ενημέρωσαν ότι οι άλλοι δύο συναυτουργοί τα είχαν πει όλα.
“Δεν είμαι εγκληματίας, άσχετα αν οδηγήθηκα σε αυτήν τη μοιραία στιγμή. Θα τα πω στον ανακριτή. Αυτό όμως που μπορώ να σας πω είναι ότι εγώ τη χτύπησα με έναν πλάστη. Δεν είχα σκοπό να τη σκοτώσω“, είχε δηλώσει.
Αργότερα, η 41χρονη ισχυρίστηκε ότι ομολόγησε μόνο και μόνο για να βρίσκεται στο πλευρό του εραστή της. “Όχι, δεν ήταν αυτός [που σκότωσε τη μητέρα μου]. Υπήρχαν άνθρωποι οι οποίοι είχαν πραγματικά συμφέροντα να με εξοντώσουν […] Όταν ξεπεράσουμε αυτή τη δύσκολη στιγμή, θα ενωθούμε περισσότερο παρά ποτέ“, διατεινόταν.
Ο 19χρονος, από την πλευρά του, παρουσίαζε μια ψυχρή λογική που ξάφνιαζε και παθολογική αδυναμία στη μητέρα του. Στους δημοσιογράφους ανέφερε:
“Το μόνο που μπορώ να πω είναι ότι εγώ και η μητέρα μου είμαστε θύματα του παρελθόντος μας. Υπήρχαν ένα σωρό διαμάχες από το παρελθόν, τις οποίες δεν καταφέραμε τελικά να ξεπεράσουμε και μας κυνηγάνε ακόμα και τώρα […]
Οι σχέσεις μου με τη γιαγιά μου δεν ήταν εχθρικές. Το θέμα είναι ότι είχε έναν πολύ κλειστό χαρακτήρα. Δυναμικό αλλά κλειστό. Είχε τις απόψεις της που δεν άλλαζαν. Δεν μπορούσαμε να επικοινωνήσουμε μαζί της”.
Εναντίον του δολοφόνου ασκήθηκε δίωξη για ανθρωποκτονία από πρόθεση. Σε μάνα και γιο, απαγγέλθηκε κατηγορία για ηθική αυτουργία στην ανθρωποκτονία. Όλοι τους προφυλακίστηκαν στον Κορυδαλλό.
“Για τα λεφτά έχασα τα πάντα” – Η δίκη και η καταδίκη
Η υπόθεση εκδικάστηκε στα τέλη Σεπτεμβρίου 1990. Σε αντίθεση με την ανάκριση, οι τρεις κατηγορούμενοι άλλαξαν στάση στο δικαστήριο, αρνούμενοι τα πάντα.
Η μάνα ξέσπασε σε δάκρυα και ζητούσε από τους δικαστές “να ερευνήσουν και να βρουν ποιο είναι το εργοστάσιο που κατασκεύασε το καρφί που μπήκε βαθιά μέσα στην καρδιά της“.
Τη δεύτερη ημέρα, ισχυρίστηκε ότι “δεν ένιωθε κανένα μίσος για τη μητέρα της“, “ο γιος της σε τίποτα δεν φταίει” και ότι “η ζωή της έπαιξε παιχνίδι τη στιγμή που βρήκε το σωστό άνθρωπο να σταθεί πλάι της“.
Με δυσκολία κατάφερε να σταθεί στα πόδια της και ανέφερε: “Για τα λεφτά έχασα την υγεία, τη γαλήνη, την αξιοπρέπειά μου και τώρα έχω χάσει τα πάντα“.
Μετά από τρεις ημέρες, το δικαστήριο εξέδωσε την απόφασή του. Κήρυξε ένοχους και τους τρεις κατηγορούμενους και στο ζευγάρι επέβαλε την ποινή της ισόβιας κάθειρξης.
Ο 19χρονος καταδικάστηκε σε 20 χρόνια κάθειρξης, καθώς θεωρήθηκε ότι δεν έκανε τίποτε για να αποτρέψει τη μητέρα του από το έγκλημα, αλλά του αναγνωρίστηκε το ελαφρυντικό της μετεφηβικής ηλικίας.
Η υπόθεση εκδικάστηκε σε δεύτερο βαθμό, τον Ιανουάριο του 1995. Η πρωτόδικη ποινή του ζευγαριού παρέμεινε ως είχε, ενώ εκείνη του 19χρονου μειώθηκε από τα 20 έτη κάθειρξης στα 10.
Ο δολοφόνος εμφανίστηκε μετανιωμένος ενώπιον των δικαστών. Παραδέχθηκε ότι η αγάπη του και η εξάρτησή του από την κόρη της γυναίκας που δολοφόνησε, τον οδήγησε στο έγκλημα.
Βασικές πληροφορίες του κειμένου αντλήθηκαν από το βιβλίο του Πάνου Σόμπολου “Εγκλήματα γένους θηλυκού στην Ελλάδα“, Εκδόσεις Πατάκη
Ακολουθήστε την mixanitouxronou.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε τις σημαντικότερες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στη mixanitouxronou.gr