Ο 30χρονος φύλακας του μεγάρου μιας πλούσιας οικογένειας δολοφονήθηκε. Η αστυνομία, επειδή δεν υπήρχε πτώμα, έδειξε αδράνεια και αδιαφορία, θεωρώντας ότι μάλλον έφυγε ξαφνικά για ταξίδι.
Όμως η επιμονή της μνηστής του οδήγησε σε νέα έρευνα και εξιχνίαση του εγκλήματος. Δράστης ήταν ο ξάδελφός του.
Το ταξίδι της οικογένειας και η δολοφονία
Στις 15 Ιουλίου του 1937, η πλούσια οικογένεια που έμενε στο μέγαρο, επί της οδού Πανεπιστημίου, έφυγε για τη Ρουμανία, όπου διατηρούσε κτήματα. Πριν αποχωρήσει από την Ελλάδα, απέλυσε το προσωπικό. Κράτησαν στη δούλεψή τους ως φύλακα τον 30χρονο θυρωρό.
Την 1η Αυγούστου, δολοφονήθηκε. Ο ξάδερφός του, τον χτύπησε θανάσιμα, στον ύπνο του.
Πήρε ένα μεγάλο μαχαίρι από την κουζίνα και αφού τον κατακρεούργησε, άνοιξε έναν λάκκο σε μια γωνιά της αυλής του μεγάρου και τον έθαψε. Ο 32χρονος δράστης, αφού εξαφάνισε το πτώμα του ξαδέρφου του, έκλεψε από το θύμα 3 ή 4 χιλιάδες δραχμές, τρία κοστούμια, τρία ζευγάρια παπούτσια, διάφορα εσώρουχα, ένα ρολόι και ένα δαχτυλίδι.
Εκείνη την εποχή τα ρούχα ήταν πανάκριβα, πόσο μάλλον τα κοσμήματα. Οπότε τα άρπαξε και αθελά του βοήθησε στη σύλληψή του.
Αρχικά πάντως, καθάρισε τον τόπο του εγκλήματος, προσπάθησε να σβήσει κάθε ίχνος του και έφυγε για το χωριό του στην Τήνο.
Η ανησυχία της μνηστής του θύματος και οι έρευνες
Στις 2 Αυγούστου, η 25χρονη μνηστή του επιστάτη έψαχνε τον αρραβωνιαστικό της και θεώρησε ότι θα πήγε στην Τήνο. Περνώντας οι μέρες, ο 30χρονος παρέμενε εξαφανισμένος. Η 25χρονη είχε αρχίσει να ανησυχεί. Για αυτό επικοινώνησε με δικηγόρο, ο οποίος την παρέπεμψε στο αστυνομικό τμήμα.
Η αρχική έρευνα, στο Μέγαρο όπου είχε γίνει η δολοφονία, δεν έδειξε κάτι ύποπτο. Βρήκαν μόνο ότι έλειπαν κάποια κοστούμια και εσώρουχα του 30χρονου. Το πόρισμα ήταν ότι ο φύλακας είχε πάει κάποιο ταξίδι.
Η 25χρονη, όμως αντιδρούσε σε αυτή την ιδέα και φοβόταν ότι είχε συμβεί κάτι χειρότερο. Υποστήριζε ότι ο αρραβωνιαστικός της ήταν θύμα σε κάποιο ατύχημα.
Η επιμονή της οδήγησε τους αστυνομικούς να πραγματοποιήσουν και δεύτερη έρευνα στο μέγαρο. Εκείνη τη φορά ανακάλυψαν μια ξεραμένη κηλίδα αίματος πάνω σε μια εικόνα αγίου. Εξέτασαν και άλλα αντικείμενα, προκειμένου να βρουν περισσότερα στοιχεία.
Στο στρώμα του κρεβατιού του, εντοπίστηκαν και άλλες κηλίδες, που έκαναν τους αστυνομικούς να ερευνήσουν εξονυχιστικά όλα τα αντικείμενα του σπιτιού.
Οι αστυνομικοί έκοψαν το ματωμένο σημείο του στρώματος και μαζί με την εικόνα, τα έστειλαν σε εργαστήριο για εξετάσεις. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι το αίμα ανήκε σε άνθρωπο. Τότε διαπιστώθηκε ότι ο φύλακας είχε πέσει θύμα εγκλήματος.
Ο εντοπισμός του πτώματος
Έρευνες ξεκίνησαν για τον εντοπισμό του πτώματος, το οποίο βρέθηκε σε μια άκρη του κήπου. Οι αστυνομικοί ανακάλυψαν ότι ο 32χρονος ήταν σφαγμένος στην κοιλιά. Ο δράστης είχε τεμαχίσει το θύμα στα δύο. Τα τεμαχισμένα μέρη ήταν τυλιγμένα με σεντόνι, τοποθετημένα όρθια μέσα στο λάκκο.
Το πτώμα έφερε και μεγάλο τραύμα στο κεφάλι. Ήταν τόσο βαθύ, που αν έβαζε ο δράστης λίγη παραπάνω δύναμη, θα το είχε αποκεφαλίσει.
Μέσα στο λάκκο βρέθηκαν ακόμη το μαξιλάρι του φύλακα και το ημερολόγιο που είχε στο δωμάτιό του, σκισμένο και χωρίς φύλλα.
Οι υποψίες και η εύρεση του ενόχου
Τα γεγονότα πριν τη δολοφονία είχαν εξελιχθεί ως εξής: Για δέκα μέρες, ο 30χρονος ενίσχυσε οικονομικά και φιλοξένησε στο δωμάτιό του τον 32χρονο εξάδελφό του, που ήταν άνεργος και άστεγος.
Το βράδυ, πριν τη δολοφονία, τα δύο ξαδέρφια είχαν πάει στο Ζάππειο και επέστρεψαν μαζί στο μέγαρο. Δεδομένου ότι από τότε δεν είχε δε κανένας τον 32χρονο, οι υποψίες στράφηκαν σε αυτόν.
Εντωμεταξύ, προέκυπταν και άλλες ενδείξεις εις βάρος του υπόπτου. Η σύλληψή του ήταν ζήτημα χρόνου.
Δύο μέρες μετά την ανακάλυψη του πτώματος, οι αρχές συνέλαβαν τον 32χρονο στην Τήνο, όπου είχε καταφύγει την μεθεπόμενη της δολοφονίας.
Στην αρχή, ο φερόμενος δράστης αρνήθηκε κάθε κατηγορία εις βάρος του. Ομολόγησε, όταν μετά από έρευνα βρέθηκαν δύο από τα κοστούμια του 30χρονου και στο σπίτι της μνηστής του δολοφόνου τα εσώρουχα του θύματος. Ωστόσο, αρνήθηκε την κατηγορία ότι ήθελε να τον ληστέψει.
Οι ισχυρισμοί του δράστη και η «ερωτική αντιζηλία»
Ο 32χρονος δολοφόνος, είπε ότι ο ξάδερφός του είχε επιτεθεί σεξουαλικά στη μνηστή του που τον είχε επισκεφθεί το ίδιο πρωινό στο Μέγαρο. Επειδή έλειπε, το θύμα προσπάθησε να εκμεταλλευτεί την αδυναμία της και να της επιβληθεί ερωτικά. Αυτός ήταν ο βασικός ισχυρισμός του. Αναλυτικότερα, είπε.
«Πριν να κοιμηθούμε, φιλονικήσαμε για το ζήτημα αυτό, το πρωί δε όταν ξυπνήσαμε φιλονικήσαμε και για δεύτερη φορά. Τον έβρισα για τη στάση του. Εκείνος θύμωσε και μου έδωσε μ’ ένα ξύλο στο κεφάλι. Τότε εξαγριώθηκα, με τύφλωσε ο θυμός και δεν ήξερα τι έκανα.
Πήρα ένα μαχαίρι και τον χτύπησα. Όταν είδα τι είχα κάνει, μετάνιωσα βέβαια, αλλά ήταν πια αργά. Έπρεπε να κρύψω το πτώμα, για να μην ανακαλυφθεί. Αναγκάστηκα να το κόψω και να το κρύψω στον κήπο. Τα ρούχα του τα πήρα πάω στην τρέλα μου, λεφτά όμως δεν πήρα».
Η καταδίκη για τη δολοφονία του 30χρονου
Η αστυνομία χαρακτήρισε ψευδείς τους ισχυρισμούς του, λέγοντας ότι το κίνητρο ήταν η ληστεία. Οι ιατροδικαστές, από τη μεριά τους, θεώρησαν ότι η δολοφονία έγινε ενώ το θύμα κοιμόταν.
Στο μεταξύ, συνελήφθη και η μνηστή του 32χρονου για συνέργεια, η οποία φαινόταν ότι δεν είχε κάποια ευθύνη.
Τελικά, ο δράστης καταδικάστηκε για ληστεία μετά φόνου, αδίκημα που εκείνη την εποχή τιμωρούνταν με θανατική ποινή η οποία συνήθως εκτελείτο.
Πηγή αρχικής εικόνας: “Η ΑΘΗΝΑ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΧΡΟΝΟ” ( Συλλογή Δέσποινα Δρεπανιά). Οδός Πανεπιστημίου 1929. Η πρώτη κάθετος είναι η οδός Εμμ. Μπενάκη.
Για λόγους προστασίας προσωπικών δεδομένων στο άρθρο δεν αναφέρονται τα ονόματα του δράματος και στις φωτογραφίες έχει υπάρξει αλλοίωση των χαρακτηριστικών τους.
Ακολουθήστε την mixanitouxronou.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε τις σημαντικότερες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στη mixanitouxronou.gr