Γκαίτε και Μπετόβεν, δύο από τις σημαντικότερες προσωπικότητες του γερμανικού αλλά και του παγκόσμιου πολιτισμού. Αν και σύγχρονοι, κατά τη διάρκεια της ζωής τους συναντήθηκαν μόνο τέσσερις φορές.
Η σχέση των δύο ανδρών δεν ήταν ποτέ καλή και η κυριότερη αιτία ήταν ο κακός χαρακτήρας αμφότερων των δημιουργών. Υπεύθυνη για αυτές τις ελάχιστες συναντήσεις μεταξύ των δύο ανδρών υπήρξε κατά πάσα πιθανότητα η ρομαντική συγγραφέας Μπετίνα Μπρετάνο, ο μεγάλος έρωτας του Μπετόβεν και παράλληλα «το κοριτσάκι» του Γκαίτε όπως την αποκαλούσε χαϊδευτικά.
Η συγγραφέας Μπετίνα Μπρετάνο
Ο Μπετόβεν “έσπασε τον πάγο”
Όλα άρχισαν ως εξής: ενθουσιασμένος και γεμάτος θαυμασμό για τον ποιητή, ο σαραντάχρονος μουσικός δεν έβλεπε την ώρα να συναντηθεί μαζί του. Έτσι η Μπρετάνο, τον Μάιο του 1810 ενημερώνει τον Γκαίτε για τη γνωριμία της με έναν καλλιτέχνη που «περπατά μπροστά από όλη την ανθρωπότητα», προτρέποντάς τον να ικανοποιήσει την επιθυμία του να συναντηθεί μαζί του.
«Δώστε μου τη χαρά μιας απάντησης η οποία θα αποδεικνύει στον Μπετόβεν ότι τον εκτιμάτε».
Ο Γκαίτε, πιθανώς ενοχλημένος από την έμφαση της Μπρετάνο, θα απαντήσει με ειρωνικό τόνο:
«Μπρος στις εκφράσεις ενός ανθρώπου κυριευμένου από το δαιμονικό στοιχείο, το κοσμικό στοιχείο θα πρέπει να δείχνει μια αίσθηση σεβασμού».
Τον Φεβρουάριο του 1811, ο συνθέτης ενημερώνει τη φίλη του πως έχει ολοκληρώσει τη μουσική επένδυση για τον «Εγκμοντ» (ομώνυμο θεατρικό γραμμένο από τον Γκαίτε το 1788), «αποκλειστικά και μόνο από αγάπη για τα ποιήματά του, που με κάνουν να αισθάνομαι ευτυχισμένος». Στις 12 Μαΐου, αποφασίζει να σπάσει τον πάγο γράφοντάς του προσωπικά: «Επιθυμώ πάρα πολύ να μάθω τη γνώμη σας για τη σύνθεσή μου».
Ύστερα από δύο μήνες θα αξιωθεί να λάβει μια απάντηση, που πέρα από τις τυπικές φιλοφρονήσεις δεν εμπεριέχει τίποτα παραπάνω από μια υπόνοια για κάποια μελλοντική συνάντησή τους. Είναι γνωστό ότι ο Γκαίτε με τη μουσική δεν είχε τις καλύτερες σχέσεις. Το αποδεικνύουν η ικανοποίησή του για συνθέσεις αντικειμενικά μέτριες και κυρίως, ο περιορισμένος ενθουσιασμός με τον οποίο αποδέχθηκε το επαναστατικό ταλέντο του Μπετόβεν (ταλέντο κατά πολύ ανώτερο, σύμφωνα με τον Νίτσε, από το λογοτεχνικό ταλέντο του Γκαίτε).
Η συνάντηση των δύο δημιουργών
Κάποια στιγμή, έχοντας αντιληφθεί την εναντίωση του ποιητή σε μια πιθανή συνάντησή του με τον Μπετόβεν, ακόμη και το «κοριτσάκι» του σταμάτησε να τον πιέζει. Στο τέλος, παρότι οι σχέσεις της Μπρετάνο και του Γκαίτε είχαν διαρρηχθεί, η πολυπόθητη συνάντηση θα πραγματοποιηθεί.
Οι δύο δημιουργοί θα συναντηθούν στη Βοημία, στη λουτρόπολη του Τέπλιτζ, όπου ο Γκαίτε ήταν φιλοξενούμενος στην αυλή της νεαρής αυτοκράτειρας Μαρίας Λουδοβίκας της Αυστρίας και ο Μπετόβεν είχε φτάσει εκεί για να θεραπεύσει το άρρωστο συκώτι του και κυρίως την κώφωσή του. Στις 19 Ιουλίου, ύστερα από την πρώτη τους συνάντηση, ο Γκαίτε θα γράψει στη γυναίκα του Χριστίνα:
«Δεν έχω ξανασυναντήσει καλλιτέχνη πιο συγκεντρωμένο, πιο ενεργητικό και πιο ουσιαστικό. Κατανοώ πολύ καλά πως μπροστά στον κόσμο μπορεί να φανεί ιδιόρρυθμος». Λόγια σιβυλλικά, ίσως και πικρόχολα.
Οι φιλοφρονήσεις
Περί τίνος συζήτησαν ο ποιητής και ο μουσικός κατά τη διάρκεια της συνάντησής τους δεν είναι γνωστό. Υπάρχει όμως η μαρτυρία ενός ωτακουστή κοσμηματοπώλη από τη Βιέννη, που βρισκόταν και αυτός στο Τέμπλιτζ εκείνη την περίοδο. Καθώς ο Γκαίτε φαινόταν ενοχλημένος από τους αδιάκοπους χαιρετισμούς και τις εκφράσεις λατρείας των περαστικών, ο Μπετόβεν γεμάτος σαρκασμό και ειρωνεία θα του πει: «Εξοχότατε, μην ταράζεστε. Μπορεί να απευθύνονται σε εμένα».
Ο Γκαίτε έμεινε άναυδος. Στο ημερολόγιό του σημείωνε τις συναντήσεις τους αλλά δίχως κανένα σχόλιο. Μονάχα για την τελευταία πρόσθεσε τη φράση: «Έπαιξε υπέροχα». Αργότερα, η Μπρετάνο θα ισχυριστεί πως ο Γκαίτε δάκρυσε ακούγοντας τον Μπετόβεν να παίζει, ο οποίος όμως απογοητεύτηκε από το γεγονός καθώς θεωρούσε τη συγκίνηση των ακροατών, έκφραση περιορισμένης εκτίμησης για το έργο του.
H σχέση του Μπετόβεν και του Γκαίτε δεν ήταν ποτέ καλή
Στις 2 Σεπτεμβρίου, ανακαλώντας τους περιπάτους του με τον συνθέτη, ο Γκαίτε θα γράψει σε έναν φίλο του: «Το ταλέντο του με συγκλόνισε (…) πρόκειται για μια αχαλίνωτη προσωπικότητα που δικαίως αποστρέφεται τον κόσμο, τόσο πολύ όμως που καταλήγει να γίνεται ενοχλητικός, τόσο προς τους άλλους όσο και προς τον ίδιο του τον εαυτό».
Από την άλλη, μετά τη συνάντησή του με τον Γκαίτε, ο Μπετόβεν δεν θα χάσει την πίστη του προς τον καλλιτέχνη αλλά τον θαυμασμό του προς τον άνθρωπο. Στις 9 Αυγούστου ο Μπετόβεν θα γράψει σε έναν φίλο του: «Στον Γκαίτε αρέσει η ατμόσφαιρα της Αυλής πολύ περισσότερο από όσο αρμόζει σε έναν ποιητή». Ο Μπετόβεν είχε απογοητευθεί από την υπερβολική κολακεία που έδειχνε ο «αγαπημένος» του ποιητής προς τους ανθρώπους της Αυλής.
ΠΡΟΣΘΗΚΗ ΣΧΟΛΙΟΥ