Η αγωγή στη Σπάρτη και οι σοφιστές της Αθήνας
Η Σπάρτη φιλοδοξούσε να έχει ανά πάσα στιγμή τον έλεγχο της ζωής των πολιτών της. Τα αγόρια ανατρέφονταν απ’ την οικογένειά τους μέχρι την ηλικία των επτά ετών και έπειτα ξεκινούσε το σύστημα της αγωγής.
Αγωγή ήταν η σπαρτιατική εκγύμναση, όπου όλα τα αγόρια συμβίωναν με τους συνομήλικούς τους.
Το πρόγραμμα είχε αυστηρή εκπαίδευση, όπου η σωματική σκληραγώγηση και η απόκτηση ηθικών αρχών τους οδηγούσαν στην πνευματική διαμόρφωση του χαρακτήρα.
Ο Πλούταρχος λέει ότι οι νέοι παρευρίσκονταν στα συμπόσια των πολιτών, όπου άκουγαν τα κατορθώματα των γερόντων και ιστορίες που αποσκοπούσαν να τους διδάξουν τις αξίες της Πόλης. Τότε διδάσκονταν ποια παραδείγματα ήταν άξια προς μίμηση και ποια προς αποφυγή.
Ήταν ένας κλασικός τρόπος διαπαιδαγώγησης, που βασιζόταν στην επανάληψη και στην μίμηση.
Η σπαρτιάτικη μέθοδος ήταν πολύ διαφορετική από αυτή των σοφιστών στην Αθήνα του 5ου αιώνα, οι οποίοι εκθείαζαν την εξατομικευμένη εκπαίδευση, τον πειραματισμό και την αμφισβήτηση των απόψεων.
Είναι γνωστό ότι οι σοφιστές δεν είχαν καλή φήμη και ότι υπήρξαν θύματα τόσο ορισμένων ακροατών τους που διαστρέβλωναν τα λεγόμενά τους, όσο και της σάτιρας του Αριστοφάνη για τις παιδαγωγικές τους μεθόδους.
Η διδασκαλία τους ωστόσο, θεμελίωσε κατά κάποιον τρόπο τη σύγχρονη διαπαιδαγώγηση, παροτρύνοντας καθ’ έναν ξεχωριστά να γνωρίσει τον εαυτό του και να προοδεύσει.
Είναι όμως προφανές ότι βρισκόταν στον αντίποδα του σπαρτιατικού μοντέλου.
Στη Σπάρτη του 7ου – 4ου αιώνα ίσχυε ένας παράξενος θεσμός, η κρυπτεία, που προέρχεται από το ρήμα «κρύπτειν», δηλαδή «κρύβω».
Το τελετουργικό της κρυπτείας παρουσιάζεται στον Πλούταρχο ως μία από τις πιο αποτρόπαιες ασκήσεις της σπαρτιατικής εκπαίδευσης:
«Να λοιπόν τι ήταν η κρυπτεία. Οι άρχοντες που ήταν υπεύθυνοι για τη διαπαιδαγώγηση των νέων έστελναν κάθε τόσο σε όλη την επικράτεια, όσους έκριναν ότι ήταν οι εξυπνότεροι, εφοδιάζοντάς τους με στιλέτα και τα απαραίτητα τρόφιμα.
Οι νέοι παρέμεναν κρυμμένοι όλη τη μέρα σε διάσπαρτα καταφύγια και ξεκουράζονταν.
Όταν βράδιαζε, κατέβαιναν στους αγρούς και έσφαζαν όσους είλωτες κατάφερναν να πιάσουν.
Πήγαιναν πολλές φορές στους αγρούς, όπου σκότωναν τους πιο γεροδεμένους και δυνατούς».
Ο Πλούταρχος δίσταζε να αποδώσει στον Λυκούργο την επινόηση μιας τόσο απαίσιας άσκησης, γιατί του φαινόταν αντίθετη στο πνεύμα δικαιοσύνης που δέσποζε, κατά τη γνώμη του, στο έργο του λακεδαιμόνιου νομοθέτη.
Οι εραστές στη Σπάρτη
Προτού περιγράψει ο Πλούταρχος την κρυπτεία, μας πληροφορεί ότι με το που φθάνουν σε κάποια ηλικία, πιθανόν γύρω στα 20, οι νέοι πήγαιναν με τους εραστές.
Ο Πλούταρχος παρέμενε ασαφής ως προς αυτό το σημείο και δεν έκανε ομοφυλοφιλικούς υπαινιγμούς, ενώ προσέδιδε στη σχέση μία παιδαγωγική και ηθική διάσταση.
Ο εραστής μοιράζεται την καλή ή την κακή φήμη του ερωμένου του και μπορεί αντ’ αυτού να τιμωρηθεί.
Ο εραστής ήταν αυτός που είχε αναλάβει στην εκπαίδευση έναν ρόλο πατρικό και καθοδηγητικό.
Η απαγωγή στην Κρήτη
Ένα απόσπασμα από το έργο του ιστορικού μελετητή Εφόρου, που διέσωσε ο Στράβων, μας μεταφέρει στοιχεία υψίστης σημασίας για να κατανοήσουμε αυτού του είδους τις σχέσεις.
Το έθιμο που περιγράφει ο Έφορος αναφέρεται στις πόλεις της Κρήτης.
Στις κρητικές πόλεις, σύμφωνα με τον Έφορο, οι άνδρες απήγαγαν τα νεαρά αγόρια.
Επρόκειτο όμως για μία απαγωγή που οργανωνόταν εκ των προτέρων και ήταν κωδικοποιημένη κατά κάποιον τρόπο.
Αυτός που σκεφτόταν να απαγάγει έναν έφηβο, το ανακοίνωνε στους γνωστούς του, οι οποίοι έκαναν ό, τι μπορούσαν για να μαθευτεί το νέο στην οικογένεια του νεαρού.
Η οικογένεια έδινε άτυπα τη συγκατάθεσή της, μόνο αν έκρινε ότι ο απαγωγέας ήταν της ίδιας ή ανώτερης κοινωνικής τάξης.
Θύτης και Θύμα, με τη συνοδεία των φίλων που συμμετείχαν στην απαγωγή, αποτραβιούνταν στην ύπαιθρο, έπιναν, έτρωγαν και γλεντοκοπούσαν για διάστημα δύο μηνών και μετά επέστρεφαν στην πόλη.
Άφηναν τότε το αγόρι να φύγει και ως δώρο, προσέφεραν στρατιωτικό εξοπλισμό, ένα βόδι, ένα κύπελλο και διάφορα άλλα πολύτιμα αντικείμενα.
Το νεαρό αγόρι θυσίαζε ένα βόδι στον Δία και προσέφερε συμπόσιο σε όσους τον συνόδευσαν.
Στη συνέχεια, ο νεαρός δημοσιοποιούσε τις οικείες σχέσεις που ανέπτυξε με τον εραστή του, λέει αν τις απόλαυσε ή όχι, γιατί ο νόμος προέβλεπε ότι αν έπεσε θύμα βιασμού, είχε το δικαίωμα να ζητήσει αποζημίωση.
Η απαγωγή ήταν αυστηρώς κωδικοποιημένη.
Δεν επρόκειτο για κάποιο ανεξέλεγκτο ερωτικό πάθος και ο Έφορος διευκρίνιζε ότι τα πιο δημοφιλή παιδιά δεν ήταν τα ωραιότερα, αλλά αυτά που διακρίνονταν για την τόλμη και την εξυπνάδα τους.
Οι νέοι που επιλέγονταν απολάμβαναν δόξα και τιμές.
Τους προσέφεραν τις πιο περίοπτες θέσεις στα δημόσια θεάματα, ενώ διατηρούσαν το δικαίωμα να διακρίνονται από τους υπόλοιπους, φορώντας τα ρούχα που τους έδιναν οι εραστές τους, έτσι ώστε όλοι να γνωρίζουν ότι «τιμήθηκαν», έγιναν κλείνοι, όροι που υποδείκνυαν ότι υπήρξαν ερωμένοι, ενώ ο εραστής αποκαλούταν φιλήτωρ.
Το κείμενο προέρχεται από το βιβλίο: «ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ», ΜΩΡΙΣ ΣΑΡΤΡ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΕΝΑΛΙΟΣ
Διαβάστε ακόμα: Η αυτοϊκανοποίηση των γυναικών και η ομοφυλοφιλία στην Αρχαία Ελλάδα.
Ακολουθήστε την mixanitouxronou.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε τις σημαντικότερες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στη mixanitouxronou.gr