Μια από τις πλέον αμαρτωλές συζύγους της ιστορίας, ήταν η υποκόμισσα Μάρια-Ρόζα, χήρα Μπωρναί, που αργότερα έγινε η Ιωσηφίνα, σύζυγος Βοναπάρτη.
Έζησε μέσα στην ταραγμένη εποχή της Γαλλικής Επανάστασης.
Όταν ήταν 7 ετών, μια “μάγισσα” από τις Αντίλλες, είχε προβλέψει ότι θα γίνει σύζυγος ενός ισχυρού άνδρα, που θα την έκανε βασίλισσα.
Ο πρώτος άντρας της, υποκόμης ντε Μπωρναί, είχε αποκεφαλισθεί μαζί με άλλους ευγενείς, και η ίδια είχε φυλακιστεί.
Γλύτωσε κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή από την γκιλοτίνα.
Για να σώσει τα παιδιά της από το μένος των οπαδών του Ροβεσπιέρου, τα είχε στείλει να μάθουν χειρονακτικές εργασίες.
Η κόρη της Ορτανσία, δούλευε σε μοδιστράδικο και ο γιος της, Ευγένιος, έγινε μαθητευόμενος μαραγκός.
Όσο για την ίδια, ενώ περίμενε την θανατική της καταδίκη, μετρίασε την αναμονή, συνάπτοντας ερωτική σχέση με τον επίσης φυλακισμένο στρατηγό Ος. Όταν αποφυλακίστηκαν και οι δυο, η Ιωσηφίνα, αποφάσισε να γιορτάσει την απελευθέρωση της με τον ιπποκόμο του Ος, τον υπηρέτη και μερικούς ακόμα φίλους του!
Έχει χαρακτηριστεί, ως φιλήδονη, σπάταλη αλλά αριστοκρατική.
Έψαχνε απεγνωσμένα έναν προστάτη, ανάμεσα στους ισχυρούς του νέου καθεστώτος της Συνταγματικής και αργότερα του Διευθυντηρίου, που ήταν οι νέες μορφές εξουσίας, που κυβερνούσαν τη Γαλλία.
Τελικά, τον βρήκε στο πρόσωπο του ίδιου του προέδρου του Διευθυντηρίου. Το όνομα του ήταν Μπαρράς, και η Ιωσηφίνα έγινε ερωμένη του, χωρίς δεύτερη σκέψη.
Του χάριζε τα κάλλη της, και εκείνος της έδινε μερικά ποσά , που αντλούσε χωρίς να δίνει λογαριασμό σε κανέναν, από το κρατικό θησαυροφυλάκιο. Εκείνη, τα έκανε φορέματα, κοσμήματα και έπιπλα. Οι αφαιμάξεις του δημόσιου χρήματος, που αναγκαζόταν να κάνει κάθε τόσο ο Μπαρράς για τις «υπηρεσίες» της Ιωσηφίνας, τον είχαν κουράσει.
Σκέφτηκε, ότι έπρεπε να βρει τρόπο να την ξεφορτωθεί.
Για διάδοχό του, είχε επιλέξει έναν από τους πολλούς στρατηγούς της Επανάστασης.
Τον όχι και τόσο γοητευτικό και άσημο τότε, Ναπολέοντα Βοναπάρτη, που είχε αποπεμφθεί από τον στρατό αλλά τον επανέφερε ο Μπαρράς, δίνοντας του μάλιστα μεγάλα αξιώματα.
Έπειτα προσκάλεσε τον Βοναπάρτη σε μια εκδήλωση, του συνέστησε την όμορφη γυναίκα, ενώ εκείνος ασχολιόταν όλο το βράδυ με την κυρία Ταλλιέν, καλή φίλη της Ιωσηφίνας.
Ο νεαρός τότε Βοναπάρτης, πιστεύοντας ότι η χήρα του Μπωρναί θα είχε μεγάλη περιουσία, θεώρησε ότι ένας γάμος μαζί της, θα τον ανέβαζε κοινωνικά, και δεν θα τον έβλεπαν ως μέλος μιας φτωχής οικογένειας από την Κορσική. Αφού πήρε και την συγκατάθεση του Μπαρράς, ζήτησε την Ιωσηφίνα σε γάμο, και εκείνη συγκινημένη, δέχτηκε την πρόταση.
Η σκέψη όμως, ότι ο μέλλον σύζυγός της θα μπορούσε να μάθει για την σχέση της με τον Μπαρράς, αλλά κυρίως για τα υπέρογκα χρέη της, την φόβιζε πολύ. Έπρεπε να εξασφαλίσει τη σιωπή του πρώην εραστή της.
Έτσι, η πονηρά σκεπτόμενη Ιωσηφίνα, κάνοντας μια δακρύβρεχτη ερωτική εξομολόγηση στον Μπαρράς, τον έπεισε να κρατήσουν τη σχέση τους κρυφή. Η παράσταση όμως συνεχίστηκε, αυτή τη φορά ενώπιον του ερωτευμένου Βοναπάρτη.
Τον έπεισε με τα λεγόμενα της, ότι ενώ εκείνη απέφευγε τις φιλοφρονήσεις του Μπαρράς, αυτός επέμενε να την διεκδικεί.
Ο Ναπολέοντας, που είχε στο μυαλό του, ότι μια ρήξη μαζί του μπορεί να του στοίχιζε την αρχηγία του στρατού , την καθησύχασε, παρακαλώντας την να τα πηγαίνει καλά μαζί του, γιατί μέσα από τα αξιώματα που θα κέρδιζε στα μέλλον, η περιουσία τους θα μεγάλωνε πολύ.
Ο γάμος του στρατηγού Βοναπάρτη με την Ιωσηφίνα ντε Μπωρναί, έγινε στις 9 Μαρτίου 1796, και το πιστοποιητικό του γάμου, περιείχε 2 ψεύδη.
Η μεν νύφη είχε κρύψει δυο χρόνια από την ηλικία της, ο δε γαμπρός είχε προσθέσει έναν στη δική του, για να ισορροπήσει τη διαφορά. Ένας από τους μάρτυρες του γάμου ήταν και ο Μπαρράς, που επιτέλους είχε απαλλαγεί οριστικά από την πολυέξοδη χήρα.
Ο μήνας του μέλιτος διεκόπη, αφού ο στρατηγός Βοναπάρτης, διατάχθηκε να φύγει για την Ιταλία, και να γίνει αρχηγός των πολεμικών επιχειρήσεων, στις οποίες είχε εμπλακεί η Γαλλία.
Αυτή η βιαστική αναχώρηση, γέμισε χαρά την Ιωσηφίνα, αφού της άφησε το πεδίο ελεύθερο για να ξαναβρεθεί με τις φίλες, αλλά κυρίως με τους νεαρούς εραστές της.
Ανάμεσα τους, ήταν και ο Ιππόλυτος Σαρλ, που του δόθηκε από το πρώτο βράδυ της γνωριμίας τους. Και ενώ απολάμβανε το πάθος της με τον νεαρό υπολοχαγό, ο Βοναπάρτης την κατέκλυζε με ερωτικές επιστολές, στις οποίες την ικέτευε να πάει κοντά του για να μοιρασθεί την δόξα του.
Τα γράμματα του συνήθως έκλειναν με την εξής πρόταση: «Αντίο γυναίκα βάσανο, ευτυχία, ελπίδα και ψυχή της ζωής μου, που αγαπώ, που φοβάμαι, που μου εμπνέει τρυφερά αισθήματα. Την ημέρα που θα μου πεις, σ’αγαπώ λιγότερο, θα είναι η τελευταία μέρα της ζωής μου».
Πολύ λίγο συγκινούσαν όμως, αυτές οι επιστολές την άπιστη σύζυγο, που έβρισκε συνεχώς δικαιολογίες για να καθυστερήσει την αναχώρηση της. Δεν δίστασε μάλιστα, να γράψει στον Βοναπάρτη ότι ήταν έγκυος, όταν μετά από ένα γράμμα του την κατακεραύνωσε με προσβολές.
Όπως αποκαλύπτει ο Μπαρράς στην βιογραφία του, κάθε φορά που η Ιωσηφίνα διάβαζε μια επιστολή του συζύγου της έλεγε: «Αυτός ο Βοναπάρτης, είναι πολύ αστείος».
Ο στρατηγός όμως κίνησε γη και ουρανό για να επιστρέψει κοντά της.
Ζήτησε να τον αντικαταστήσουν στην αρχηγεία του στρατού για να μπορέσει να δει τη γυναίκα του.
Θορυβημένη η κυβέρνηση από την απόφαση του Βοναπάρτη, υποχρέωσε την Ιωσηφίνα να πάει εκείνη κοντά του.
Με ένα χαρτί που δικαιολογούσε την καθυστέρηση του ταξιδιού της λόγω εγκυμοσύνης και με την απαίτηση να την ακολουθήσει και ο Ιππόλυτος Σαρλ με τον οποίο ήταν ερωτευμένη, ξεκίνησε για να συναντήσει τον Βοναπάρτη. Στην ίδια άμαξα, ήταν και ο αδερφός του στρατηγού, Ιωσήφ Βοναπάρτης, ο οποίος γνώριζε την αμαρτωλή ζωή της Ιωσηφίνας αλλά σώπαινε για να μην στεναχωρήσει τον αδερφό του.
Η ίδια χωρίς ντροπή, έσφιγγε το χέρι του αγαπημένου της, και τα βράδια μέχρι να φτάσουν στη Γαλλία, κοιμόταν μαζί του.
Αφού απέδειξε στον Βοναπάρτη την αγάπη της, περνώντας δυο βραδιές πάθους μαζί του, η Ιωσηφίνα έψαχνε να βρει τρόπο να βγάλει χρήματα, μέσα από τα αξιώματα του άντρα της.
Εκμεταλλεύτηκε την επιρροή της στους διεφθαρμένους αξιωματούχους του Διευθυντηρίου, που έχρισαν τον εραστή της μεσάζοντα μεταξύ κυβέρνησης και προμηθευτών. Τα κέρδη, ο νεαρός τα έβαζε στο μυστικό χρηματοκιβώτιο της ερωμένης του. Όταν έφτασε στα αφτιά του Βοναπάρτη, έδωσε εντολές να πνιγεί το σκάνδαλο της μίζας, αλλά διέταξε να συλληφθεί ο Σαρλ με την κατηγορία της προδοσίας.
Η Ιωσηφίνα, που ήξερε να ελίσσεται, σκαρφίστηκε μια λιποθυμία, που γέμισε φόβο τον Βοναπάρτη.
Εκείνη δείχνοντας μεγαλείο ψυχής τον συγχώρησε και τον παρακάλεσε, αντί τιμωρίας να στείλει τον Ιππόλυτο στο Παρίσι. Ύστερα από λίγο καιρό, ακολούθησε και η Ιωσηφίνα τον Σάρλ.
Ο Βοναπάρτης, που είχε την κακή ιδέα να κάνει έκπληξη στη σύζυγο του φτάνοντας νωρίτερα κοντά της, αντιμετώπισε μια δυσάρεστη εικόνα. Η Ιωσηφίνα δεν είχε φτάσει ακόμα στη Γαλλία.
Το δεύτερο χτύπημα, ήρθε όταν ανακάλυψε στο γραφείο της, τους απλήρωτους λογαριασμούς της. Την επόμενη μέρα, που έφτασε η Ιωσηφίνα και έπεσε γεμάτη χαρά στην αγκαλιά του, τα ξέχασε όλα! Όσο διαπίστωνε την αδυναμία που της είχε, τόσο τον εκμεταλλευόταν.
Ακολουθώντας τις συμβουλές της, ο Ιππόλυτος Σαρλ, παραιτήθηκε από τον στρατό και επιδόθηκε σε πιο ωφέλιμες δραστηριότητες. Ο Μποντέν,που ήταν προμηθευτής του στρατού, εκτός από τις “νόμιμες” προμήθειες που χορηγούσε στον Ιππόλυτο, του παραχώρησε και στέγη, για να ζει ελεύθερα τον έρωτα του με την Ιωσηφίνα.
Ο Ιωσήφ Βοναπάρτης, που δεν άντεχε πλέον το θράσος της γυναίκας, αποκάλυψε στον αδερφό του, το μέγεθος της σκευωρίας, που παιζόταν πίσω από την πλάτη του.
Για ακόμα μια φορά όμως εκείνη τον έπεισε για την αθωότητα της.
Ειδοποίησε άμεσα τον Σάρλ για τις εξελίξεις και τον παρακάλεσε να πείσει τον Μποντέν να ισχυριστεί, ότι δεν την γνώριζε. Ωστόσο, δεν σταμάτησε να τον επισκέπτεται κρυφά.
Ακολούθησαν ήσυχες μέρες, αφού ο Βοναπάρτης έφυγε για την Αίγυπτο.
Εκείνη ξαναβρήκε τον εαυτό της, ενώ ζούσε τον έρωτα της με τον Ιππόλυτο.
Ώσπου, ένα βράδυ έφτασε η είδηση ότι ο Βοναπάρτης είχε δολοφονηθεί. Εκείνη έκανε αυτό που ήξερε καλύτερα. Λιποθύμησε! Ο Μπαρράς, που ήταν κοντά της εκείνο το βράδυ, περιέγραψε στο βιβλίο του τη στιγμή, που άδειασε το παλάτι, μετά την είδηση της δολοφονίας.
Η Ιωσηφίνα, ξέσπασε σε γέλια, και το μόνο που την ένοιαζε ήταν να εξακριβωθεί ο θάνατος του.
Τον αποκάλεσε εγωιστή, συμφεροντολόγο και μίζερο.
Όμως, η είδηση δεν επιβεβαιώθηκε. Ο Βοναπάρτης, ζούσε και βρισκόταν ακόμα στην Αίγυπτο.
Σκέφτηκε να τον χωρίσει. Όμως την εμπόδιζαν πολλές σκέψεις. Κυρίως τα χρέη και τα σκάνδαλα, που αγνοούσε ο σύζυγός της. Η είδηση της άφιξης του Ναπολέοντα, την γέμισε ανησυχία.
Έτσι, ξεκίνησε να τον συναντήσει πρώτη, πριν προλάβει η οικογένεια του να τον ενημερώσει για τη δράση της. Δεν υπολόγισε σωστά όμως, και ο σύζυγός της έφτασε νωρίτερα, βρίσκοντας και πάλι ένα άδειο σπίτι. Οι υπηρέτες που τον ενημέρωσαν ότι η Ιωσηφίνα, πήγε τον προϋπαντήσει δεν τον έπεισαν.
Έτσι όλη η οικογένεια Βοναπάρτη, έσπευσε να τον καλωσορίσει αλλά και να του ανοίξει τα μάτια.
Θολωμένος από ζήλια, αποφάσισε να την χωρίσει.
Όταν η Ιωσηφίνα έφτασε στο Παρίσι, ο φρουρός που στεκόταν έξω από το σπίτι, της απαγόρευσε την είσοδο.
Για πρώτη φορά ο Ναπολέοντας δεν έκανε πίσω. Την άφησε να κλαίει σωριασμένη στο δρόμο.
Έβαλε όμως τα μεγάλα μέσα, που ήταν τα δυο παιδιά της, τα οποία αγαπούσε πολύ ο Βοναπάρτης.
Το σπαρακτικό κλάμα και οι ικεσίες των παιδιών, τελικά τον λύγισαν και τους δέχτηκε πίσω.
Από εκείνη την ημέρα, η διαγωγή της Ιωσηφίνας άλλαξε.
Όχι επειδή αγάπησε ξαφνικά τον Βοναπάρτη, αλλά επειδή κατάλαβε ότι μόνο εκείνος θα την έβγαζε από το οικονομικό της αδιέξοδο. Ωστόσο ο γάμος δεν κράτησε.
Ο Ναπολέοντας παντρεύτηκε για δεύτερη φορά, την Μαρία-Λουίζα, που του χάρισε έναν γιο, αλλά έζησε και πάλι δυστυχισμένος.
Πληροφορίες αντλήθηκαν από το βιβλίο: “Άτακτοι Ηγέτες – Μοιραίες Γυναίκες” της Αλεξάνδρας Στεφανοπούλου, εκδόσεις Φερενίκη.
Διαβάστε επίσης στη ΜτΧ: Οι ερωμένες του Μεγάλου Ναπολέοντα, που έστελνε ακόμη και στο θάνατο τους συζύγους τους και οι απιστίες της Ζοζεφίνας, που τον περιφρονούσε…
Ακολουθήστε την mixanitouxronou.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε τις σημαντικότερες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στη mixanitouxronou.gr