Μεσημέρι 14ης Σεπτεμβρίου 1995. Ο 11χρονος Κωστάκης Δ. επέστρεφε αμέριμνος από το σχολείο στο σπίτι του, στην Παλαιά Φώκαια. Ωστόσο δεν πρόλαβε να περάσει το κατώφλι της οικίας του.
Δύο άνδρες με καλυμμένα τα πρόσωπά τους τον ακινητοποίησαν σε ένα χωματόδρομο, περίπου 200 μέτρα από το σπίτι του. Του έδεσαν τα μάτια, τον πέταξαν μέσα σε ένα βανάκι και αμέσως τράπηκαν σε φυγή. Μισή ώρα μετά, οι απαγωγείς επικοινώνησαν με τους γονείς του μαθητή, ζητώντας για λύτρα 130 εκατομμύρια δραχμές.
Είχαν πληροφορηθεί ότι η γιαγιά του 11χρονου είχε κερδίσει αυτό το ποσό στην κλήρωση του πρωτοχρονιάτικου λαχείου και θεώρησαν ότι χτύπησαν “φλέβα χρυσού”. Για να πετύχουν το σκοπό τους, δεν δίστασαν να απειλήσουν με επιστολή την οικογένεια του μικρού ότι θα τον μολύνουν με τον ιό του AIDS.
«Εμείς είμαστε μια ομάδα ανθρώπων που πάσχουμε από AIDS. Ο πιο τυχερός από εμάς έχει ένα χρόνο ζωή. Καταλαβαίνετε λοιπόν ότι δεν έχουμε να φοβηθούμε κανέναν και τίποτα. Είμαστε αποφασισμένοι για όλα, προκειμένου να περάσουμε τον λίγο χρόνο που μας μένει όσο γίνεται καλύτερα. Είναι, θα λέγαμε, και κάποια ελάχιστη απόδοση κοινωνικής δικαιοσύνης […]
Σε οποιαδήποτε λάθος κίνησή σας, θα παραλάβετε μεν τον Κωστάκη, αλλά με μολυσμένο πια το αίμα του και θα τον βλέπετε να αργοσβήνει κοντά σας χωρίς να μπορείτε να του προσφέρετε την παραμικρή βοήθεια», έγραφε, μεταξύ άλλων, η επιστολή των απαγωγέων.
Η υπόθεση σόκαρε την κοινή γνώμη και έγινε πρώτη είδηση στις εφημερίδες και τους τηλεοπτικούς σταθμούς. Δημοσιογράφοι και οπερατέρ “πολιορκούσαν” για ώρες το σπίτι της οικογένειας του 11χρονου, προκειμένου να αποσπάσουν μία αποκλειστική δήλωση ενώ ταυτόχρονα, διάφοροι κάτοικοι είχαν μαζευτεί, για να στηρίξουν ψυχολογικά τους γονείς και τους παππούδες του μικρού.
«Μαμά, μανούλα». Οι ώρες αγωνίας και η κινηματογραφική απελευθέρωση
Από την πρώτη στιγμή που έγινε γνωστή η απαγωγή του Κωστάκη Δ., οι γονείς του έκαναν αγώνα δρόμου, για να επιστρέψει το παιδί τους σώο και αβλαβές. Μες στην ταραχή τους και τρομοκρατημένοι για τα χειρότερα, αποφάσισαν να ακολουθήσουν τις οδηγίες των απαγωγέων και δεν ειδοποίησαν την Αστυνομία.
Σοκαρισμένοι ήταν επίσης, η γιαγιά και ο παππούς του μικρού παιδιού και χρειάστηκαν ηρεμιστικά, για να μπορέσουν να κοιμηθούν. Την ίδια στιγμή, σύμφωνα με δημοσιεύματα, γείτονες και συγκάτοικοι έσπευσαν στο σπίτι της οικογένειας, για να εκφράσουν τη συμπαράστασή τους.
«Όλο το χωριό έχει αναστατωθεί, είναι κάτι το εξωπραγματικό. Το πρωί οι μανάδες πηγαίνουν μόνες τους τα παιδιά τους στα σχολεία. Ο φόβος είναι διάχυτος», δήλωσε ένας εκ των κατοίκων της Παλαιάς Φώκαιας, ενώ η διευθύντρια του σχολείου είπε: «Έπαθα σοκ. Πραγματικά δεν μπορώ να σας περιγράψω τα συναισθήματά μου. Ήταν σαν να είχαν απαγάγει το δικό μου παιδί»
Πέντε ημέρες μετά την απαγωγή και αφού προηγήθηκαν αλλεπάλληλα τηλεφωνήματα, η μητέρα του μικρού συμφώνησε να συναντηθεί με τους εκβιαστές και να τους παραδώσει μια βαλίτσα με 41 εκατ. δραχμές, με αντάλλαγμα την απελευθέρωση του παιδιού της.
Έμαθε τελευταία στιγμή το σημείο παράδοσης, γεγονός που ενέτεινε την αγωνία της. Ακόμη κι όταν έδωσε τα χρήματα στους δράστες, δεν παρέλαβε αμέσως το παιδί της. Το βρήκε κουλουριασμένο, καταπονημένο και με τραυματισμένα χέρια 100 μέτρα από το σημείο παράδοσης των λύτρων, όπως της υπέδειξαν οι απαγωγείς.
«Άκουσε το θόρυβο από το αμάξι, μου φώναξε “Μαμά, μανούλα!” και κλαίγαμε. Το έβαλα στο αυτοκίνητο, κλείσαμε τα τζάμια και τις ασφάλειες και του είπα “Όλα τελείωσαν”. Όταν τον είδα στο φως, τρόμαξα», είχε εξομολογηθεί η μητέρα του Κωστάκη. Τα ρεπορτάζ έκαναν λόγο για «ηρωική μάνα» που «πήρε την υπόθεση στα χέρια της» και «κράτησε όρθιο τον άντρα της».
Ο μικρός γύρισε στο σπίτι του και μερικές μέρες μετά στο σχολείο του, η αγωνία έδωσε τη θέση της στη χαρά και την ανακούφιση, ωστόσο η ιστορία δεν έληξε εκεί.
Η συμβολή του Κωστάκη στην εξάρθρωση της σπείρας
Οι γονείς του μικρού, στη συνέχεια ενημέρωσαν την αστυνομία και ζήτησαν διακριτικότητα στο χειρισμό της υπόθεσης. Μέχρι να φτάσουν στα ίχνη των απαγωγέων, οι αρχές τούς επικήρυξαν έναντι 200 εκατ. δραχμών, προσήγαγαν ως ύποπτα δεκάδες άτομα και πήραν κατάθεση από τον Κωστάκη.
Η παρατηρητικότητα και η μνήμη του μικρού διαδραμάτισαν καθοριστικό ρόλο στον εντοπισμό και τη σύλληψη των δραστών, 70 ημέρες μετά. Ο 11χρονος θυμόταν πως, αμέσως μετά την απαγωγή του, μεταφέρθηκε σε σπίτι κοντά στο δικό του, περίπου 5 λεπτά μακριά. Υποστήριξε, επίσης, ότι του είχαν φορέσει κουκούλα στο κεφάλι, ανέβηκε εννέα σκαλοπάτια και είχε δώσει ονόματα στους δύο απαγωγείς του, προκειμένου να τους ξεχωρίζει.
Οι περιγραφές του αποδείχθηκαν ιδιαίτερα σημαντικές για τους αστυνομικούς και σύντομα ανακάλυψαν το μέρος, όπου τον κρατούσαν όμηρο. Ήταν ένα σπίτι που ανήκε σε 43χρονο έμπορο αυτοκινήτων και φίλο της οικογένειας του 11χρονου. Αυτός ήταν ο “εγκέφαλος” της απαγωγής.
Η συνεργός και υποκρίτρια θεία
Οι γονείς του Κωστάκη Δ. δεν είχαν κοινοποιήσει το νέο για τα χρήματα του λαχείου παρά μόνο σε στενό κύκλο. Από τις έρευνες, διαπιστώθηκε ότι ο συνδετικός κρίκος ήταν μια μακρινή θεία του μικρού Κωστάκη, η οποία διατηρούσε ερωτική σχέση με τον ιθύνοντα νου της απαγωγής. Μάλιστα, ο πρώην σύζυγός της βοήθησε άθελά του το έργο της Αστυνομίας, καθώς, λόγω των υπονοιών που είχε, μαγνητοφωνούσε τις ερωτικές συνομιλίες της γυναίκας του με τον οργανωτή της απαγωγής.
Σε συνέντευξή της στην εφημερίδα «Τα Νέα», η μητέρα του 11χρονου δήλωσε ότι η θεία του τηλεφωνούσε, για να “μάθει νεότερα” για τον απαχθέντα ανιψιό της.
Ακόμη δύο άτομα συνελήφθησαν και ομολόγησαν ότι ήταν αναμεμιγμένα στο σχέδιο απαγωγής του ανήλικου. Ενώπιον του ανακριτή δήλωσαν μετανιωμένοι για την πράξη τους, παραδέχθηκαν ότι «όλα έγιναν για τα λεφτά» και επικαλέστηκαν ψυχολογικά προβλήματα.
Ανακριτής και εισαγγελέας δεν συγκινήθηκαν από τους ισχυρισμούς τους και διέταξαν την προφυλάκισή τους στον Κορυδαλλό, στις αρχές Δεκεμβρίου 1995.
Η άλλη απαγωγή
Συνολικά τέσσερα άτομα έκατσαν στο εδώλιο του κατηγορουμένου για την απαγωγή του Κωστάκη Δ.: ο 43χρονος έμπορος αυτοκινήτων ως “εγκέφαλος” του σχεδίου, ένας ανιψιός του και ένας υπάλληλός του, καθώς επίσης και η θεία του 11χρονου.
Η απαγωγή του μικρού Κωστάκη δεν ήταν η μοναδική στο “ενεργητικό” της σπείρας. Όπως αποκαλύφθηκε κατά την προανάκριση, ο θείος και ο ανιψιός βρίσκονταν πίσω από την εξαφάνιση της 12χρονης Αρμενοβελγίδας, Ταμάρ Οσκανιάν στο Αυλάκι Αττικής, τον Ιούλιο του 1991. Ο πατέρας της ήταν έμπορος πολύτιμων λίθων και οι απαγωγείς αξίωσαν το ποσό των 2 εκατομμυρίων δολαρίων, για να απελευθερώσουν το κοριτσάκι.
Τελικά, εγκατέλειψαν την 12χρονη στο Σχιστό και δεν πήραν ούτε μία δραχμή από την οικογένειά της, διότι πληροφορήθηκαν από τα ΜΜΕ ότι είχαν δολοφονήσει την οικιακή βοηθό με χλωροφόρμιο και πανικοβλήθηκαν. Η υπόθεση της Οσκανιάν δεν διαλευκάνθηκε παρά μόνο όταν εξιχνιάστηκε η υπόθεση του 11χρονου Κωστάκη.
«Οι κακοί αυτοί άνθρωποι θέλω να πάνε φυλακή». Η δίκη, η καταδίκη και ο μετριασμός των ποινών
Μετά από διάφορες αναβολές, η δίκη των τεσσάρων κατηγορουμένων ξεκίνησε το Φεβρουάριο του 1997. Όλοι τους διατείνονταν ότι είχαν μετανιώσει για όσα προκάλεσαν στον 11χρονο Κωστάκη. Ο 43χρονος “εγκέφαλος” υπερασπίστηκε τον ανιψιό και τον υπάλληλό του, όχι όμως την ερωμένη του, με την οποία αλληλοκατηγορείτο.
«Το ερωτικό μου πάθος γι’ αυτή τη γυναίκα με παρέσυρε. Δεν υπήρξα ούτε αισθάνομαι κακοποιός», κατέθεσε στην απολογία του. «Ποτέ δεν έδωσα πληροφορίες, ποτέ δεν εκβίασα κανέναν. Αργά κατάλαβα ότι είχα να κάνω με έναν αδίστακτο άνθρωπο», υποστήριξε, από την πλευρά της, η θεία του 11χρονου, σε μια προσπάθεια να ελαφρύνει τη θέση της.
Επιπλέον, θείος και ανιψιός αρνήθηκαν ότι είχαν εμπλακεί στην απαγωγή της Ταμάρ Οσκανιάν. Ωστόσο, η ερωμένη του πρώτου ισχυρίστηκε ότι, στο διάστημα που ήταν κρατούμενη στην Ασφάλεια, ρώτησε τον εραστή της εάν είχε συμμετάσχει στην απαγωγή της 12χρονης και εκείνος τής απάντησε: «Ναι, αλλά εσύ δεν χρειάζεται να μάθεις και να πεις τίποτα».
Όσο για τον 11χρονο απαχθέντα και βασικό μάρτυρα κατηγορίας, είχε συνεχώς στο πλευρό του τη μητέρα του και κατέθεσε όλες τις λεπτομέρειες για το εφιαλτικό διάστημα που πέρασε. «Οι άνθρωποι αυτοί μου προκαλούσαν φόβο. Ήμουν σε ξένα χέρια και δεν πίστευα κανέναν, ό,τι κι εάν μου έλεγε. Όσες μέρες με κράτησαν, μου έλεγαν να είμαι ήσυχος. Μου έλεγαν και ανέκδοτα, αλλά εγώ δεν είχα όρεξη για τέτοια πράγματα», ανέφερε μεταξύ άλλων.
Σύμφωνα με τα ρεπορτάζ, ο Κωστάκης Δ. δεν γύρισε ποτέ να κοιτάξει τους ανθρώπους που τον απήγαγαν, όση ώρα βρισκόταν στο βήμα του μάρτυρα. Επανέλαβε όσα είχε καταθέσει προανακριτικά, συμπλήρωσε πως οι απαγωγείς γνώριζαν πράγματα που μόνο οι οικείοι του ήξεραν και θυμήθηκε τη φράση που είχε πει στους αξιωματικούς της Ασφάλειας: «Οι κακοί αυτοί άνθρωποι θέλω να πάνε φυλακή».
Τελικά, οι ένορκοι έκριναν ένοχους χωρίς ελαφρυντικά όλους τους κατηγορούμενους και καταδίκασαν τον καθέναν σε 25 χρόνια κάθειρξη. Αντιθέτως, ο θείος και ο ανιψιός, που αναμίχθηκαν και στην απαγωγή της 12χρονης, απαλλάχθηκαν από την κατηγορία, διότι ήταν πλημμεληματικού χαρακτήρα και είχε πλέον παραγραφεί.
Τον Οκτώβριο του 1999, η υπόθεση εκδικάστηκε σε δεύτερο βαθμό, στο Πενταμελές Εφετείο της Αθήνας. Δύο μήνες μετά, οι δικαστές μείωσαν τις ποινές και των τεσσάρων κατηγορουμένων. Στον έμπορο αυτοκινήτων και στον ανιψιό του επέβαλαν 18 και 15 χρόνια φυλάκιση, στον υπάλληλο του πρώτου 12 έτη κάθειρξη και στη θεία του μικρού Κωστάκη 11 έτη εγκλεισμού.
Πηγή εικόνων κεντρικής φωτογραφίας: εφημερίδα «Τα Νέα»
Ειδήσεις σήμερα:
- Ένα ακόμη άγαλμα και άλλα ευρήματα βρέθηκαν στο σκάμμα κοντά στο Ηρώδειο
- Θεσσαλονίκη. Σκότωσαν παράνομα ζαρκάδια σε καταφύγιο άγριας ζωής
- Αντάρτες πυρπόλησαν τον τάφο του πρώην προέδρου της Συρίας Χαφέζ αλ Άσαντ
- Οδηγός λεωφορείου στη Θεσσαλονίκη βρήκε τσάντα με €2.500 και την παρέδωσε στην κάτοχό της
Ακολουθήστε τη mixanitouxronou.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε τις σημαντικότερες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στη mixanitouxronou.gr
ΠΡΟΣΘΗΚΗ ΣΧΟΛΙΟΥ