Από τον Μάρτιο του 1932 έως τον Απρίλιο του 1936 η Νέα Υόρκη παρακολουθούσε με κομμένη την ανάσα τις εξελίξεις στην υπόθεση του μικρού Λίντμπεργκ.
Το σενάριο είχε τα πάντα: απαγωγή, φόνο, πλούσιους και διάσημους πρωταγωνιστές, κραχ, απάτες, μαφία, πολιτική, αυτοκτονίες υπόπτων και πάνω από όλα, την τραγωδία του θανάτου ενός βρέφους 20 μηνών που έμενε ατιμώρητη.
Στις 21 Μαίου 1927, ο Κάρολος Λίντμπεργκ προσγειώθηκε στο αεροδρόμιο Μπουρζέ στο Παρίσι, μετά από 33 ώρες πτήση στον Ατλαντικό χωρίς στάση. Στον «ιπτάμενο τρελό» δεν άρεσε όμως η διασημότητα. Εργαζόταν ως σύμβουλος δύο αεροπορικών εταιρειών και είχε παντρευτεί μία πάμπλουτη γυναίκα, την Άννα Μόροου, η μητέρα της οποίας ζούσε σε ένα σπίτι στο Ίνγκλγουντ με 32 υπηρέτες.
Το βράδυ της 1ης Μαρτίου 1932, ο Λίντμπεργκ επέστρεψε στη βίλα του στο Χόπγουελ γιατί ο μικρός ήταν άρρωστος και δεν είχαν πάει στο σπίτι της γιαγιάς. Μετά από ένα σύντομο δείπνο, η σύζυγος αποσύρθηκε να ξεκουραστεί γιατί ήταν έγκυος και ο Λίντμπεργκ κάθισε μπροστά από το τζάκι. Κάποια στιγμή άκουσε έναν κρότο, αλλά δεν έδωσε σημασία. Κατά τις 10 η τροφός ανέβηκε να πλύνει το μωρό, το οποίο όμως δεν ήταν στην κούνια.
Ο αεροπόρος ανέβηκε τρέχοντας τη σκάλα βρήκε πάνω στο καλοριφέρ ένα σημείωμα στο οποίο ο απαγωγέας του ζητούσε 50.000 δολάρια σε συγκεκριμένα χαρτονομίσματα και αντί για υπογραφή, υπήρχε ένα σχήμα με δύο κόκκινους κύκλους και τρία μπλε τετράγωνα. Είκοσι μέτρα μακριά βρισκόταν μια σπαστή σκάλα με ένα σκαλοπάτι σπασμένο, ενώ δύο μάρτυρες κατέθεσαν πως είδαν μια πράσινη Ντοτζ και μέσα στο αυτοκίνητο υπήρχε μία σκάλα.
Το έγκλημα προκαλεί την αντίδραση ακόμη και του φυλακισμένου Αλ Καπόνε
Η άσχημη είδηση έσκασε σαν βόμβα! Την αγανάκτησή του για το κακό που βρήκε τον εθνικό ήρωα εξέφρασε ακόμη και ο πρόεδρος των ΗΠΑ Χέρμπερτ Χούβερ, ενώ ο έγκλειστος γκάνγκστερ Αλ Καπόνε προσέφερε 10.000 δολάρια αμοιβή στους απαγωγείς με τον όρο να αποφυλακισθεί και ο ίδιος. Η προσφορά του γκάνγκστερ παρέσυρε τον Λίντεμπεργκ να ζητήσει βοήθεια από τον υπόκοσμο, αλλά οι επαφές του δεν έφεραν αποτέλεσμα.
Αντίθετα, ένας συνταξιούχος καθηγητής από το Μπρονξ, ο Τζων Φράνσις Κόντον δήλωσε με αγγελία σε εφημερίδα ότι είναι πρόθυμος να προσφέρει τις οικονομίες του και να αναλάβει τον ρόλο του μεσολαβητή.
Λίγες μέρες αργότερα έλαβε αναπάντεχα μια επιστολή που έφερε τη γνωστή υπογραφή με τους κύκλους και τα γράμματα. Το βράδυ της 2ας Απριλίου, συνάντησε τελικά τον άνδρα που ονομαζόταν Τζον, στο νεκροταφείο του Μπρονξ. Του έδωσε τα χρήματα και ο άγνωστος με τη γερμανική προφορά έδωσε στον καθηγητή ένα σημείωμα που έγραφε ότι το παιδί ήταν σε μια θαλαμηγό. Το σκάφος δεν βρέθηκε ποτέ και στις 40 μέρες που ακολούθησαν, εμφανίζονταν διάφοροι επιτήδειοι που έλεγαν στην οικογένεια ότι γνωρίζουν που βρίσκεται ο μικρός Λίντμπεργκ, με σκοπό να αποσπάσουν χρήματα.
Ο επίμονος επιθεωρητής, ο σχολαστικός ξυλουργός και το «new deal»!
Στις 12 Μαίου, 72 μέρες μετά την απαγωγή ένας νέγρος αυτοκινητιστής βρήκε το άψυχο σώμα του μωρού σε ένα δασάκι στο Χόπγουελ, κοντά στο σπίτι του αεροπόρου. Το κρανίο του παιδιού ήταν σπασμένο και το πιθανότερο σενάριο ήταν ότι σκοτώθηκε πέφτοντας από τη σκάλα τη νύχτα της απαγωγής.
Ο Τύπος εξαπολύει μύδρους εναντίον του αστυνομικού διευθυντή των εγκληματολογικών ερευνών, Τζον Λαμπ, ο οποίος έχει εστιάσει τις υποψίες του σε μια καμαριέρα που είχε πέσει σε αντιφάσεις κατά την ανάκριση.
Η Βάιολετ Σαρπ εκλήθη για πολλοστή φορά για ανάκριση, αλλά δεν πήγε ποτέ. Είχε καταπιεί υδροκυάνιο.
Όλοι θεωρούσαν χαμένη την υπόθεση εκτός από τον υπαστυνόμο Τζέημς Φινν, έναν λεπτό πενηντάρη με ψύχραιμη φωνή.
Γνώριζε μόνο την περιγραφή του ανδρός που είχε κάνει ο καθηγητής και έτσι αποφάσισε να ακολουθήσει τον δρόμο του χρήματος.
Κρέμασε στον τοίχο του γραφείου του ένα χάρτη της Νέας Υόρκης και κάθε φορά που βρισκόταν ένα χαρτονόμισμα από τα λύτρα, καρφίτσωνε το σημείο!
Στις 5 Απριλίου 1933, ο νέος πρόεδρος Φράνκλιν Ρούσβελτ απαγόρευσε τη μετατρεψιμότητα του δολαρίου στο πλαίσιο του «new deal» και την ίδια μέρα, 2.980 δολάρια των λύτρων εξαργυρώθηκαν στην τράπεζα Φέντεραλ Ριζερβ, με μία πράξη.
Όταν εμφανίστηκε πάλι προσημειωμένο χαρτονόμισμα, ο Φινν είχε χαρτογραφήσει πλέον τις κινήσεις του υπόπτου στη γερμανική συνοικία Γιόρκβιλλ του Μανχάταν.
Παράλληλα, ο εμπειρογνώμονας της Δασικής Υπηρεσίας Άρθουρ Κόλερ, «ξεσκόνιζε» τη σκάλα που είχε βρεθεί στον τόπο της απαγωγής.
Εξέτασε ένα προς ένα και τα 1.598 πριονιστήρια που υπήρχαν από την Αλαμπάμα προς τη Νέα Υόρκη και κατέληξε ότι μόνο 25 από αυτά χρησιμοποιούσαν τον συγκεκριμένο τύπο μηχανικής πλάνης.
Και μόνο ένα από αυτά άφηνε στο ξύλο τα ίδια χαρακτηριστικά σημάδια εξαιτίας ελαττώματος στη λεπίδα!
Η σύλληψή, η δίκη και η εκτέλεση του απαγωγέα που δεν ομολόγησε ποτέ
Στις 12 Σεπτεμβρίου 1934, ο ιδιοκτήτης μιας μπλε Ντοτζ έβαλε βενζίνη σε ένα πρατήριο του Μανχάταν και πλήρωσε με ένα χαρτονόμισμα από τα λύτρα που δόθηκαν για το βρέφος.
Ο πρατηριούχος παρατήρησε ότι είχε γερμανική προφορά. Μετά από μία εβδομάδα 12 αστυνομικοί συνέλαβαν στον Μπρούνο Χάουπμαν.
Ο πολυβολητής κατά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο είχε καταδικασθεί για κλοπές στη Σαξωνία.
Δραπέτευσε και μετά από δύο αποτυχημένες απόπειρες κατάφερε να αποβιβασθεί το 1923 στη Νέα Υόρκη, όπου βρήκε δουλειά ως ξυλουργός στο αναπτυσσόμενο λιμάνι.
Ο μετανάστης ανακάλυψε τη Γουώλ Στρητ, αλλά μετά το κραχ υπέστη οικονομική ζημιά. Ξαφνικά όμως το1932 σταμάτησε να δουλεύει, γιατί είχε βαρεθεί να κάνει τον μαραγκό και του έφτανε το Χρηματιστήριο.
Στη δίκη που άρχισε στις 2 Ιανουαρίου του 1935, ο δημοκρατικός εισαγγελέας Ουίλεντς γνώριζε ότι η κοινή γνώμη ζητούσε τη θανατική καταδίκη του Χάουπμαν, αλλά και ότι ο ασθενής ποινικός κώδικας περιέγραφε με αόριστο τρόπο την απαγωγή.
Έτσι, έπρεπε να αποδειχθεί ότι ο θάνατος του μωρού ήταν συνέπεια της κλοπής.
Υπήρχαν τρεις σημαντικές μαρτυρίες: του καθηγητή Κόντον που αναγνώρισε στον Χάουπμαν το πρόσωπο του «Τζον», του Λίντμπεργκ που βεβαίωσε ότι είχε ακούσει τη φωνή του και των υπαλλήλων του υπουργείου Οικονομικών, που αναγνώρισαν στα χαρτονομίσματα τα ίχνη που βρέθηκαν στο γκαράζ με τα χρήματα των λύτρων.
Ο κατηγορούμενος υποστήριξε ότι δεν γνώριζε τίποτα για την προέλευση των χρημάτων.
Τότε, έπαιξε καταλυτικό ρόλο η κατάθεση του εμπειρογνώμονα ξυλουργού για τη σκάλα, την οποία το δικαστήριο είχε αποδεχθεί ως αποδεικτικό στοιχείο.
Ο Κόλλερ έδειξε με ένα πείραμα στο δικαστήριο ότι μία από τις σανίδες της σκάλας είχε ξεκαρφωθεί από τη σοφίτα του σπιτιού του κατηγορούμενου.
Η εκτέλεση ορίστηκε για τις 17 Ιανουαρίου 1936, αλλά ο ρεπουμπλικάνος κυβερνήτης του Νιου Τζέρσεϊ, Χάρολντ Χόφμαν, αμφισβητούσε την ορθότητα της απόφασης και έστειλε στο κελί του θανατοποινίτη έναν διάσημο δικηγόρο να αποσπάσει ομολογία. Μάταια. Ο Χάουπμαν επέμενε ότι είχε πει την αλήθεια.
Πέθανε στην ηλεκτρική καρέκλα στις 3 Απριλίου, χωρίς να υπάρχουν ατράνταχτες αποδείξεις για την ενοχή του.
Ένας Έλληνας που του έμοιαζε, ο Κωνσταντίνος Μαράτος, είχε επαναπατρισθεί το 1934 με τις οικονομίες του, 43.000 δολάρια.
Αυτοκτόνησε μετά τη σύλληψη του Χάουπμαν και στο τζάκι του σπιτιού, βρέθηκε μισοκαμένος ο πίνακας με τους αριθμούς των χαρτονομισμάτων από τα λύτρα του μικρού Λίντμπεργκ.
Το είδωλο του διάσημου αεροπόρου γκρεμίστηκε λίγα χρόνια αργότερα όταν έγινε θαυμαστής του Χίτλερ.
Με αφορμή αυτή την υπόθεση, η απαγωγή μετατράπηκε σε ομοσπονδιακό αδίκημα. Επίσης, «εξοστρακίσθηκε» το ραδιόφωνο από τις αίθουσες των δικαστηρίων, καθώς οι 700 δημοσιογράφοι που παρακολούθησαν τη δίκη, είχαν μετατρέψει τη διαδικασία σε τσίρκο.
Διαβάστε επίσης στη “ΜτΧ”: Η θρυλική απαγωγή του Heineken, που κληρονόμησε τη διάσημη ζυθοποιΐα. Σχεδίαζαν την απαγωγή δύο χρόνια και ζήτησαν σχεδόν 160 εκατομμύρια ευρώ λύτρα. Ποια ήταν η τύχη των απαγωγέων…
Ακολουθήστε την mixanitouxronou.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε τις σημαντικότερες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στη mixanitouxronou.gr