Τον Μάιο του 811 ο Βυζαντινός αυτοκράτορας Νικηφόρος Α΄ αποφάσισε να εκστρατεύσει κατά του Βούλγαρου ηγεμόνα Κρούμου, ο οποίος είχε εξελιχθεί σε έναν επικίνδυνο αντίπαλο για την Κωνσταντινούπολη.
Προκειμένου να χρηματοδοτήσει την εκστρατεία του διέταξε την αύξηση των φόρων στις εκκλησίες και τα μοναστήρια και την είσπραξή καθυστερούμενων τελών από τους πλούσιους.
Ο πατρίκιος Σαλιβαράς του επέστησε την προσοχή ότι αυτά τα μέτρα μπορούσαν να οδηγήσουν στην ανατροπή του.
Ο Νικηφόρος έμεινε αμετάπειστος και συγκέντρωσε όλους τους άνδρες που μπορούσε από την Θράκη και τη Μικρά Ασία, μεταξύ των οποίων και πολλούς φτωχούς που ήταν οπλισμένοι μόνο με σφενδόνες και ραβδιά.
Τον Ιούνιο ή τον Ιούλιο του 811, όταν οι Βυζαντινοί έφθασαν στο οχυρό Μαρκέλλες, ένα στρατηγικό σημείο και σταυροδρόμι οδών που κατευθύνονταν προς τα βόρεια, ο Κρούμος ζήτησε ειρήνη από τον αυτοκράτορα λέγοντάς του: «νίκησες, πάρε ότι σου αρέσει και φύγε ειρηνικά από τη χώρα».
Οι σύμβουλοι του Νικηφόρου τον απέτρεψαν να συμφωνήσει με τις προτάσεις του Κρούμου και ο αυτοκράτορας συνέχισε την πορεία του προς τα βουλγαρικά εδάφη, διασχίζοντας δύσβατες περιοχές και επικίνδυνες κλεισούρες.
Ο κύριος στόχος της εκστρατείας ήταν η έδρα της βουλγαρικής ηγεμονίας στην Πλίσκα, την οποία είχε εγκαταλείψει ο Κρούμος.
Οι Βυζαντινοί την κατέλαβαν εύκολα εξοντώνοντας την ολιγάριθμη φρουρά της. Όταν εισήλθε στην πόλη ο αυτοκράτορας διέταξε τον στρατό του να προβεί σε σφαγές από τις οποίες δεν εξαιρέθηκαν ούτε τα βρέφη. Σύμφωνα με το Ανώνυμο Χρονικό του 811, αφού μοίρασε στους στρατιώτες τους θησαυρούς του Βούλγαρου ηγεμόνα, έλεγε χαρούμενος: «Να λοιπόν όλα αυτά που μου παρέδωσε ο Θεός και θέλω να χτίσω εδώ πόλη με το όνομά μου και να παραμείνω ονομαστός στις επόμενες γενιές».
Στη συνέχεια, δίχως να λάβει τα απαραίτητα μέτρα προφύλαξης, προχώρησε βαθιά μέσα στη βουλγαρική επικράτεια, θέλοντας να φτάσει στην Σερδική.
Σύμφωνα πάντα με το Ανώνυμο Χρονικό: «Η πορεία του κράτησε 15 ημέρες και στη διάρκεια της ο αυτοκράτορας αποδείχθηκε ιδιαίτερα αλαζονικός, αφού ούτε έβγαινε από τη σκηνή του, ούτε έδινε την οποιαδήποτε διαταγή σε κανέναν».
Η συμπεριφορά αυτή είχε ως συνέπεια την χαλάρωση της πειθαρχίας στο στράτευμα και την εμφάνιση κρουσμάτων λιποταξίας.
Το γεγονός αυτό εκμεταλλεύτηκε ο Κρούμος και έστησε μια θανάσιμη παγίδα στις στενωπούς της Μοισίας.
Οι Βυζαντινοί εισήλθαν στα στενά χωρίς να υποψιαστούν τίποτα, λεηλατώντας την περιοχή.
Στις 24 Ιουλίου οι Βυζαντινοί στρατηγοί συνειδητοποίησαν τι είχε συμβεί, ήταν όμως πολύ αργά για να αντιδράσουν. Οι Βούλγαροι είχαν φράξει όλες τις οδούς διαφυγής.
Παρά τις πιέσεις των στρατηγών του για άμεση επίθεση, ο Νικηφόρος αρνήθηκε ισχυριζόμενος ότι δεν υπήρχε δυνατότητα διαφυγής «ακόμη και αν μπορούσαν να πετάξουν».
Τελικά, μετά από μια καλά σχεδιασμένη νυχτερινή επιχείρηση (25 Ιουλίου) οι Βούλγαροι τσάκισαν στην κυριολεξία τους εισβολείς. Εισήλθαν μάλιστα στη σκηνή του αυτοκράτορα και τον σφάγιασαν μαζί με όλους τους στρατηγούς, τους ανώτερους αξιωματούχους και τους περισσότερους αξιωματικούς. «Πάσα ή των Ρωμαίων καλλονή διεφθάρη», κατά τον Θεοφάνη.
Ο γιος του αυτοκράτορα Σταυράκιος γλύτωσε βαριά τραυματισμένος. Υπέκυψε ωστόσο, λίγο αργότερα, στα τραύματά του.
Ο Κρούμος έκοψε το κεφάλι του νεκρού αυτοκράτορα και το κρέμασε σε ένα πάσσαλο για αρκετές ημέρες.
Στη συνέχεια επαργύρωσε το κρανίο κατασκευάζοντας ένα κύπελλο με βάση την παράδοση των λαών της στέπας.
Απ’ αυτό έπινε ο ηγεμόνας και οι ευνοούμενοι του στα συμπόσια!
Ο Νικηφόρος είχε μείνει ονομαστός, αλλά όχι με τον τρόπο που φανταζόταν.
Νίκος Γιαννόπουλος
ιστορικός
Πηγή χαρακτηριστικής εικόνας: Wikimediamtx Commons
Διαβάστε στη “ΜτΧ”: O αυτοκράτορας που έκοψε τα προκλητικά φορολογικά προνόμια της εκκλησίας. Γιατί ο Βασίλειος ο Βουλγαροκτόνος συγκρούστηκε για την περιουσία των μοναστηριών
Ακολουθήστε την mixanitouxronou.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε τις σημαντικότερες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στη mixanitouxronou.gr