Στις 24 Αυγούστου του 1955, ο 14χρονος Έμετ Τιλ συνάντησε τον ξάδελφό του και μερικούς άλλους φίλους του, έξω από το τοπικό ψιλικατζίδικο στην πόλη Μάνι του Μισισίπι.
Οι νεαροί σκόπευαν να αγοράσουν με γλυκά και να ξεκουραστούν μετά από τη σκληρή δουλειά.
Τα αγόρια, όπως σχεδόν όλος ο αφροαμερικάνικος πληθυσμός της περιοχής, δούλευαν στα χωράφια με τους γονείς τους.
Ο Έμετ Τιλ είχε σταθεί πιο τυχερός. Βρισκόταν στο Μισισίπι φιλοξενούμενος της θείας του.
Ο Έμετ γεννήθηκε στο Σικάγο και η διαφορά στον τρόπο ζωής των αφροαμερικάνων μεταξύ νότου και βορά ήταν αισθητή.
Αν και κατοικούσε με τη μητέρα του στα νότια προάστεια της πόλης, που συγκέντρωναν τα χαμηλότερα εισοδήματα, ο νεαρός Έμετ Τιλ πήγαινε σε σχολείο με λευκούς.
Για να το αποδείξει, είχε πάντα μαζί του μια φωτογραφία απ’ την τάξη του και έδειχνε περήφανα τα πρόσωπα των λευκών αγοριών που έκαναν παρέα μαζί του.
Του άρεσε μάλιστα να τονίζει ότι είχε πολλές θαυμάστριες στο σχολείο του, η πλειονότητα των οποίων ήταν λευκές.
Ασφαλώς οι ισχυρισμοί του συγκέντρωσαν τη ζήλια και τον θαυμασμό των νέων φίλων του, οι οποίοι δεν έχασαν την ευκαιρία να τον προκαλέσουν.
Έβαλαν στοίχημα ότι ο νεαρός Έμετ δεν θα τολμούσε να φλερτάρει με την 21χρονη ιδιοκτήτρια του ψιλικατζίδικου, Κάρολιν Μπράιαντ.
Η Κάρολιν εκτός από πανέμορφη ήταν παντρεμένη και λευκή, στοιχείο που σήμαινε ότι οι αφροαμερικάνοι της πολιτείας απαγορευόταν ακόμα και να την κοιτάξουν.
Ο Έμετ ξέχασε τις προειδοποιήσεις της μητέρας του, ότι στο νότο οι κανόνες για τους αφροαμερικάνους ήταν πιο αυστηροί.
Πήρε μια βαθιά ανάσα και με το θάρρος της υπέρμετρης αυτοπεποίθησης ενός έφηβου αγοριού, μπήκε μέσα στο μαγαζί.
Οι κουβέντες που αντάλλαξε με την 21χρονη Κάρολιν δεν έχουν εξακριβωθεί.
Σύμφωνα με την κατάθεσή της, ο Τιλ έπιασε το χέρι της και της ζήτησε να βγουν ραντεβού, αποκαλώντας την “μωρό του”.
Όταν εκείνη αρνήθηκε, ο 14χρονος της είπε: “Μη φοβάσαι, μωρό μου, έχω πάει και με άλλες λευκές γυναίκες”.
Η Κάρολιν τρόμαξε τόσο με τα λόγια του νεαρού αγοριού που έτρεξε μέχρι το αμάξι της και άρπαξε το πιστόλι που έκρυβε κάτω απ’ το κάθισμα.
Άκουσε τον Έμετ να της σφυρίζει κοροϊδευτικά, αλλά όταν οι νεαροί αφροαμερικανοί είδαν το όπλο, έσπευσαν να απομακρυνθούν.
Η τιμωρία
Στις 26 Αυγούστου, ο σύζυγος της Κάρολιν, ο 26χρονος Ρόι, επέστρεψε στο Μισισίπι και δεν άργησε να μάθει τι είχε συμβεί.
Όπως δήλωσε αργότερα, δεν είχε άλλη επιλογή απ’ το να πάρει την κατάσταση στα χέρια του, γιατί αν δεν τιμωρούσε τον “αυθάδη νέγρο”, θα φαινόταν δειλός και αδύναμος.
Το βράδυ της 27ης Αυγούστου, το ζεύγος Μπράιαντ μαζί με τον αδελφό του Ρόι, Τζον Μίλαμ και έναν αφροαμερικάνο βοηθό του, τον Τζόνι Ουάσιγκτον, ξεκίνησαν το κυνήγι.
Η Κάρολιν είχε έρθει μαζί του, για να αναγνωρίσει τον νεαρό Έμετ, όταν τον έβρισκαν.
Κατάφεραν να βρουν πού έμενε και τον πήραν απ’ το σπίτι μέσα στη νύχτα.
Κανείς δεν αντιστάθηκε.
Οι απαγωγές και τα λιντσαρίσματα μαύρων στο νότο ήταν τόσο σύνηθη, που κανείς δεν ήθελε να τραβήξει την προσοχή των λευκών.
Άλλωστε, η τιμωρία του Έμετ ήταν αναμενόμενη απ’ τη στιγμή που παρενόχλησε μία λευκή.
Ο Ρόι Μπράιαντ και ο συνεργός του Τζον Μίλαμ σκόπευαν να ξυλοκοπήσουν τον έφηβο για να τον τρομάξουν.
Αλλά καθώς τον μαστίγωναν, ο Έμετ άρχισε να τους βρίζει και να φωνάζει: “Μπάσταρδοι, δεν σας φοβάμαι. Δεν είστε καλύτεροι από μένα. Έχω πάει με λευκές”.
Αργότερα, ο Μίλαμ σχολίασε: “Όταν ένας νέγρος αναφέρει το σεξ με λευκή γυναίκα, έχει κουραστεί να ζει. Είμαι έτοιμος να τον σκοτώσω. Στεκόμουν εκεί και άκουγα το νέγρο να φτύνει το δηλητήριό του και πήρα την απόφασή μου”.
Αφού του έβγαλαν το ένα μάτι, τον πυροβόλησαν στο κεφάλι και πέταξαν το πτώμα του στον ποταμό Ταλαχάτσι.
Η δίκη
Το άψυχο κορμί του Έμετ Τιλ εντοπίστηκε τρεις μέρες αργότερα.
Πριν φτάσει στο Σικάγο, ενημέρωσαν την μητέρα του, Μάρμι, να μην ανοίξει σε καμία περίπτωση το φέρετρο.
Εκείνη ζήτησε επανειλημμένα να δει το πρόσωπο του γιου της για τελευταία φορά και η επιθυμία της πραγματοποιήθηκε.
Στην κηδεία του Έμετ Τιλ, το φέρετρο ήταν ανοιχτό και το παραμορφωμένο πρόσωπό του φωτογραφήθηκε και έκανε το γύρο της Αμερικής.
Η εικόνα ήταν τόσο σοκαριστική που προκάλεσε κύμα αντιδράσεων.
Αν και στην αρχή οι κάτοικοι του Μισισιπή φάνηκαν εξαγριωμένοι με τον άδικο θάνατο, ο θυμός τους ξεθύμανε πολύ γρήγορα.
Οι δύο δολοφόνοι δικάστηκαν, αλλά η δίκη ήταν καθαρά τυπική.
Όλη η πόλη έδωσε χρήματα για να πληρώσουν τη νομική υπεράσπιση και πέντε απ’ τους καλύτερους δικηγόρους της πολιτείας προθυμοποιήθηκαν να τους βοηθήσουν.
Οι ένορκοι χρειάστηκαν μόλις μία ώρα για να τους αθωώσουν.
Η μητέρα του 14χρονου κατηγορήθηκε ότι δεν έκλαψε αρκετά όταν την κάλεσαν στο εδώλιο ώστε να τους αλλάξει τη γνώμη.
Λίγους μήνες μετά τη δίκη, οι δολοφόνοι παραδέχτηκαν ότι σκότωσαν τον Έμετ Τιλ, σε συνέντευξη που έδωσαν στο περιοδικό “Look”.
Γνώριζαν ότι προστατεύονταν από τον νόμο που απαγορεύει να δικαστούν οι ίδιοι ύποπτοι για το ίδιο έγκλημα, αν έχουν προηγουμένως αθωωθεί.
Η δολοφονία του Έμετ Τιλ μπορεί να μη δικαιώθηκε, αλλά έγινε σύμβολο για τον αγώνα των αφροαμερικάνων να αποκτήσουν ίσα δικαιώματα.
Της Αθηνάς Τζίμα
Διαβάστε επίσης στη “ΜτΧ”: Οι «Ιππότες της Μαίρης Φάγκαν». Η ρατσιστική οργάνωση που απήγαγε από την φυλακή έναν εβραίο και τον κρέμασε για να εκδικηθεί την δολοφονία ενός 13χρονου κοριτσιού…
Ακολουθήστε την mixanitouxronou.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε τις σημαντικότερες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στη mixanitouxronou.gr