Μια από τις πιο τραγικές ιστορίες ξεριζωμού και προσφυγιάς είναι αυτή των ελληνικών πληθυσμών της περιοχής του Καυκάσου, που σήμερα ανήκει στην Τουρκία.
Το 1919, δύο χρόνια μετά την έναρξη της Ρωσικής Επανάστασης, ο Νίκος Καζαντζάκης, με τριμελή επιτροπή ανέλαβε να διευθετήσει το πρόβλημα με τους Έλληνες του Καυκάσου.
Στη διάρκεια της επανάστασης στη Ρωσία, οι Έλληνες της περιοχής διώκονταν από τους Μπολσεβίκους και από τους Τούρκους.
Όπως αναφέρει ο Βλάσης Αγτζίδης, διδάκτωρ Σύγχρονης Ιστορίας στο ΑΠΘ, στο βιβλίο του «Μεταξύ Σεβρών και Λωζάννης. Πλευρές της Μικρασιατικής τραγωδίας», ο Καζαντζάκης, με τον αντισυνταγματάρχη δικαστικού Ηρακλή Πολεμαρχάκη και τον Ιωάννη Ζεβρό, ανέλαβαν μια ειδική αποστολή. Ταξίδεψαν στην περιοχή για να ερευνήσουν και να δώσουν λύση στο πρόβλημα των διωκόμενων. Μαζί τους βρίσκονταν ο Αλέξης Ζορμπάς και ο πατέρας της ποιήτριας Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ.
Η αναφορά του Νίκου Καζαντζάκη είναι συγκλονιστική: “Πόνεσα την αιώνια σταυρωνόμενη ράτσα μου”
“Βρισκόμουν ακόμα στην Ιταλία, όταν έλαβα από την Αθήνα, από τον Υπουργό της Κοινωνικής Προνοίας, τηλεγράφημα αν δέχουμαι ν’ αναλάβω τη Γενική Διεύθυνση του Υπουργείου με ειδική εντολή να πάω στον Καύκασο, όπου κινδύνευαν πάνω από εκατό χιλιάδες Έλληνες και να προσπαθήσω να βρω τρόπο να μετακομιστούν στην Ελλάδα, να σωθούν.
Πρώτη φορά παρουσιάζουνταν στη ζωή μου η ευκαιρία να μπω στην πράξη και να μην έχω πια να παλεύω με θεωρίες κι ιδέες και Χριστούς και Βούδες, παρά με ζωντανούς, σάρκα και κόκαλα, ανθρώπους. Χάρηκα· […]
Δέχτηκα και για έναν άλλο λόγο: πόνεσα την αιώνια σταυρωνόμενη ράτσα μου, που κιντύνευε πάλι στο προμηθεϊκό βουνό του Καυκάσου. Δεν ήταν ο Προμηθέας, ήταν η Ελλάδα καρφωμένη πάλι από το Κράτος και τη Βία στον Καύκασο – αυτός είναι ο σταυρός ο δικός της – και φωνάζει. Φωνάζει όχι τους θεούς, φωνάζει τους ανθρώπους, τα παιδιά της, να τη σώσουν. Έτσι, ταυτίζοντας τα σημερινά παθήματα με τα αιώνια πάθη της Ελλάδας, υψώνοντας την τραγική σύγχρονη περιπέτεια σε σύμβολο, δέχτηκα”.
Η αποστολή στον Καύκασο
Η ελληνική κυβέρνηση θεωρούσε αρχικά ως προτιμότερη λύση την επιστροφή των Καρσιωτών στην κοιτίδα τους, το μικρασιατικό Πόντο. Όμως αυτό ήταν πλέον ανέφικτο λόγω της γρήγορης επικράτησης των κεμαλικών. Όπως είναι γνωστό, στις 19 Μαΐου 1919 οι δυνάμεις του Κεμάλ αποβιβάστηκαν στη Σαμψούντα για να θέσουν σε εφαρμογή την τελική πράξη της γενοκτονίας του ποντιακού ελληνισμού.
Η λύση της παραμονής των Καρσιωτών στον τόπο τους φαινόταν επίσης αδύνατη. Οι ένοπλες τουρκικές ομάδες βρίσκονταν ήδη μέσα στα αρμενικά εδάφη και οι σφαγές των χριστιανικών πληθυσμών ήταν πλέον καθημερινές. Το Σεπτέμβριο του 1920 το Καρς θα έπεφτε στα χέρια των Τούρκων.
Συνεπώς το μόνο που απέμενε ήταν η έξοδος προς την Ελλάδα, λύση που πρότειναν απεγνωσμένα και οι εκπρόσωποι του ποντιακού πληθυσμού. Ίδια ήταν και η θέση του Καζαντζάκη.
Όπως αναφέρει ο Βλάσης Αγτζίδης στην ιστορική του έρευνα, όταν η ελληνική αποστολή έφτασε στην περιοχή, συνάντησαν άσχημες καταστάσεις. Μπολσεβίκοι που προσπαθούσαν να κάνουν την επανάστασή τους να επικρατήσει, περνούσαν από ελληνικά χωριά και όπου συναντούσαν αντίσταση βιαιοπραγούσαν. Υπήρχαν ηλικιωμένοι ήθελαν να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους, αλλά οι νεότεροι δεν ήθελαν να φύγουν.
Το τηλεγράφημα στο Βενιζέλο
Μελετώντας την κατάσταση, ο Καζαντζάκης έστειλε τηλεγράφημα στον Ελευθέριο Βενιζέλο, στο οποίο έγραφε ότι 500.000 Έλληνες της Ρωσίας χωρίζονται σε δύο κατηγορίες: σε αυτούς που επιθυμούσαν να εγκατασταθούν στον Πόντο και σε αυτούς που επιθυμούσαν να εγκατασταθούν στην Ελλάδα. Ο Καζαντζάκης έκρινε ότι ο επαναπατρισμός στον Πόντο θα ήταν μια ασφαλής επιλογή, παρά μόνο αν καταλάμβαναν την περιοχή Έλληνες ή Σύμμαχοι.
Επιπλέον, ανέφερε τα αιτήματα των Ελλήνων της Υπερκαυκασίας: «ευρισκόμενοι μεταξύ αλληλοσυγκρουόμενων φυλών κινδυνεύουσι την στιγμήν ταύτην να αφανισθώσιν από τους προχωρούντας εκ της Αρμενίας και Αζερμπαϊτζάν Κούρδους, Τατάρους [..] σπεύδουσι να εκπλιπαρήσουν δι’ εμού την ελληνικήν Κυβέρνησιν να μην τους αφήσει να χαθώσι».
Είχε υπολογίσει ότι στην Ελλάδα ήθελαν να εγκατασταθούν 100.000 άνθρωποι. Είχε προτείνει να πάνε στην Ανατολική Μακεδονία, από την οποία θα έφευγαν οι Μικρασιάτες και οι Ανατολικοθρακιώτες, για να επιστρέψουν στην πατρίδα τους.
Στη νότια Ρωσία και την Υπερκαυκασία δημιουργήθηκαν υπηρεσίες περίθαλψης για τους πρόσφυγες.
Σύμφωνα με την έρευνα του Αγτζίδη, οι ελληνικές επιτροπές δεν τους ήθελαν να εγκατασταθούν στην Ελλάδα, γιατί σε περίπτωση που θα λυνόταν το ποντιακό ζήτημα, στην περιοχή δεν θα υπήρχε επαρκής πληθυσμός. Για αυτό, τους συμβούλευαν να παραμείνουν και να περιμένουν μέχρι να ρυθμιστεί το πρόβλημα. Έτσι, οργάνωσαν τη μεταφορά 100.000 ατόμων από τους ελληνικούς γεωργικούς πληθυσμούς του Καρς και της Τσάλκας προς την Ελλάδα.
Οι πρόσφυγες έμειναν περιμένοντας εκεί έως και έναν χρόνο, λόγω έλλειψης πλοίων. Υπολογίζεται ότι κατά την αναμονή πέθανε το ένα τρίτο των Καυκασίων Ελλήνων. Μέχρι τον Φεβρουάριο του 1921, είχαν αναχωρήσει 52.878 Έλληνες.
Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο Αγτζίδης στο βιβλίο του, «τα ατμόπλοια με τα οποία προχώρησαν οι πρόσφυγες παρατίθενται στη συνέχεια: Σε παρένθεση ο αριθμός των προσφύγων και κατόπιν ο αριθμός των ζώων που πήραν μαζί τους: «Πάρθιαν» (2.250, 500), «Κωνσταντίνος» (5.000, 453), «Ελευθερία» (2.250, 800), «Θ. Σιδερίδου» (550, 1186), «Χίος» (850, 1346), «Θέ- μις» (1.440, 806), «Δάφνη» (2.500, 1.346), «Κίος» (4.500, 750), «Παναγιώτης» (2.000, 550) κ.λπ. Απ’ αυτούς, τα τρία τέταρτα προέρχονταν από την Αρμενία και οι υπόλοιποι από την περιφέρεια του Σοχούμι.»
Όταν αποχώρησαν οι επιτροπές περιθάλψεως, οι σχέσεις μπολσεβίκων και ελληνικής κυβέρνησης οδήγησαν στον εγκλωβισμό των προσφύγων στα ρωσικά λιμάνια.
Στο βιβλίο «Μεταξύ Σεβρών και Λωζάννης. Πλευρές της Μικρασιατικής τραγωδίας» καταγράφεται ότι «Οι εχθρικές σχέσεις της ελληνικής κυβέρνησης και της κυβέρνησης των μπολσεβίκων είχαν ως άμεσα θύματα τους προσφυγικούς πληθυσμούς, οι οποίοι εγκλωβίστηκαν στα ρωσικά λιμάνια περιμένοντας τα ελληνικά πλοία. Ενδεικτικό του μεγέθους και των προβλημάτων των προσφύγων ήταν το πρόβλημα των ορφανών ελληνοπαίδων. Τα ορφανά ελληνόπουλα που είχαν συγκεντρωθεί στο Νοβοροσίσκ μόνο ανέρχονταν τουλάχιστον σε 3.700.511».
Η μαρτυρία του Καζαντζάκη για την διάσωση των προσφύγων του Καυκάσου
Την τελευταία φάση της περιπέτειας των Καρσιωτών έζησε από κοντά ο Νίκος Καζαντζάκης, που επωμίστηκε το δύσκολο έργο της επί τόπου περίθαλψής τους, της μεταφοράς τους στην Ελλάδα και της αποκατάστασής τους στα χωριά της Μακεδονίας. Αυτή την εμπειρία του περιέγραψε αργότερα στο έργο του “Αναφορά στον Γκρέκο”:
” Έβλεπα γύρω μου άνδρες και γυναίκες και μικρά παιδιά, να στριγμώνουνται, πεινασμένοι, απελπισμένοι, να με κοιτάζουν στα μάτια και να περιμένουν από μένα τη σωτηρία· πώς μπορούσα να τους προδώσω;
«Θα σωθώ ή θα χαθώ μαζί σας, τους έλεγα, μη φοβάστε, αδέρφια, όλοι μαζί!»
Και πότε πάλι τους μιλούσα για τη βασανισμένη ράτσα μας, που αιώνες την παλεύουν και θένε να την ξεκάμουν οι βάρβαροι, η πείνα, η φτώχεια, οι σεισμοί, η διχόνοια, μα αυτή ’ναι αθάνατη, και να, χιλιάδες χρόνια ζει και βασιλεύει! Κι έτσι, έχοντας στο νου τους την Ελλάδα, μπόρεσαν, οι κακόμοιροι, και βάσταξαν. […]
Ύστερα από δυο εβδομάδες έφευγα από τον Καύκασο· είχαν αρχίσει να φεύγουν τα βαπόρια φορτωμένα ψυχομέτρι, έβλεπα την επέμβαση μου στην πράξη να φέρνει καρπό, έβλεπα κιόλα τους δουλευταράδες αυτούς Έλληνες να ριζώνουν στη Μακεδονία και στη Θράκη και να γεμίζουν σιτάρι, καπνό κι Ελληνόπουλα, τα παλιά μας ρημαγμένα, βαρβαροπατημένα χώματα· […]
Με πληροφορίες από το νέο βιβλίο του ιστορικού Βλάση Αγτζίδη «Μεταξύ Σεβρών και Λωζάννης. Πλευρές της Μικρασιατικής τραγωδίας», Εκδόσεις: Πατάκη
- Βιβλίο Νίκου Καζαντζάκη, Αναφορά στον Γκρέκο, κεφ. ΚΖ΄, “Καύκασος”
- Άρθρο του Κυριάκου Λυκουρίνου, η “έξοδος” των Ελλήνων της περιοχής του Καρς και ο Νίκος Καζαντζάκης
Ακολουθήστε την mixanitouxronou.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε τις σημαντικότερες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στη mixanitouxronou.gr