Ο αναλφαβητισμός στον ελληνικό πληθυσμό στις αρχές του 20ου αιώνα ήταν κυρίαρχος. Η Μικρασιατική καταστροφή και τα εκατοντάδες χιλιάδες προσφυγόπουλα, μαζί με τους 200 χιλιάδες μαθητές που ήδη δεν φοιτούσαν στο σχολείο, δημιουργούσαν μια απαισιόδοξη εικόνα για το μέλλον της χώρας που είχε ανάγκη από μορφωμένο και εξειδικευμένο προσωπικό. Οι τρομερές διαφωνίες για τη γλώσσα, δημοτική ή καθαρεύουσα, ήταν ένας ακόμη πυλώνας διχασμού της κοινωνίας.
Οι πρωταγωνιστές της μεταρρύθμισης
Στην απογραφή του 1928 ο μέσος όρος των αναλφάβητων από 8 ετών και πάνω ήταν 40,7% εκ των οποίων 23,9% ήταν άνδρες και 57,9% γυναίκες. Τα ποσοστά αυτά αυξάνονταν σε ορεινές και απομακρυσμένες περιοχές.
Σε αυτό το κοινωνικό και οικονομικό περιβάλλον η κυβέρνηση Βενιζέλου με πρώτο Υπουργό Παιδείας τον Κωνσταντίνο Γόντικα και στη συνέχεια τον Γεώργιο Παπανδρέου επιχειρεί την πρώτη μεταρρύθμιση προς ένα «αστικό» σχολείο, με κύριο στόχο την εξάλειψη του αναλφαβητισμού και όχι μόνο.
Η εκπαίδευση στο δημοτικό έγινε υποχρεωτική αν και ο νόμος εφαρμόστηκε χαλαρά.
Δόθηκε έμφαση στη φυσική αγωγή και για την ανάπτυξη περιβαλλοντικής συνείδησης, κάθε σχολείο υποχρεωνόταν να διατηρεί ένα μικρό κήπο.
Τα βιβλία γράφονταν πλέον προσανατολισμένα στη σύγχρονη πραγματικότητα και λιγότερο στην αρχαία Ελλάδα. Το βασικό πρόβλημα, μετά την έλευση και των προσφύγων, ήταν ότι ένας τεράστιος αριθμός μαθητών εγκατέλειπε γρήγορα το σχολείο, για να βοηθήσει στα χωράφια.
Συγχρόνως όσοι τελείωναν το γυμνάσιο δεν είχαν τεχνολογικές γνώσεις, όπως απαιτούσε η ανάπτυξη της χώρας αλλά κλασική παιδεία.
Το αποτέλεσμα ήταν ότι σχεδόν όλοι οι απόφοιτοι του γυμνασίου, επιδίωκαν μια θέση στο δημόσιο, οπού μπορούσαν να απασχοληθούν βάσει των γενικών αλλά περιορισμένων προσόντων τους. Για κάθε δημόσιο υπάλληλο, αντιστοιχούσε ένα άνεργος που ήθελε να διοριστεί, με αποτέλεσμα την έκρηξη της ανεργίας, της θεσιθηρίας και της δημιουργίας του πελατειακού κράτους. Κάπως έτσι γιγαντώθηκε η Αθήνα ως έδρα της πελατειακής γραφειοκρατίας.
Με το νομό του ελευθέριου Βενιζέλου για την παιδεία, ιδρύθηκαν και πειραματικά σχολεία, δημιουργήθηκαν υποτροφίες, καθιερώθηκαν μαθητικά συσσίτια και έγινε προσπάθεια να καταπολεμηθούν οι διακρίσεις στα σχολεία.
Για την εφαρμογή του νομοσχεδίου σημαντικό ρολό έπαιξε η πολιτική σταθερότητα καθώς από το 1920 ως το 1928 είχαν αλαλάξει 30 κυβερνήσεις και 25 υπουργοί παιδείας εκ των οποίων οι περισσότεροι αναγνώριζαν τα προβλήματα. Όμως από το 1928 ως το 1932 το μεταρρυθμιστικό έργο κλήθηκαν να εφαρμόσουν μόνο δυο υπουργοί παιδείας της κυβέρνησής Βενιζέλου.
Ο Δημήτρης πόντικας και ο Γεώργιος Παπανδρέου.
To χρονικό
Μετά την νίκη των Φιλελευθέρων το 1928, το εκπαιδευτικό σύστημα μπήκε στο μικροσκόπιο της νέας Κυβέρνησης. Μέχρι τότε ο βασικός κορμός και η λογική της εκπαίδευσης είχαν θεσπιστεί από την εποχή του 1830 με μικρές αλλαγές που όμως δεν συμβάδιζαν με τη νέα εποχή.
Ο Κωνσταντίνος Γόντικας, πρώτος Υπουργός Παιδείας της νέας Κυβέρνησης ετοίμασε 14 νομοσχέδια που τα κατέθεσε στη Βουλή στις 2 Απριλίου του 1929 και ψηφίζονταν σταδιακά.
Την εισηγητική έκθεση της κυβέρνησης διάβασε στη Βουλή ο μετέπειτα Υπουργός, βουλευτής Γεώργιος Παπανδρέου που επεσήμανε ελλείψεις και αδυναμίες με σημαντικότερη την παραμέληση της εκπαίδευσης «των μεγάλων λαϊκών μαζών».
Ανέφερε χαρακτηριστικά: «…Η εκπαιδευτική μεταρρύθμισις θα έπρεπε να θεραπεύση τα δύο κρίσιμα ελαττώματα του σημερινού εκπαιδευτικού συστήματος, την ολιγαρχικότητα και την μονομέρειαν. Θα έπρεπε να παράσχη αυτοτελή αυτάρκη εκπαίδευσιν και εις τα 95% του ελληνικού λαού, τα οποία σήμερον παραγκωνίζονται, παρά το γεγονός ότι ισχύει δημοκρατικόν πολίτευμα. Θα έπρεπε επίσης να προνοήση ώστε οι πολίται της ελληνικής δημοκρατίας να προπαρασκευάζονται επαρκώς δια τον οικονομικόν βίον, εις τρόπον ώστε αι πλουτοπαραγωγικαί δυνάμεις της χώρας να γίνωνται αφθονώτεραι εις απόδοσιν δια της επαρκούς ειδικής παρασκευής όλων των καλλιεργητών της γης και όλων των επαγγελματιών…»
Ο Υπουργός έκανε λόγο για αδυναμία του εκπαιδευτικού συστήματος να ανταποκριθεί στις νέες ανάγκες της κοινωνίας με προσανατολισμό που παραμελούσε την τεχνική και επαγγελματική κατάρτιση «προς βλάβην των πλουτοπαραγωγικών κλάδων». Στην εισηγητική έκθεση γινόταν αναφορά στα προβλήματα εκπαίδευσης του εκπαιδευτικού προσωπικού και στις κτιριακές υποδομές, που ήταν ανύπαρκτες και ακατάλληλες για εκπαιδευτικούς σκοπούς.
Ο Γεώργιος Παπανδρέου το 1931 άνοιξε το δρόμο για τη χρήση της δημοτικής γλώσσας στη μέση εκπαίδευση όταν πρόσθεσε ένα «και» στο σχετικό άρθρο του νομοσχεδίου για τα σχολικά βιβλία.
Η φράση έλεγε: Η γλώσσα των διδακτικών βιβλίων είναι η απλή καθαρεύουσα και ο Παπανδρέου την αναδιατύπωσε ως εξής: Η γλώσσα των διδακτικών βιβλίων είναι και η απλή καθαρεύουσα
Τι προέβλεπε η μεταρρύθμιση
Έτσι ψηφίστηκαν οι νόμοι Ν. 4397/16-8-1928 «Περί Στοιχειώδους Εκπαιδεύσεως», Ν. 4373/13-8-1929 «Περί διαρρυθμίσεως των σχολείων Μέσης Εκπαίδευσης», και Ν. 5045 /1930 «περί σχολικών βιβλίων»
Οι σχολικές βαθμίδες διαμορφώθηκαν ως εξής:
- Δύο χρόνια νηπιαγωγείο. Για το λόγο αυτό ιδρύθηκαν νηπιαγωγεία διετούς φοίτησης.
Για πρώτη φορά η προσχολική αγωγή αναγνωρίζεται ως αναγκαία για το παιδί πριν εισαχθεί στην υποχρεωτική εκπαίδευση. Στον ίδιο νόμο προβλέφθηκε και ο τρόπος που έπρεπε να εκπαιδεύονται οι νηπιαγωγοί: τετραετής φοίτηση στα Διδασκαλεία Νηπιαγωγών
- Υποχρεωτικό Δημοτικό σχολείο 6 ετών για όλα τα παιδιά, αγόρια και κορίτσια
Μετά το τέλος του Δημοτικού ο μαθητής έμπαινε στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση που αποτελείτο από:
- Γυμνάσιο εξαετούς φοίτησης στο οποίο οι μαθητές έδιναν εισαγωγικές εξετάσεις
- Πρακτικό Λύκειο τετραετούς φοίτησης, πάλι με εισαγωγικές εξετάσεις
Ιδρύθηκαν για πρώτη φορά τα νυκτερινά σχολεία ώστε όσοι δεν είχαν την ενδεδειγμένη ηλικία για τα κανονικά σχολεία να μπορούν να πάρουν στοιχειώδη μόρφωση ώστε να καταπολεμηθεί ο αναλφαβητισμός αλλά και να αποκτήσουν κάποιες τεχνικές γνώσεις.
Ιδρύθηκαν το ανώτερο Παρθεναγωγείο και κατώτερα επαγγελματικά σχολεία σε μια προσπάθεια, μαζί με τα πρακτικά Λύκεια να στραφεί η εκπαίδευση από τον κλασικισμό στην νέα κοινωνικοοικονομική πραγματικότητα της μιας Ελλάδας που όδευε στη σύγχρονη εποχή.
Δημιουργήθηκαν παιδαγωγικές ακαδημίες ώστε να εμπλουτιστεί η διδακτική δυνατότητα των δασκάλων που έγιναν μόνιμοι δημόσιοι υπάλληλοι. Προβλέφθηκαν ακόμη ειδικές τάξεις ή και ξεχωριστά σχολεία για παιδιά με ειδικές ανάγκες.
Το Δημοτικό σχολείο ήταν μικτό ενώ στη μέση εκπαίδευση , όπου ήταν δυνατόν λειτούργησαν τα σχολεία θηλέων.
Το 1931 με διάταγμα του Γεωργίου Παπανδρέου στο ωρολόγιο πρόγραμμα του εξαταξίου γυμνασίου εκτός των υποχρεωτικών μαθημάτων ορίστηκαν και τα προαιρετικά μαθήματα: Λατινικά, οικοκυρικά, υγιεινή, ωδική και μαθήματα ειδικής επίδοσης. Αυτά τα τελευταία αφορούσαν μαθητές που είχαν μια ιδιαίτερη κλίση και διδάσκονταν τις απογευματινές ώρες.
Τα αρχαία κάλυπταν το 36,4% των ωρών διδασκαλίας δηλαδή επτάμιση ώρες την εβδομάδα , ενώ τα νέα το 11,6% δηλαδή τρεισήμισι ώρες , και τα μαθηματικά το 10%.
Το 1930 η Κυβέρνηση Βενιζέλου υπέγραψε σύμβαση με μια σουηδική εταιρία, την Aktiebolager Kreuger & Toll, στην οποία χορήγησε δάνειο για την ανέγερση νέων σχολείων σε όλη τη χώρα. Είναι τα περίφημα πέτρινα κτίρια.
Οι αντιδράσεις
Η πρώτη αντίδραση ήρθε από τη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών που σε ψήφισμά της καλούσε την Κυβέρνηση «να μην επιδείξει σπουδή προς την ψήφισιν και άμεσον εφαρμογή των υπ’ αυτής προτεινομένων εκπαιδευτικών μέτρων».
Ο Δημήτρης Γληνός, που ήθελε πιο τολμηρές μεταρρυθμίσεις, σε άρθρο του στην εφημερίδα «Ακρόπολη» χαρακτηρίζει τα νομοσχέδια της Κυβέρνησης ιλαροτραγωδία αναφέροντας χαρακτηριστικά: ό,τι περιέχουν καλό δεν είναι νέο και ό,τι περιέχουν νέο δεν είναι καλό. Ο Δημήτρης Γλυνός, διανοούμενος και παιδαγωγός είχε πρωτοστατήσει στην μεταρρύθμιση του 1913, που είχε γίνει από την κυβέρνηση των Φιλελευθέρων.
Η κριτική του στρεφόταν κατά του κλασικισμού του γυμνασίου που κατασκεύαζε «θεσιθήρες και πνευματικούς προλετάριους», της έλλειψης πρακτικών λυκείων και της αύξησης των ημιγυμνασίων. «Είχαν αναγγείλει πως θα δώσουνε πραχτικό χαρακτήρα στη μέση εκπαίδευση και απεναντίας δυνάμωσαν τον κλασικισμό. Τα άχρηστα και βλαβερά “ελληνικά σχολεία” τα μετατρέψανε στα πιο άχρηστα και πιο βλαβερά ημιγυμνάσια. Πραχτικά σχολεία δεν ιδρύσανε εχτός από λίγα γεωργικά, που οι ίδιοι ομολογούνε πως δεν κάνουνε τίποτε».
Ο Γληνός κατέκρινε τη δημιουργία ανώτερων παρθεναγωγείων και τη έλλειψη μέτρων για τη λύση του σοβαρού προβλήματος του αναλφαβητισμού των γυναικών.
Ακολούθως θεωρούσε τη μόρφωση των δασκάλων ελλιπέστατη και επισήμανε την έλλειψη μετεκπαίδευσής τους. Θεωρούσε τα μέτρα κατά του αναλφαβητισμού ανεπαρκή, καθώς με αυτά θα χρειάζονταν διακόσια χρόνια για να εκλείψει ο αναλφαβητισμός από τη χώρα.
Ο “Σύνδεσμος για τα δικαιώματα της γυναίκας” διαμαρτυρήθηκε έντονα για την κατάργηση των τριετών αστικών σχολείων και την ίδρυση των τετράχρονων παρθεναγωγείων που θα παρείχαν στις γυναίκες μόρφωση παρόμοια με εκείνη των ξένων ιδιωτικών σχολείων και θα καλλιεργούσαν το ιδανικό της “γυναίκας-κούκλας με τους λεπτούς τρόπους και την άδεια ψυχή”. Θεωρούσε ότι υπήρχε κίνδυνος “να μεταβληθεί η μέση γυναικεία μόρφωση σε διακοσμητική” καθώς τα παρθεναγωγεία θα έδιναν μαζί με τη γενική μόρφωση και “λίγη ζωγραφική, λίγο χορό, λίγη μουσική, λίγο σπορ, λίγο ξένη γλώσσα, και για να μην παραπονούνται και οι νοσταλγοί του παλιού καιρού, και λίγη οικοκυρική”. Ζητούσε να μην σπαταληθούν χρήματα του ελληνικού λαού για τη δημιουργία αυτών των σχολείων που σκοπό θα είχαν την ικανοποίηση της τάσης για διακοσμητική μόρφωση και θεωρούσε ότι δεν θα προετοίμαζαν την Ελληνίδα μητέρα “παρά μόνο επιπόλαια πλάσματα με κανένα πρακτικό εφόδιο για τη ζωή”.
Μεγάλη κριτική δέχθηκε η μεταρρύθμιση στο θέμα της γλώσσας. Η δημοτική θεσπίστηκε μόνο για το Δημοτικό να και τις δύο τελευταίες τάξεις υπήρχε και η καθαρεύουσα. Οι δημοτικιστές δάσκαλοι του Δημοτικού είχαν προτείνει εκτός της δημοτικής και την απλοποίηση του τονικού συστήματος. Τελικά το μονοτονικό σύστημα καθιερώθηκε τη δεκαετία του 1980.
Ο νόμος του 1929 παρά την κριτική που δέχθηκε από διανοούμενους της εποχής και την αντιπολίτευση, άλλαξε τις αντιλήψεις για την παιδεία.
Ξεπεράστηκαν οι φυλετικές και κοινωνικές διακρίσεις, αναδείχθηκε ο σημαντικό ρόλος των εκπαιδευτικών, η αξία σύγχρονων κτιρίων και η σύνδεση της παιδεία με τις πραγματικές ανάγκες την ελληνικής κοινωνίας και της οικονομίας. Η βιομηχανική επανάσταση κάλπαζε και στην Ελλάδα η παιδεία ήταν προσκολλημένη στο ένδοξο αρχαίο παρελθόν. Αυτό ίσως ήταν απαραίτητο τα πρώτα χρόνια της ανεξαρτησίας για να αποκτήσει το έθνος ταυτότητα αλλά εκατό χρόνια μετά, δεν βοηθούσε καθόλου τον εκσυγχρονισμό της χώρας.
Το 1932 ο Ελευθέριος Βενιζέλος παραιτήθηκε και την εξουσία ανέλαβε το Λαϊκό Κόμμα του Κονδύλη. Η διδασκαλία της δημοτικής γλώσσας περιορίστηκε μόνο στην Πρώτη και Δευτέρα Δημοτικού και η καθαρεύουσα κέρδισε έδαφος.
Η δικτατορία του Μεταξά το 1936 αλλάζει άρδην τον προσανατολισμό της παιδείας και η επόμενη προσπάθεια ανανέωσης του ελληνικού σχολείου επιχειρήθηκε το 1964 με πρωτεργάτες τους Γεώργιο Παπανδρέου, Λουκή Ακρίτα και Ευάγγελο Παπανούτσο.
Ακολουθήστε την mixanitouxronou.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε τις σημαντικότερες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στη mixanitouxronou.gr