Η Παξινού πέθανε στις 22 Φεβρουαρίου του 1973 νικημένη από τον καρκίνο.
Ο Αλέξης Μινωτής μιλάει με συγκινητικά λόγια και απέραντη αγάπη και θαυμασμό για τη σύζυγό του Κατίνα Παξινού, οχτώ χρόνια μετά τον θάνατό της:
«Οι άσπλαχνες μέρες του τέλους είχαν φτάσει. Η Κατίνα είχε βαρύνει πολύ. Ανάπνεε δύσκολα.
Κι όμως στην πιο μικρή ανάπαυλα του αγώνα της λέγαμε πως καλυτέρεψε (τόσο το ποθούσαμε).
Λέω εμείς και δεν ξέρω ποιους ακριβώς εννοώ.
Γιατροί ανήμποροι, νοσοκόμες ανυπόμονες η μια μετά την άλλη. Άκαιρες επισκέψεις χωρίς νόημα.
Τηλέφωνα, δακρυσμένα μάτια και πολλή απορία, μεγάλη.
Απίστευτο να χάνεται έτσι τέτοιος άνθρωπος και βοήθεια από πουθενά. Γονάτισα να προσευχηθώ, να συντριβώ, να ικετέψω.
Το’ χα κάνει σ’ άλλη παρόμοια περίπτωση στην ξενιτιά και είχε αποτέλεσμα. Είχε!
Θυμάμαι το κατάβαθο του είναι μου που τ’ αντάμωσα τότε στιγμιαία για πρώτη φορά.
Το βαθύτερο μέρος της ψυχής μου. Αυτό ανακαλούσα με δύναμη, με καημό με ελπίδα, όμως αλίμονο, λαβωμένη, αμφίβολη.
Τότε στα ξένα η ελπίδα ήταν στέρεη και η προσευχή έφτανε κάπου. Το ‘νιωθα έτσι γονατιστός όπως ήμουν.
Όταν οι γιατροί βγήκαν από το χειρουργείο χαρούμενοι που είχε σωθεί, μου φάνηκε πως ήταν πολύ φυσικό, αφού μέσα μου ήταν μια τρέμουσα μεν, μα ισχυρή βεβαιότητα.
Τώρα δεν ερχόταν ελπίδα, η προσευχή κόνταινε αντί να μακραίνει κι ήταν όλα σκοτεινά.|
Οι μαθητές που ζούσαν από το μισθό της
Το τηλέφωνο δε σταματούσε. Κάποιος έτρεξε να δει μήπως ήταν γιατρός, φώναξαν εμένα, με δυσφορία ρώτησα ποιος είναι.
Μου απάντησε μια άγνωστη νεανική φωνή και ρωτούσε αν γινόταν να έρθει αυτός και οι φίλοι του να δουν την άρρωστη.
Δεν το λόγιαζαν πως ήταν τόσο σοβαρά.
Αποκρίθηκα απότομα πως ούτε οι γιατροί δεν μπαίνουν πια μέσα στο δωμάτιο και τότε, απολογούμενος κάπως ο νέος μου είπε: «Είμαστε τρεις μαθητές της από τη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου, αυτοί που παίρνουμε το μισθό της και νομίζαμε χρέος μας να την επισκεφτούμε». Μου κίνησε την περιέργεια, μ’ όλο που δεν ήταν ώρα για περιέργειες, αλλά εδώ ήταν κάτι παράδοξο. Ρώτησα. Μου εξήγησε πως από καιρό πολύ, αυτοί οι τρεις άποροι μαθητές της ζούσαν και σπούδαζαν με τη δική της βοήθεια, ολόκληρο δηλαδή το μισθό της, χωρίς να το ξέρει κανείς παρά ο γραμματέας μόνο της Σχολής.
Ήταν βέβαια μια πληροφορία πολύ κοντά στη συγκίνηση της στιγμής και μου προκάλεσε έντονη κρίση.
Αν και παρόμοια περιστατικά ήταν άπειρα στην καθημερινή και στην καλλιτεχνική ζωή της Παξινού.
Πόσες φορές δεν χάρισε τα φορέματά της σε συναδέλφους κι ύστερα παραπονιόταν πως δεν είχε τι να φορέσει.
Πόσες φορές δεν προσποιήθηκε αδιαθεσία για να δώσει την ευκαιρία σε κάποια αντικαταστάτριά της να δοκιμάσει τον ρόλο ας ήταν και της λαίδης Μάκμπεθ ή της Ιοκάστης!
Ήταν σκορποχέρα είναι η αλήθεια μα πάντα για χάρη κάποιου συνανθρώπου της, ποτέ για τον εαυτό της, ποτέ γι΄ αυτή την ίδια.
Η Παξινού ήταν η μουσική…
Βέβαια είναι γεγονός πως έπαιρνε ταξί από τη Βιέννη για να προλάβει τη συναυλία στο Σάλτσμπουργκ, αλλά αυτό ήταν ας πούμε δώρο στη μουσική που ήταν η βάση του είναι της. Γιατί η μουσική ήταν η ίδια.
Όχι πως ήταν σπουδαγμένη από μικρή και προτού γίνει 20 χρονών, είχε πάρει χρυσό βραβείο Ωδικής στο «Κονσερβατουάρ» της Γενεύης, μα ήταν από Θεού έτσι γεννημένη μουσικός, ένα έρρυθμο πλάσμα, μια μουσική ευγλωττία υψηλού επιπέδου.
Ο ψυχικός της πλούτος δεν ήταν άλλο από παρόρμηση καλλιτεχνική και μουσική ιδιαίτερα.
Δεν είχε προχωρήσει στο ελληνικό σχολείο πέρα από τις 2-3 πρώτες τάξεις του δημοτικού κι ύστερα την έστειλαν στο εξωτερικό, στην Ελβετία.
Η γλώσσα της ήταν τα γαλλικά. Τα ελληνικά της, όταν ήρθε μαζί μας αργότερα στο θέατρο, δεν ήταν πρώτης γραμμής και μάλιστα μπορεί να πει κανείς πως είχε κάποιο ξενικό ιδιωματικό τόνο.
Κι όμως μπήκε τάχιστα στο βάθος της μελωδίας και στα μυστικά της δημοτικής μας γλώσσας, όσο κανένας πιστεύω, γιατί το πρόσεξα ιδιαίτερα, κανένας μας δεν πρόφερε ποτέ όπως η Κατίνα από σκηνής, τον τέλειο ποιητικό λόγο, απλά, σταθερά, χωρίς απαγγελίες, ποιητικά. Κυρίως στην Επίδαυρο, όπου βέβαια είναι χώρος απόλυτα μουσικός.
Αλλά ας γυρίσουμε στα μικρά. Γυναίκα απλή, αγαπούσε τα απλά μα και τα δύσκολα. Για να τα μαστορεύει, να τα εφευρίσκει. «Και παπούτσια μπορούσε να κατασκευάσει», όπως έλεγε, αν το έβαζε στον νου της.
Καταπιάστηκε να ζωγραφίσει κάποτε και πέτυχε απόλυτα. Αλλά το μαγείρεμα, το κέντημα και τα λουλούδια ήταν τα πάθη της, ύστερα από το ξόδεμα της σκηνής.
Τα άνθη που καλλιεργούσε μόνη της, τώρα τυλίγουν την προτομή της στο Α’ Νεκροταφείο.
Γυναίκα πολύμορφη στο πνεύμα.
Είχε βέβαια καλλιεργηθεί από μια μεγάλη μουσική παιδεία και είχε φιλολογική ενημέρωση, αλλά ήταν αυθόρμητη και γοργή στη σκέψη.
Εννοούσε το κάθε τι, ό,τι πιο δύσκολο, τον Αισχύλο λόγου χάρη με άνεση σοβαρού μελετητή και γι’ αυτό ίσως η Κλυταιμνήστρα, εξαγιάστηκε μόνο όταν έπεσε στα χέρια της και έγινε πανανθρώπινο σύμβολο και όχι στυγνή μέγαιρα.
Η κατατριβή της με τα μικρά πρακτικά προβλήματα της ρουτίνας: «Τι θα φάμε, πόσους θα καλέσουμε; Πριν ή μετά την παράσταση;», τι υπήρχε, φροντίδες εντολές στην υπηρεσία για επάρκεια ειδών και πολλά τέτοια.
Οι κλωστές παραπέρα αραδιασμένες προσεκτικά για το κέντημα στη μνήμη του Λόρκα με σχέδιο από τις ζωγραφιές του.
Τότε έπαιζε καθημερινά τον Ματωμένο Γάμο και πριν τελειώσει η σειρά των πολλών παραστάσεων, το είχε κιόλας έτοιμο κεντώντας παντού, στο καμαρίνι στο σπίτι, όπου να ‘ταν.
…. Τώρα που πρέπει να μιλήσουμε γι’ αυτήν, 8 χρόνια μετά τον θάνατό της αν και συντηρούμε άσβηστη τη φλόγα στην καρδιά μας αν και τη βλέπουμε καθημερινά σχεδόν εκεί που κείτεται, δεν βρίσκουμε τα λόγια τα ταιριαστά δεν βρίσκουμε πολύτιμες λέξεις για να πλέξουμε τον αίνο της τραγωδού, της μουσικού, της συντρόφου, της μεγάλης φίλης».
ΠΗΓΗ: “Έλληνες ηθοποιοί της φθαρτής αθανασίας”, επιμέλεια Θανάσης Νιάρχος, εκδόσεις Καστανιώτη
Διαβάστε επίσης: Η Κατίνα Παξινού κερδίζει το Όσκαρ. Ήταν η πρώτη φορά που απονεμήθηκε βραβείο σε μη Αμερικάνο ηθοποιό. Το 1944 ήταν η πρώτη χρονιά που η τελετή δεν έγινε σε εστιατόριο! Το κοινό ήταν στρατιώτες και νοσοκόμες του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου
Ακολουθήστε την mixanitouxronou.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε τις σημαντικότερες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στη mixanitouxronou.gr