30 Σεπτεμβρίου 1968, Δερβένι Κορινθίας. Τριάντα δύο άνθρωποι σκοτώθηκαν και περισσότεροι από εκατό τραυματίστηκαν σε ένα από τα πιο πολύνεκρα σιδηροδρομικά δυστυχήματα της Ελλάδας. Οι περισσότεροι έχασαν τη ζωή τους ακαριαία από τη σφοδρότατη πρόσκρουση δύο τρένων.
Δυο από τους επιβάτες της μοιραίας αμαξοστοιχίας λίγα χρόνια αργότερα απασχόλησαν τα πρωτοσέλιδα καθώς πρωταγωνίστησαν σε ένα από τα πιο στυγερά εγκλήματα. Τα ετεροθαλή αδέρφια, Ιωάννης Τ. και Ελένη Μ., μετά το σιδηροδρομικό δυστύχημα, έκαναν να συναντηθούν τουλάχιστον δέκα χρόνια. Όταν βρέθηκαν σύναψαν ερωτική σχέση, η οποία έληξε με τη δολοφονία της κοπέλας.
Η ημέρα του δυστυχήματος
Τα τρένα συγκρούστηκαν λίγο μετά τις 6 το απόγευμα κοντά στον σιδηροδρομικό σταθμό του Δερβενίου Κορινθίας. Ήταν ασφυκτικά γεμάτα, καθώς μετέφεραν ψηφοφόρους από τις ιδιαίτερες πατρίδες τους στην Αθήνα. Εκείνες τις μέρες, το δικτατορικό στρατιωτικό καθεστώς είχε οργανώσει δημοψήφισμα για την έγκριση χουντικού Συντάγματος. Το πρώτο τρένο αναχώρησε στις 2 το μεσημέρι από την Κυπαρισσία και το δεύτερο δέκα λεπτά αργότερα από την Καλαμάτα. Και τα δύο είχαν κατεύθυνση την Αθήνα.
Διαβάστε ακόμα: Το πολύνεκρο σιδηροδρομικό δυστύχημα που συγκλόνισε την Ελλάδα το καλοκαίρι του ’60. Η μοιραία απροσεξία ενός φύλακα έξω από τη Θεσσαλονίκη
Διακόσια μέτρα μακριά από το σταθμό στο Δερβένι, ένας ναύτης από το πρώτο τρένο λιποθύμησε. Αν και του προσφέρθηκαν άμεσα οι πρώτες βοήθειες, κάποιος συνεπιβάτης τράβηξε το σήμα κινδύνου. Ο μηχανοδηγός πληροφορήθηκε για το συμβάν και αποφασίστηκε η μεταφορά του λιπόθυμου επιβάτη στο τοπικό νοσοκομείο, καθώς η κατάστασή του ολοένα και χειροτέρευε.
Άλλοι ανέφεραν πως το τρένο σταμάτησε λόγω βλάβης στα φρένα, ενώ μερικοί έκαναν λόγο για μια μητέρα που τράβηξε το σήμα κινδύνου, γιατί το παιδί της έπαθε δηλητηρίαση από ένα κομμάτι τυρί.
Σε κάθε περίπτωση, το τρένο σταμάτησε, χωρίς όμως να ειδοποιήσει τις σιδηροδρομικές αρχές. Λίγο αργότερα εμφανίστηκε στον ορίζοντα το τρένο από την Καλαμάτα, που έκανε την ίδια διαδρομή. Στο σημείο που ήταν σταματημένο υπήρχε μία καμπή. Έτσι, ο μηχανοδηγός της δεύτερης αμαξοστοιχίας δεν αντελήφθη ότι λίγα μέτρα μπροστά του βρισκόταν σταματημένο το τρένο από την Κυπαρισσία. Δεν έκοψε ταχύτητα.
Δεκαπέντε βαγόνια με μεγάλη ταχύτητα έπεσαν πάνω στα ακινητοποιημένα βαγόνια της πρώτης αμαξοστοιχίας. Ακολούθησαν σκηνές φρίκης και πανικού. 29 άνθρωποι σκοτώθηκαν ακαριαία. Δύο οικογένειας ξεκληρίστηκαν. Στα συντρίμμια είχαν εγκλωβιστεί δεκάδες επιβάτες.
Οι ώρες μετά τη θανατηφόρα σύγκρουση
Στο σημείο έσπευσαν ασθενοφόρα του Σταθμού Πρώτων Βοηθειών Αθηνών, γιατροί και νοσοκόμοι. Λίγο αργότερα έφτασαν με ελικόπτερο ο υπουργός Εσωτερικών, Στυλιανός Παττακός και ο υπουργός Κοινωνικής Πρόνοιας, Πάτρας.
Από τους συνολικά 2.100 επιβάτες, τραυματίστηκαν οι 125. Οι τραυματίες μεταφέρθηκαν αρχικά σε κλινικές, νοσοκομεία και σπίτια του Κιάτου, της Κορίνθου, του Ξυλόκαστρου και του Αιγίου. Στη συνέχεια διακομίστηκαν στον “Ευαγγελισμό”, στο “Λαϊκό” και το “Τζάννειο”. Στο νεκροτομείο διαδραματίστηκαν σκληρές σκηνές καθώς εκεί έσπευσαν πολλοί συγγενείς για την αναγνώριση της ταυτότητας των θυμάτων.
Οι υπεύθυνοι του δυστυχήματος
Στο επίκεντρο των ερευνών βρέθηκαν αρχικά οι μηχανοδηγοί των δύο αμαξοστοιχιών και ειδικά ο προϊστάμενος του ακινητοποιημένου τρένου. Την υπόθεση άρχισε να διερευνά η Εισαγγελία. Οι υπεύθυνοι αντιμετώπιζαν τις κατηγορίες της ανθρωποκτονίας εξ αμελείας, της πρόκλησης σωματικών βλαβών και της μη λήψης των ενδεικνυόμενων μέτρων ασφαλείας. Τις επόμενες μέρες ο αριθμός των κατηγορούμενων αυξήθηκε στους 5, καθώς προστέθηκαν δύο ακόμα σιδηροδρομικοί.
Μετά από ομόφωνη απόφαση εισαγγελέα και ανακριτή προφυλακίστηκαν πέντε άτομα. Η υπόθεση εκδικάστηκε τον Μάρτιο του 1970 στο Πλημμελειοδικείο Κορίνθου. Ο Εισαγγελέας στηλίτευσε τους κατηγορούμενους τονίζοντας πως “στο μοιραίο σημείο της συγκρούσεως συνηντήθη η ασυνειδησία τους”. Τους χαρακτήρισε ως “καταδρομείς των ανθρώπινων ζωών” και ζήτησε από το δικαστήριο την βαρύτατη καταδίκη ως “ύστατη προσφορά της πολιτείας προς τους 34 νεκρούς”.
Η τραγική ιστορία των δύο επιζώντων αδερφιών
Ένας από τους επιζώντες του σιδηροδρομικού δυστυχήματος ήταν ο 14χρονος Γιάννης Τ. Η μητέρα του και ο πατριός του σκοτώθηκαν στη μοιραία σύγκρουση των δύο τρένων, αλλά ο ίδιος πρόλαβε να δει το τρένο και να πηδήξει έξω από το βαγόνι, παρασύροντας μαζί του και την τρίχρονη ετεροθαλή αδερφή του. Την επόμενη μέρα οι δρόμοι των δύο αδελφιών χώρισαν.
Ο βιολογικός πατέρας του Γιάννη είχε πεθάνει. Έτσι, την κηδεμονία ανέλαβαν συγγενείς από τον Πύργο Ηλείας. Η μικρή Ελένη υιοθετήθηκε από μια οικογένεια και εξαφανίστηκε από την ζωή του.
Λόγω του νεαρού της ηλικίας της και του μετατραυματικού σοκ από το δυστύχημα, η Έλενα δεν θυμόταν τίποτα από όσα είχαν συμβεί. Ξέχασε την οικογένειά της, το οδυνηρό συμβάν στο Δερβένι, αλλά και τον σωτήρα αδερφό της. Δέκα χρόνια μετά, οι θετοί γονείς της αποφάσισαν να της αποκαλύψουν το παρελθόν της.
Η έφηβη Έλενα συγκλονίστηκε και άρχισε να παρουσιάζει συμπτώματα διαταραγμένης συμπεριφοράς. Εξαφανιζόταν από το σπίτι και ορισμένες φορές ήταν αδικαιολόγητα επιθετική. Τότε αποφάσισε να βρει τον αδερφό της.
Η αιμομικτική σχέση που οδήγησε στη δολοφονία
Μετά από επίμονη έρευνα τα κατάφερε. Από τις πρώτες συναντήσεις οι δύο νέοι σύναψαν ερωτική σχέση, η οποία διήρκεσε τρία ολόκληρα χρόνια. Φυσικά κανένας από την οικογένειά τους δεν γνώριζε τίποτα. Μέχρις ότου οι γονείς της κοπέλας ανακάλυψαν τι συμβαίνει και προσπαθούσαν να την μεταπείσουν με κάθε τρόπο για την επιλογή της.
Αρχές του 1983, η ενήλικη πλέον Έλενα αποφάσισε να διακόψει την αιμομικτική της σχέση. Όταν ανακοίνωσε στον ετεροθαλή αδερφό και σύντροφό της την απόφασή της συνάντησε την επίμονη άρνησή του. Προσπάθησε να την μεταπείσει, αλλά εκείνη ήταν ανένδοτη. Εκείνος επέμενε και την έπεισε να συναντηθούν για μια τελευταία φορά. Στις 11 Φεβρουαρίου συναντήθηκαν στην Ομόνοια. Από εκεί πήγαν στην Καισαριανή και κατέληξαν στα Γλυκά Νερά.
Λίγες ώρες αργότερα, ένας οικοδόμος που περνούσε από την περιοχή εντόπισε το σώμα μίας γυναίκας. Στο λαιμό της ήταν τυλιγμένη η ζώνη της και ένα κομμάτι από το καλσόν της. Το μισό της κεφάλι είχε πολτοποιηθεί από πέτρα, με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατή η αναγνώρισής της. Αργότερα η αστυνομία επιβεβαίωσε την ταυτότητά της.
Ο δράστης συνελήφθη μία εβδομάδα αργότερα. Ο ίδιος αρχικά αρνήθηκε τις κατηγορίες λέγοντας πως θα του ήταν αδύνατο ακόμη και να σκεφτεί να τη δολοφονήσει, καθώς ήταν για εκείνον τα πάντα: μητέρα, πατέρας, αδερφή και ερωμένη. Λίγες μέρες μετά, ομολόγησε. “Τη στραγγάλισα για να μην τη χάσω”.
Το Μεικτό Ορκωτό Δικαστήριο Αθήνας τον καταδίκασε σε ισόβια κάθειρξη για “ανθρωποκτονία από πρόθεση, που έγινε από δράστη επικίνδυνο για τη δημόσια ασφάλεια”. Σε δεύτερο βαθμό του αναγνωρίστηκε το ελαφρυντικό της ειλικρινούς μεταμέλειας και η ποινή του μειώθηκε σε 21 χρόνια κάθειρξης.
Διαβάστε ακόμα στη “ΜτΧ”: Η τρελή πορεία του τρένου που έπεσε από τον τερματικό σταθμό και κρεμόταν πάνω σε πλατεία! Ο μηχανοδηγός ανέπτυξε την ιλιγγιώδη, για την εποχή, ταχύτητα των 60 χλμ/ώρα
Ακολουθήστε την mixanitouxronou.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε τις σημαντικότερες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στη mixanitouxronou.gr