Τον Ιούνιο του 1821, μετά τη μάχη στο χωριό Κομπότι της Άρτας και την υποχώρηση των Τούρκων του Ισμαήλ Πασά Πλιάσα, ο Καραϊσκάκης θέλησε να ειρωνευτεί τον εχθρό. Σήκωσε τη φουστανέλα του και έδειξε επιδεικτικά τα οπίσθιά του.
Ένας Τούρκος σκοπευτής “απάντησε” στον “γιο της καλογριάς” με μια σφαίρα που τον τραυμάτισε στα γεννητικά όργανα. Για να αποθεραπευτεί πλήρως ο Καραϊσκάκης, χρειάστηκε να περάσουν δύο μήνες.
Με τα σημερινά δεδομένα, ο χρόνος αυτός ήταν πολύ μεγάλος. Για εκείνη την εποχή, όμως, ήταν συνηθισμένος ακόμη και για τα απλά τραύματα.
Δεν υπήρχε, εξάλλου, υγειονομική υπηρεσία για να φροντίζει τους πολυάριθμους τραυματίες και όσους ασθενούσαν από θανατηφόρες ή λοιμώδεις νόσους.
Τζηράχηδες, οι γιατροί των λαβωμένων
Οι Έλληνες που είχαν σπουδάσει ιατρική σε πανεπιστήμια του εξωτερικού ήταν λιγοστοί και έτσι οι οπλαρχηγοί συνεργάζονταν στενά με εμπειρικούς γιατρούς, τους λεγόμενους τζηράχηδες.
Οι τελευταίοι ασκούσαν την λεγόμενη “δημώδη ιατρική” και δεν είχαν καμία σχέση με τους κομπογιαννίτες και τους τσαρλατάνους. Μάθαιναν την ιατρική από τους πτυχιούχους γιατρούς ή άλλους εμπειρικούς.
Ο αγωνιστής Παναγιώτης Γιατράκος σπούδασε για κάποιο διάστημα ιατρική στην Πάδοβα της Ιταλίας και προεπαναστατικά είχε μεγάλο κύκλο μαθητών στο Μυστρά, στους οποίους δίδασκε την χειρουργική τέχνη.
“Επειδή έβλεπε ότι θα γινόταν επανάσταση και θα χρειάζονταν γιατροί που θα ήξεραν να αντιμετωπίσουν τα τραύματα, είχε την έμπνευση να δημιουργήσει μια σχολή ταχύρρυθμης εκπαίδευσης σε χειρουργικά κυρίως θέματα“, ανέφερε στη “ΜτΧ” ο Δρ. Γεράσιμος Ρηγάτος, στο πλαίσιο της έρευνας για την ιστορία της περίθαλψης στην Ελλάδα.
Οι τζηράχηδες απολάμβαναν της εμπιστοσύνης και της αναγνώρισης όλων των κοινωνικών στρωμάτων. Βρίσκονταν πάντα στις επάλξεις, στα μετόπισθεν, δίπλα στα ένοπλα τμήματα που σχημάτιζαν οι κατά τόπους οπλαρχηγοί. Η συμβολή τους στην περίθαλψη των πληγωμένων αγωνιστών ήταν εξόχως σημαντική
Σε ένα γράμμα του προς τους κατοίκους ενός χωριού, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης έγραψε: “Στέλλω τον ιατρόν μου Τζηράχη και να του διορίσετε σπίτι να καθίσει και να τον περιποιηθείτε από ό,τι του χρειαστεί“.
Ο Άνθιμος Γαζής εξέφρασε, επίσης, το θαυμασμό του για τους τζηράχηδες, χαρακτηρίζοντάς τους “φιλοπάτριδας, φιλοκάλους, γενναίους, αγχίνοας και αυτοφυείς γιατρούς”.
Ρακί για την αιμορραγία, βότανα, αβγά και λάδι για τις πληγές
Οι τζηράχηδες ήταν ιδιαίτερα επιδέξιοι στην ανάταξη εξαρθρημάτων και καταγμάτων, στην περιποίηση τραυμάτων και στην πραγματοποίηση μικροεπεμβάσεων.
Για να σταματήσουν την αιμορραγία, χρησιμοποιούσαν πανιά εμποτισμένα με ρακί. Σε πολύ σοβαρές περιπτώσεις αιμορραγίας έκαναν καυτηριασμό με πυρωμένο σίδερο.
Μετά τον καθαρισμό του τραύματος με κρασί, τοποθετούσαν πάνω στην πληγή κάποιο βότανο με επουλωτικές ιδιότητες. Αλόη, σίλφιο και πιπερόριζα ήταν μεταξύ των φαρμάκων που χρησιμοποιούσαν.
Μετά έβαζαν επίδεσμο με καθαρό πανί που το άλλαζαν καθημερινά. Συχνά, τύλιγαν το χτυπημένο μέρος με προβιές σφαγμένου ζώου.
Σε τραύματα με μεγάλο βάθος και έκταση χρησιμοποιούσαν ένα μίγμα από λάδι ή βούτυρο και ασπράδι αβγού, που λειτουργούσε σαν ένα είδος τσιρότου. Σε ορισμένες περιπτώσεις χρησιμοποιείτο και καυτό λίπος, όπως αναφέρει ο Ιωάννης Μακρυγιάννης:
“Αυτείνη η Βράναινα είχε ένα δαχτυλίδι εις το χέρι της και δεν έβγαινε. Και γύρευαν να της κόψουν το δάχτυλον του χεριού της να το πάρουν. Κ’ εκεί οπού την παίδευαν, της µπήκε ένα ξύλο εις το ποδάρι της και δεν το ‘νοιωσε κοτζάµ παλούκι. Τους περικάλεσε πολύ να τζακίσουνε την βέργα του δαχτυλιδιού να πάρουν το δαχτυλίδι τζακισµένο και τρόµαξαν να συγκατανέψουν.
Και το τζάκισαν και γλύτωσε το χέρι της. ‘Ηρθε εκεί οπού ήµαστε κουτζαίνοντας και διηγήθηκε αυτά. Πήγαµεν οπίσου, δεν µπορέσαµεν να ‘βρωµεν κανέναν µέσα τον λόγκο, τρύπωσαν. Της έβγαλα το παλούκι από το ποδάρι της και το ζεµάτισα µε ξύγγι. ‘Οµως γίνη τούµπανο, θύµωσε. Και είχα ένα ζώον, οπού ‘χα τα σκουτιά µου, και την έβαλα απάνου να µην µείνη εις το δρόµο“.
Συρραφή τραυμάτων γινόταν σε λιγοστές περιπτώσεις, όπως στο κεφάλι του πυρπολυτή Κωνσταντίνου Κανάρη από τον εμπειρικό γιατρό, Θεόδωρο Κωστάκη.
Το ανακόλλι και η μούχλα
Όσον αφορά τα κατάγματα, που μόνο σπάνια δεν ήταν, οι τζηράχηδες χρησιμοποιούσαν το ανακόλλι, μια ειδική αλοιφή που παρασκευαζόταν από ασπράδι αβγού, λάδι και ρακί, με προσθήκη τριμμένου σαπουνιού, μαστίχας, λιβανιού και μαρμάρου.
Η χρήση μούχλας ήταν επίσης διαδεδομένη. Την έπαιρναν από μουχλιασμένα τρόφιμα και μουχλιασμένους τοίχους που δεν τους έπιανε ο ήλιος και την τοποθετούσαν πάνω σε μολυσμένα τραύματα.
Ο εμπειρικός γιατρός, Παναγιώτης Ιατρόπουλος έσωσε πολλούς αγωνιστές από τη γάγγραινα, διότι χρησιμοποιούσε ένα φάρμακο πιθανότατα με βάση τη μούχλα.
Χάρη στις μεθόδους των τζηράχηδων, οι ακρωτηριασμοί στους τραυματίες αγωνιστές ήταν λιγότεροι από τους αναμενόμενους.
“Έριξε το ασπράδι σε μια φούχτα λιναρόσπορο και τύλιξε με την αλοιφή το κεφάλι του αγοριού. Και έγινε καλά”
Η έλλειψη φαρμάκων και υγειονομικού υλικού ήταν συχνότατη κατά τη διάρκεια του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα. Σε εξαιρετικά δυσμενείς περιόδους, όπως οι πολιορκίες της Τριπολιτσάς και της Ακρόπολης, οι κακουχίες ήταν τεράστιες και οι ασθένειες θέριζαν.
Έγγραφο με παραλήπτη τον πρόεδρο του Εκτελεστικού, Γεώργιο Κουντουριώτη ανέφερε χαρακτηριστικά: “Χρήματα δεν έχομεν ούτε οβολόν δια να προφθάσωμεν καν τους πληγωμένους, όχι με τίποτες άλλο ειμή με κρασί δια να πλύνουν τας πληγάς των“.
Ο Ζαν Φρανσουά Μαξίμ Ρεμπώ, Γάλλος στρατιωτικός και φιλέλληνας που πήρε μέρος στην πολιορκία της Τριπολιτσάς, ανέφερε ότι οι εμπερικοί γιατροί “χρησιμοποιούσαν χορτάρια για να επιδένουν τις πληγές“, λόγω της έλλειψης επιδέσμων.
Ένας ξένος εθελοντής, που βρέθηκε σε πολεμικό πλοίο της Ύδρας και είδε δύο παιδιά τραυματισμένα στο κεφάλι, έγραψε:
“Χειρουργός δεν υπήρχε στο καράβι. Έτσι ανέλαβε ο κουρέας να φροντίσει για τα δύο παιδιά. Έσπασε ένα αβγό, έριξε το ασπράδι σε μια φούχτα λιναρόσπορο και τύλιξε με την αλοιφή το κεφάλι του αγοριού. Και έγινε καλά. Το κορίτσι, όμως, πέθανε σε λίγες ώρες“.
Οι αγωνιστές θεραπεύονταν σε μοναστήρια και υποτυπώδη νοσοκομεία
Οι βαριά τραυματίες διακομίζονταν προς νοσηλεία σε μοναστήρια και αργότερα σε υποτυπώδη νοσοκομεία. Ήδη από τα προεπαναστατικά χρόνια τα μοναστήρια υπήρξαν χώροι περίθαλψης και καταφύγιο των κλεφταρματολών.
Σε μοναστήρι ο Οθωμανός εμπειρικός γιατρός, Χασάν Αγάς Κούρταλης θεράπευσε και έσωσε από το θάνατο τον οπλαρχηγό Ιωάννη Ρούκη. Επίσης, υπήρχαν μοναχοί που γνώριζαν πώς να χρησιμοποιούν τα βότανα ως θεραπευτικά μέσα.
Ακόμη και το πιο φτωχό μοναστήρι διέθετε κάποιο κρεβάτι για να ξαπλώσει ο τραυματίας και κάποια κουβέρτα για να σκεπαστεί. Ανάμεσα στα πιο σημαντικά μοναστήρια που λειτούργησαν ως χώροι περίθαλψης ήταν η Μονή Φανερωμένης στη Σαλαμίνα, η Μονή Ομπλού στην Πάτρα και η Μονή Μαρδακίου στην Καλαμάτα.
Όσο για τα νοσοκομεία, δεν υπήρχαν. Τα νοσοκομεία του Αγώνα ήταν σπίτια, καλύβες, αποθήκες και στάβλοι. Τα μέσα ήταν ελάχιστα και τα εφόδια ανεπαρκή. Ένα σχετικό παράδειγμα αποτελούσε το πρόσκαιρο στρατιωτικό νοσοκομείο στο χωριό Χρισσό ή Χρυσό κοντά στους Δελφούς.
Οι πληροφορίες του κειμένου αντλήθηκαν, κατά κύριο λόγο, από το βιβλίο “Οι Ιατροί στην Παλιγγενεσία – Με το κορμί των και την επιστήμην των”, Ιδιωτική Έκδοση Λάζαρου Βλαδίμηρου
Πηγή κεντρικής φωτογραφίας: Flickr
Ακολουθήστε την mixanitouxronou.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε τις σημαντικότερες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στη mixanitouxronou.gr