Η ανάβαση στο Έβερεστ ήταν η τελευταία εξόρμηση για την Hannelore Schmatz. Σε ένα διάλειμμα της, αποκοιμήθηκε στο κρύο και πάγωσε. Η σορός της έμεινε για χρόνια με τα μάτια ανοιχτά, ανέγγιχτη στο σημείο που άφησε την τελευταία της πνοή.
Ήταν η πρώτη γυναίκα που πέθανε στο βουνό Έβερεστ.
Η τελευταία της απόδραση ξεκίνησε το χειμώνα του 1979. Τη συνόδευε ο άντρας της, Γκέραρντ, ο οποίος ήταν ο αρχηγός της αποστολής αλλά και ο μεγαλύτερος σε ηλικία που κατάφερνε να φτάσει στην κορυφή του Έβερεστ. Η ανάβαση τους αποτελούταν από οχτώ συνολικά ορειβάτες και πέντε μέλη της φυλής των Σέρπα. Όλοι τους κατάφεραν και έφτασαν στην κορυφή.
Κατά την επιστροφή τους, η Γερμανίδα Hannelore Schmatz και η Ray Genet δεν είχαν τις αντοχές να συνεχίσουν μαζί με τους υπόλοιπους στην κατάβαση. Ωστόσο οι δύο τους παρά τις προειδοποιήσεις των Σέρπα να μην στρατοπεδεύσουν και να προχωρήσουν μαζί τους, τους αγνόησαν. Σε ύψος 8.300 μέτρων έστησαν το καταφύγιο τους για να ανακτήσουν τις δυνάμεις τους μέχρι να κατέβουν στη βάση τους. Κοιμήθηκαν μέσα στους υπνόσακους τους. Ωστόσο μια ισχυρή χιονοθύελλα κατέκλυσε το υψόμετρο στο οποίο βρίσκονταν και προκάλεσε των θάνατο των δύο γυναικών ορειβατών.
Η σορός της έμεινε για χρόνια με ανοιχτά μάτια στο ίδιο σημείο
Η Hannelore Schmatz ήταν η πρώτη γυναίκα που πέθανε στην κορυφή του Έβερεστ. Οι ειδικοί πιστεύουν ότι η ορειβάτης έπεσε να κοιμηθεί για να ξεκουραστεί και δεν κατάφερε να ξυπνήσει από το κρύο. Ο θάνατος της θεωρείται ότι προκλήθηκε από εξάντληση και από την έκθεση στο υπερβολικό κρύο. Μαρτυρίες από τα μέλη των Σέρπα που ήταν μαζί με τις δύο γυναίκες αποκάλυψαν πως τα τελευταία λόγια της ήταν “Νερό, νερό”.
Μετά τον θάνατο της μέλος της αποστολής παρέμεινε με το νεκρό σώμα, παρότι η ίδια είχε χάσει ένα δάχτυλο από τα κρυοπαγήματα. Η Τζένετ που στρατοπέδευσε μαζί της, κατέληξε από υποθερμία.
Λίγα χρόνια αργότερα, to 1984 ένα μέλος της φυλής των Σέρπα μαζί ένα αστυνομικό επιθεωρητή, προσπάθησαν να ανασύρουν τη σορό της. Ωστόσο στην προσπάθεια τους, πέθαναν και αυτοί στο ίδιο υψόμετρο. Από τότε κανείς δεν ξαναπροσπάθησε. Το νεκρό σώμα της παρέμεινε στην ίδια θέση για χρόνια ανέγγιχτο. Βρισκόταν παγωμένο, φορούσε τον εξοπλισμό της ανάβασης, τα μάτια της παρέμεναν ανοιχτά και τα μαλλιά της ήταν διασκορπισμένα από τον άνεμο. Η τραγωδία της Schmatz δε τελείωσε με το θάνατο της. Αυτή ήταν η περιγραφή που έδιναν οι ορειβάτες που περνούσαν από το σημείο του θανάτου της και αντίκριζαν την εικόνα της. Πολλοί ορειβάτες αναφέρονταν σε εκείνη ως” Η Γερμανίδα γυναίκα”.
Η “Ζώνη Θανάτου” στο Έβερεστ
Τελικά θυελλώδης άνεμος παρέσυρε τη σορό της προς την πλευρά του Kangshung Face του Έβερεστ. Το σημείο ήταν δυσπρόσιτο, τα ίχνη της χάθηκαν και έτσι κανείς δε μπόρεσε να ξαναδεί το πτώμα. Στο σημείο που πέθαναν οι δύο γυναίκες ανήκει στην επονομαζόμενη περιοχή “Zώνη Θανάτου”.
Εκεί έχουν θαφτεί περισσότερες από 150 σοροί ορειβατών στο Έβερεστ.
Το σημείο είναι πολύ επικίνδυνο γι αυτό και τα μέλη της αποστολής προειδοποίησαν τις δύο γυναίκες να μη σταματήσουν σε τέτοιο υψόμετρο. Τα επίπεδα του οξυγόνου υπολογίζονται στο ένα τρίτο αυτών που διατηρούνται σε επίπεδο θάλασσας. Παράλληλα η βαρομετρική πίεση προκαλεί τον δεκαπλασιασμό του βάρους.
Οι αλλαγές αυτές στο σώμα του ανθρώπινου οργανισμού και ο συνδυασμός τους κάνουν τους ορειβάτες να σέρνονται, να αποπροσανατολίζονται, να νιώθουν κουρασμένοι και να πονούν σε διάφορα όργανα.
Γι αυτό το λόγο οι ορειβάτες δεν αντέχουν για παραπάνω από 48 ώρες σε αυτή την περιοχή.
Από το 1953, τότε που οι Έντμουντ Χίλαρι και Τένζινγκ Νόργκει κατέκτησαν την κορυφή του βουνού, άλλοι 4.000 ορειβάτες έχουν φτάσει στο υψηλότερο σημείο του Έβερεστ. Ωστόσο περισσότεροι από 200 δεν κατάφεραν να επιστρέψουν. Στο Έβερεστ διατηρείται ένας είδους πρωτόκολλο το οποίο επιβάλλει οι νεκροί να μην μετακινούνται και να παραμένουν στα σημείο που πέθαναν ως σημάδια ένδειξης και προειδοποίησης του κινδύνου. Οι σοροί δύσκολα μεταφέρονται καθώς το βουνό παρά τον πάγο και το χιόνι είναι κυρίως ξηρό σε συνθήκες σχετικής υγρασίας.
Οι νεκροί ως ορόσημα κινδύνου
Ένα από τα πιο γνωστά νεκρά σώματα του Έβερεστ, που λειτούργησαν με το ρόλο της προειδοποίησης είναι η περίπτωση του “Green Boots”. Από τη σορό του έχει περάσει σχεδόν κάθε αναβάτης για να φτάσει στη περιοχή “Ζώνη Θανάτου”. Η ταυτότητα του δεν είχε αποκαλυφθεί αλλά πιστεύεται ότι ανήκει στον Tsewang Paljor, έναν Ινδό ορειβάτη που πέθανε το 1996.
Πριν να ανασυρθεί το πτώμα, ήταν σωριασμένο δίπλα σε μία σπηλιά, από την οποία όλοι οι ορειβάτες περνούν για να φτάσουν στην κορυφή του βουνού. Μαρτυρίες ορειβατών επισημαίνουν μάλιστα ότι περίπου το 80% των αναβατών συνήθως ξεκουράζονται στην σπηλιά που βρίσκεται το πτώμα, οπότε είναι δύσκολο κανείς να μη το αντικρίσει. To σώμα του αποτέλεσε ένα δυσοίωνο ορόσημο, το οποίο βοηθούσε τους αναβάτες να εκτιμήσουν πόσο κοντά βρίσκονταν στην κορυφή.
Πηγή χαρακτηριστικής φωτογραφίας: Wikipedia
Διαβάστε ακόμη στη “ΜτΧ”: Το πτώμα του Βρετανού στο Έβερεστ που βρέθηκε 75 χρόνια μετά με όλα τα προσωπικά αντικείμενα, αλλά έλειπε η φωτογραφική του κάμερα! Το μυστήριο με τους Βρετανούς ορειβάτες
Ακολουθήστε την mixanitouxronou.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε τις σημαντικότερες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στη mixanitouxronou.gr