Στις 30 Ιανουαρίου του 1923, στη Λωζάνη της Ελβετίας, ο Ελευθέριος Βενιζέλος και ο Ισμέτ Ινονού υπέγραψαν τη Συνθήκη Ανταλλαγής Πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας.
Η υπογραφή των δύο πολιτικών στην Ελβετία σήμαινε πως εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι στην Ελλάδα και τη Μικρά Ασία έπρεπε να αφήσουν πίσω τα σπίτια και την περιουσία τους. Η ανακοίνωση ότι έπρεπε να εγκαταλείψουν την πατρίδα τους ήρθε απ’ το πουθενά.
«Δεν είχαν καμία επίγνωση για το τι γινόταν στη Λωζάνη», διευκρινίζει ο υποδιευθυντής του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, Σταύρος Ανεστίδης και εξηγεί ότι η εξέλιξη αυτή αιφνιδίασε όσους ζούσαν μακριά από τα μέτωπα του πολέμου.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι Καππαδόκες, οι οποίοι δεν είχαν έρθει αντιμέτωποι με τον βίαιο ξεριζωμό που βίωσαν οι κάτοικοι των μικρασιατικών παραλίων.
Για την μετακίνηση ο χρόνος που δόθηκε ήταν μόλις μερικοί μήνες. Οι πολίτες της υποχρεωτικής ανταλλαγής μπορούσαν να πάρουν μαζί τους ουσιαστικά ό,τι μπορούσαν να κουβαλήσουν. Όσοι είχαν άμαξες, μετέφεραν και πιο βαριά αντικείμενα, όπως εκκλησιαστικές εικόνες, που για τους περισσότερους οικογένειες ήταν από τα σημαντικότερα οικογενειακά κειμήλια.
Αυτοί που δεν είχαν άλλη επιλογή από το να περπατήσουν, πήραν μαζί τους λίγα ρούχα και όσα χρήματα κατάφεραν να συγκεντρώσουν.
Οι πρόσφυγες ταξίδεψαν δεκάδες χιλιόμετρα οδικώς, μέχρι να φτάσουν στο κοντινότερο λιμάνι.
Τα πλοία που έφευγαν απ’ την Κωνσταντινούπολη, συνήθως κατέληγαν στη Θεσσαλονίκη, μερικά στον Πειραιά. Μεγάλο ποσοστό προσφύγων όμως, κυρίως από την Καππαδοκία, επέλεξαν το λιμάνι της Μεσσήνας, στα νότια της Μικράς Ασίας. Από εκεί, βασικός προορισμός ήταν η Αθήνα. Ορισμένοι όμως, σύμφωνα με τον Σταύρο Ανεστίδη, πήγαν ακόμα πιο μακριά:
«Άλλοι κατευθυνθήκαν σε απώτερα λιμάνια όπως ήταν η Μασσαλία. Γι αυτό και ένας προσφυγικός πληθυσμός από τη Μικρά Ασία εγκαταστάθηκε εκεί».
Η εγκατάσταση
Συνολικά έως το 1924, περισσότεροι από ένα εκατομμύριο πρόσφυγες έφτασαν στην Ελλάδα, μία χώρα που άγγιζε τα 5,5 εκατομμύρια σε πληθυσμό.
Επιτάχθηκαν κάθε είδους δημόσια κτίρια για τους πρόσφυγες, από εκκλησίες και σχολεία, μέχρι αποθήκες. Υπήρχαν οικογένειες που εγκαταστάθηκαν σε βαγόνια τρένων.
“Χαρακτηριστική ήταν η εικόνα από το θέατρο Αθηνών που τα θεωρεία του μετατράπηκαν σε κοιτώνες”, επισημαίνει ο κ. Ανεστίδης. Εκεί κάθε θεωρείο φιλοξενούσε κι από μία οικογένεια.
Στην επαρχία, υπήρξαν περιπτώσεις που Έλληνες πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία έμειναν σε σπίτια των Τούρκων, που επρόκειτο να αναχωρήσουν. Έτσι οικογένειες χριστιανών και μουσουλμάνων συγκατοίκησαν για μήνες.
Η συγκατοίκηση σύμφωνα με τον κ. Ανεστίδη κύλησε πολύ ομαλά: «Είναι πραγματικά πολύ συγκινητικό γιατί αυτή η συνύπαρξη σε μια τέτοια συγκυρία ήταν πάρα πολύ ανθρώπινη και οι περιγραφές αφορούν σε αποχαιρετισμούς, εναγκαλισμούς με τρόπο πολύ ανθρώπινο και αδερφικό και με ευχές ότι αυτοί που θα φύγουν να έχουν κατευόδιο και να μην λησμονούν την πατρίδα τους».
Το πρόβλημα της γλώσσας
Η ανταλλαγή αφορούσε τους Χριστιανούς Ορθόδοξους της Μικράς Ασίας και τους Μουσουλμάνους της Ελλάδας. Τα κριτήρια δηλαδή ήταν θρησκευτικά και όχι εθνικά.
Αυτό σήμαινε ότι πολλοί απ’ τους ανθρώπους που θα ανταλλάσσονταν δεν μιλούσαν καν τη γλώσσα της χώρας που επρόκειτο να εγκατασταθούν.
«Είναι το ενδεικτικό παράδειγμα οι τουρκόφωνοι Καππαδόκες, οι λεγόμενοι Καραμανλήδες. Η άγνοια της ελληνικής γλώσσας ήταν ένα στοιχείο που δυσχέραινε πολύ περισσότερο την προσαρμογή τους και παράλληλα την υποδοχή τους από το γηγενές ελλαδικό στοιχείο», εξηγεί ο υποδιευθυντής του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών.
Οι περιουσίες
Η ακίνητη περιουσία, όπως ήταν τα χωράφια ή τα σπίτια, έμειναν πίσω. Σύμφωνα με τη Σύμβαση, οι ανταλλάξιμοι θα αποζημιώνονταν από τη νέα τους πατρίδα για τις περιουσίες που άφησαν πίσω.
Το όνειρο των προσφύγων για αποζημίωση έμεινε ζωντανό μέχρι και το 1930, όταν υπογράφηκε το Σύμφωνο Ελληνοτουρκικής Φιλίας, με το οποίο οι περιουσίες των ανταλλαξίμων κάθε χώρας θεωρήθηκαν ισόποσες και τα χρέη προς τους πρόσφυγες αποσβέστηκαν.
Αυτό σήμαινε ότι κανείς από τους πρόσφυγες της Μικράς Ασίας δεν θα έπαιρνε ούτε μία δραχμή για την περιουσία που είχαν αφήσει πίσω.
Η υπογραφή του Συμφώνου ήταν μία συνειδητή επιλογή του Ελευθέριου Βενιζέλου, που ήταν τότε Πρωθυπουργός. Θεώρησε ότι το θέμα των προσφύγων έπρεπε να λήξει οριστικά, ακόμα και αν οι όροι δεν ήταν ευνοϊκοί για τους ίδιους τους πρόσφυγες. Ήταν μία επιλογή που του κόστισε ακριβά, καθώς έχασε στις επόμενες εκλογές.
Όμως, το προσφυγικό ζήτημα δεν έληξε το 1930 και δεν έχει λήξει μέχρι σήμερα. Είναι ένα ζήτημα που άλλαξε την πορεία της Ελλάδας και άφησε ένα ανεξίτηλο σημάδι, το οποίο κουβαλάει τις μνήμες εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων που άφησαν πίσω ό,τι γνώριζαν και ξεκίνησαν μία νέα ζωή απ’ το μηδέν.
Οι ιστορίες αυτών των ανθρώπων είναι η ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας. Ιστορία που σώζεται και καταγράφεται μέσα από τα λόγια των ίδιων των ανθρώπων που την έζησαν.
Ένας θεματοφύλακας της μνήμης των προσφύγων είναι το Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών, στο οποίο φυλάσσονται όχι μόνο προσωπικές μαρτυρίες, αλλά και μοναδικές φωτογραφίες και έγγραφα που αποτυπώνουν μία από τις σημαντικότερες και τραγικότερες στιγμές του σύγχρονου ελληνικού κράτους.
Ακολουθήστε την mixanitouxronou.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε τις σημαντικότερες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στη mixanitouxronou.gr