Γράφει ο συνεργάτης μας, δημοσιογράφος – ιστορικός ερευνητής Παντελής Στεφ. Αθανασιάδης
Η στάση της Γιουγκοσλαβίας κατά τη διάρκεια του ελληνικού εμφύλιου πολέμου κατά τα έτη 1946-1949, υπήρξε ένας σημαντικός εξωγενής παράγων, που επηρέασε αρνητικά και θετικά τις εξελίξεις της εθνικής τραγωδίας μας, κατά ένα μέρος.
Το 1948 σημειώθηκε σειρά γεγονότων, που ουσιαστικά άρχισαν να κρίνουν την τελική έκβαση της ανταρσίας στην Ελλάδα.
Βασικό γεγονός ήταν η ευρεία κρίση στο κομμουνιστικό στρατόπεδο, από τις διαφωνίες Στάλιν- Τίτο. Ο Στάλιν δεν έβλεπε με καλό μάτι τις φιλοδοξίες του Τίτο να μετατρέψει τη χώρα του σε σημαντική περιφερειακή δύναμη και το στρατό του να είναι απεξαρτημένος από την επιρροή του Κόκκινου Στρατού της Μόσχας.
Η ΕΣΣΔ αρνήθηκε να υπογράψει οικονομική συμφωνία, με το Βελιγράδι, ανακάλεσε τους πολιτικούς και στρατιωτικούς συμβούλους της.
Στις 28 Ιουνίου 1948 η Κομινφόρμ (σ.σ. η μεγάλη κεντρική οργάνωση του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος από το 1947 έως το 1956) κάλεσε με ψήφισμά της τα στελέχη του Κομμουνιστικού Κόμματος της Γιουγκοσλαβίας να απομακρύνουν τους ηγέτες τους και να τους αντικαταστήσουν με νέα ηγεσία.
Η πλειοψηφία όμως των Γιουγκοσλάβων κομμουνιστών παρέμεινε πιστή στην Τιτοϊκή ηγεσία.
Οι επιπτώσεις από τη ρήξη Στάλιν- Τίτο επηρέασαν άμεσα και τους αντάρτες της Ελλάδας, που η ηγεσία τους (Ζαχαριάδης) τάχθηκε με το μέρος του Στάλιν.
Συγκλήθηκε μάλιστα στο Γράμμα η 4η Ολομέλεια του ΚΚΕ και αποφάσισε να καταγγείλει τον Τίτο, αλλά η απόφαση αυτή, δεν ανακοινώθηκε για ευνόητους λόγους. Ο Τίτο όμως στις 10 Ιουλίου 1949, ανακοίνωσε επίσημα το κλείσιμο των συνόρων και το μπες- βγές των ανταρτών στα δικά του εδάφη.
Σημαντική ήταν η διαφωνία του Μάρκου Βαφειάδη με τον Νίκο Ζαχαριάδη, που οδήγησε σε απομάκρυνση του πρώτου τον Ιανουάριο του 1949.
Σημαντικότερη όμως ήταν η απόφαση του Τίτο να διακόψει την παροχή βοήθειας προς τους αντάρτες. Ένα άλλο γεγονός- εκτός από το σταδιακό κλείσιμο των συνόρων, ήταν η άρνηση των Γιουγκοσλάβων να επιτρέψουν τη διέλευση τρένων με πολεμικό υλικό για τους αντάρτες από τη Βουλγαρία προς το Μοναστήρι λόγω της στάσης του ΚΚΕ στη διένεξη Στάλιν-Τίτο.
Σύμφωνα με έκθεση του ηγετικού στελέχους του ΚΚΕ Πέτρου Ρούσου, η γιουγκοσλαβική στρατιωτική βοήθεια είχε μειωθεί από το καλοκαίρι του 1948, έκλεισαν τα κέντρα εκπαίδευσης των ανταρτών στο Μπούλκες και την Μπέλα Τσέρκβα, επιβλήθηκαν περιορισμοί στη διέλευση των συνόρων κ.λπ.
Άλλο βασικό γεγονός ήταν η εκδήλωση της δυσαρέσκειας του Στάλιν για την εξέλιξη του ανταρτοπόλεμου στην Ελλάδα, που την εξέφρασε στο Κρεμλίνο στις 10 Φεβρουαρίου 1948, σε συνάντηση ηγετικών στελεχών της Σοβιετικής Ένωσης, της Βουλγαρίας και της Γιουγκοσλαβίας.
Η ηγεσία του ΚΚΕ (Ζαχαριάδης και Ιωαννίδης) ενημερώθηκαν στις αρχές Μαρτίου 1948 στο Βελιγράδι από τους Τίτο, Καρντέλι και Ράνκοβιτς.
Τα γεγονότα της Γιουγκοσλαβίας οδήγησαν σε νέα φάση τον ανταρτοπόλεμο στην Ελλάδα, δεδομένου ότι οι αντάρτες ήθελαν να δείξουν δυναμισμό με την νέα ηγεσία τους και παράλληλα ο ελληνικός στρατός υπό την ηγεσία του Παπάγου, και την αμερικανική βοήθεια, θα έπρεπε να παρουσιάσει νίκες.
Ήδη είχε αποκρουστεί η επίθεση κατά την Φλώρινας, είχε καταληφθεί από τον στρατό ο ορεινός όγκος της Μουργκάνας, και η ανταρσία είχε κατασταλεί στην Πελοπόννησο. Ο κλοιός στένευε γύρω από το Γράμμο.
Η βοήθεια του Τίτο προς τους αντάρτες
Την μορφή της στήριξης που παρείχαν οι Γιουγκοσλάβοι περιέγραψε το 1948 ο πρέσβης των ΗΠΑ στο Βελιγράδι, με αναφορά του, που σώζεται στα Αμερικανικά Εθνικά Αρχεία.
Συγκεκριμένα ο πρέσβης των ΗΠΑ στο Βελιγράδι Κάβεντις Κάννον με προσωπική επιστολή του προς το υπουργό Εξωτερικών Τζωρτζ Μάρσαλ, στις 22 Μαρτίου 1948, παρουσίασε μια ανάλυση του Γιουγκοσλαβικού Προγράμματος Βοήθειας για τους Έλληνες αντάρτες, όπως αυτό είχε αναπτυχθεί τους τελευταίους τρεις μήνες, από την δημιουργία στις 24 Δεκεμβρίου 1947, της λεγόμενης «Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης της Ελεύθερης Ελλάδας».
Ο Κάννον διατύπωνε τις απόψεις της Πρεσβείας, σχετικά με τη σημασία της παρεχόμενης βοήθειας και τη σημασία του προγράμματος στον καθορισμό της τρέχουσας τότε πολιτικής σχέσης μεταξύ της Γιουγκοσλαβικής Κυβέρνησης και της «χούντας» του Μάρκου (σ.σ. έτσι ακριβώς την αποκαλούσε).
Η μελέτη της Πρεσβείας για αυτό το Πρόγραμμα την έπεισε ότι τα ακόλουθα συμπεράσματα δικαιολογούνται πλήρως από τέτοια στοιχεία, που ήταν τότε διαθέσιμα:
(1) Ότι η Γιουγκοσλαβική Κυβέρνηση παρέχει οικονομική βοήθεια και στήριξη στους Έλληνες αντάρτες αυτή τη στιγμή οικονομικά μεν, μέσω της Επιτροπής Βοήθειας, διπλωματικά δε, με την ημιεπίσημη υποστήριξη σε διάφορους ανθρώπους του Μάρκου.
Δηλαδή εκτός της στρατιωτικής βοήθειας, μέσω υλικοτεχνικής και άλλης υποστήριξης· παρέχεται βοήθεια και στον τομέα του επηρεασμού της κοινής γνώμης, με την επέκταση και ενίσχυση των προπαγανδιστικών της δομών.
(2) Ότι αυτές οι πράξεις συνολικά πλησιάζουν σε μια de facto αναγνώριση της «Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης της Ελεύθερης Ελλάδας».
(3) Ότι αυτή η οικονομική βοήθεια και η στήριξη στους Έλληνες αντάρτες ισοδυναμούν με κατάφωρη παραβίαση του Ψηφίσματος της Γενικής Συνέλευσης της 21ης Οκτωβρίου 1947, το οποίο καλούσε τη Γιουγκοσλαβία (και την Αλβανία και τη Βουλγαρία) «… να μην κάνουν τίποτα που θα μπορούσε να παράσχει οικονομική βοήθεια και στήριξη στους εν λόγω αντάρτες» και «… να συνεργαστούν για την επίλυση των διαφορών τους με ειρηνικά μέσα».
(4) Ότι τόσο ο σημερινός όγκος αυτής της, της οικονομικής βοήθειας και στήριξης στους Έλληνες αντάρτες όσο και οι εγγενείς δυνατότητες επέκτασής τους, απαιτούν διεθνή γνώση και διορθωτική δράση ως απαραίτητα συμπληρώματα στη στρατιωτική εκστρατεία της ελληνικής κυβέρνησης κατά των ανταρτών και στη συνολική διευθέτηση των απειλών κατά της πολιτικής ανεξαρτησίας και της εδαφικής ακεραιότητας της Ελλάδας.
Η προσέγγιση των Γιουγκοσλάβων προς την Ελλάδα
Η μεγάλη διένεξη Στάλιν-Τίτο επέφερε αλλαγές στη στάση της Γιουγκοσλαβίας έναντι της Ελλάδας και αυτό φάνηκε από το 1949. Η Γιουγκοσλαβία επεδίωκε να αποκαταστήσει τις σχέσεις με την Ελλάδα, γιατί βρέθηκε απομονωμένη από τα άλλα κομμουνιστικά καθεστώτα. Διαφωτιστικά και πάλι είναι τα Αμερικανικά Εθνική Αρχεία.
Ο Πρέσβης των ΗΠΑ στην Ελλάδα Χένρυ Γκρέιντυ, με άκρως απόρρητη έκθεσή του προς τον Υπουργό Εξωτερικών Ντιν Άτσεσον στις 18 Μαρτίου 1949, μετέδιδε άγνωστες πληροφορίες, που έδειχναν απόλυτη αλλαγή της στάσης της Γιουγκοσλαβίας.
Οι πληροφορίες που μετέδιδε προέρχονταν από τον Έλληνα διπλωμάτη Παναγιώτη Πιπινέλη.
Ο Πιπινέλης, συζητώντας την οικονομική πολιτική των ΗΠΑ έναντι της Γιουγκοσλαβίας με τον Γκρέιντυ, είχε την αισιοδοξία και την τόλμη, να περιγράψει και να προτείνει ότι η ελπίδα της υπερδύναμης να επιφέρει σταδιακή και διαρκή αλλαγή στη γιουγκοσλαβική πολιτική απέναντι στην Ελλάδα, θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί πιο γρήγορα από ό,τι αναμενόταν.
Είχε στο μυαλό του, ιδιαίτερα δύο εξελίξεις, τις οποίες θεωρούσε σημαντικές και αυτές ήταν σχετικά άγνωστες, γιατί δεν είχαν δοθεί τότε λεπτομέρειες στη δημοσιότητα.
Πρώτον, ο Γιουγκοσλάβος Πρόξενος της Θεσσαλονίκης είχε περαιτέρω συνομιλία με τον Έλληνα επίσημο που ήταν υπεύθυνος για την ελεύθερη ζώνη του λιμανιού της Θεσσαλονίκης. Η συνάντηση των δύο αρμοδίων έγινε τυχαία και περπάτησαν μαζί στην ελεύθερη ζώνη του λιμανιού.
Σε ερώτηση του Έλληνα γιατί οι Γιουγκοσλάβοι δεν επισκευάζουν το τμήμα του ελεύθερου λιμανιού τους, ο Γιουγκοσλάβος Πρόξενος απάντησε ότι αυτό δεν τους ανησυχεί αφού μπορεί να γίνει εύκολα και γρήγορα.
Αυτό που προκαλεί ανησυχία στους Γιουγκοσλάβους, είπε, είναι λίγα χιλιόμετρα σιδηροδρόμου μέσα σε ελληνικό έδαφος έως έξω στα γιουγκοσλαβικά σύνορα, που καταστράφηκαν εν μέρει και συνεχώς βρίσκονται υπό συνεχή απειλή από τους αντάρτες.
(σ.σ. Υπενθυμίζεται ότι οι αντάρτες συνήθιζαν να κάνουν ανατινάξεις τμημάτων σιδηροδρομικών γραμμών και να εκτροχιάζονται τα τρένα).
Οι Γιουγκοσλάβοι θα έπρεπε να επιτύχουν κάποια αλλαγή σε αυτή την κατάσταση, εφόσον τα εμπορεύματά τους αποστέλλονταν μέσω της Θεσσαλονίκης.
Πρόσθεσε, χαρακτηριστικά, ότι τα ορυκτά από τα ορυχεία της Τρέπκα, που πήγαιναν απευθείας στην Τσεχοσλοβακία, μπορούσαν σύντομα να στερηθούν την τελευταία διέξοδο στο εξωτερικό (σ.σ. Λόγω της απομόνωσης της Γιουγκοσλαβίας από τα άλλα κομμουνιστικά κράτη) και στη συνέχεια θα πρέπει πλέον να εξάγονται μόνο μέσω της Θεσσαλονίκης.
Ο Πρόξενος άφησε να εννοηθεί ότι σύντομα θα υπήρχε επίσημη γιουγκοσλαβική προσέγγιση προς τους Έλληνες για την ελεύθερη ζώνη του λιμανιού της Θεσσαλονίκης.
Δεύτερον και πιο σημαντικό γεγονός ήταν η αίσθηση που υπήρχε στην ελληνική πλευρά, για πιθανή «σύγκρουση» μεταξύ δύο χωρών.
Ένας γιουγκοσλάβος κομμουνιστής πράκτορας προσέγγισε έναν αξιωματικό πληροφοριών για να ρωτήσει εάν οι Έλληνες θα ενδιαφέρονταν να συζητήσουν με τους Γιουγκοσλάβους το γενικό ερώτημα για τη βελτίωση των σχέσεων δύο χωρών.
Ο Έλληνας αξιωματικός (τον οποίο οι Γιουγκοσλάβοι θεωρούσαν αξιόπιστο και δεν τον γνώριζαν ως Έλληνα αξιωματικό πληροφοριών) αφού έλαβε οδηγίες από τον Πιπινέλη, απάντησε καταφατικά και στη συνέχεια έγινε δεκτός στη Γιουγκοσλαβική Πρεσβεία από τον γραμματέα της Βέζελιν Μαρτίνοβιτς, ο οποίος είχε φτάσει πρόσφατα από το Βελιγράδι.
Του παρέδωσε ένα δακτυλογραφημένο χαρτί γραμμένο στα γαλλικά, το οποίο είχε στην κατοχή του ο Πιπινέλης, που το διάβασε σε δύο αξιωματικούς της Πρεσβείας.
Το έγγραφο πρότεινε, οι Έλληνες και οι Γιουγκοσλάβοι, να ορίσουν εκπροσώπους για να συναντηθούν σε ουδέτερο έδαφος για να συζητήσουν το ενδεχόμενο μιας καθορισμένης «ατζέντας» θεμάτων μεταξύ δύο χωρών.
Δεν προτάθηκαν τελικά όροι ή κάποια ατζέντα. Το έγγραφο, τόνιζε την ανάγκη διατήρησης του περιεχομένου του ως άκρως απορρήτου.
Ο Πιπινέλης δήλωνε προς την αμερικανική πλευρά ότι οι κομμουνιστικές οργανώσεις πληροφοριών, είναι μετά βεβαιότητος, χωρισμένες σε δύο ομάδες, μία υπέρ του Τίτο και άλλη μία υπέρ της Κομινφόρμ.
Κατά την άποψη των Αμερικανών, ο Πιπινέλης, σκόπευε να επιστήσει την προσοχή για την εξέλιξη αυτή, μόνο στον υπουργό Εξωτερικών Κωνσταντίνο Τσαλδάρη, τον αρχιστράτηγο Αλέξανδρο Παπάγο και τον Βρετανό Πρέσβη, αναμένοντας να δοθεί καταφατική απάντηση μέσω του ίδιου καναλιού, ώστε να προσπαθήσει να επισπεύσει την προτεινόμενη συνάντηση.
Είχε πρόθεσή μάλιστα να ορίσει Έλληνα εκπρόσωπο, που δεν θα ήταν αρχικά γνωστός.
Ο ίδιος ο Τίτο τον Απρίλιο του 1950 πλέον σε συνέντευξή Τύπου αναφέρθηκε στην ανάγκη της αποκατάστασης των σχέσεων της χώρας του με την Ελλάδα, υπογραμμίζοντας ότι με την κίνηση αυτή θα επιλυθεί και το ζήτημα των συγκοινωνιών και της επικοινωνία της χώρας του με το έξω κόσμο.
Ο Τίτο υπενθύμισε επίσης ότι η χώρα του θα έχει σημαντικά οικονομικά ωφελήματα από την χρήση της Ελεύθερης ζώνης στον λιμένα της Θεσσαλονίκης.
Και οι Βούλγαροι…
Ο Πιπινέλης ανέφερε ένα περαιτέρω περιστατικό στον Αμερικανό πρέσβη Γκρέιντυ, το οποίο θεώρησε ότι υποδήλωνε επικείμενη δράση της Κομινφόρμ εναντίον του Τίτο. Είπε ότι ο Έλληνας εκπρόσωπος στο Βερολίνο προσεγγίστηκε από άτομο, που ήθελε να φέρει σε επαφή μέλος του Βουλγαρικού υπουργικού συμβουλίου με Έλληνα εκπρόσωπο.
Ο Έλληνας εκπρόσωπος όρισε ανεπισήμως Έλληνα για να συνoμιλήσει με Βούλγαρο αξιωματούχο, που υποστήριζε την επικείμενη καταστροφή του Τίτο και πρότεινε να συναντηθούν Έλληνες και Βούλγαροι… για αμοιβαίο όφελος!
Στο τέλος της συνομιλίας έδωσε χάρτη, που υποδήλωνε διχοτόμηση της Νότιας Γιουγκοσλαβίας δίνοντας στους Βούλγαρους ευρύ διάδρομο προς… την Αδριατική, συμπεριλαμβανομένου του Δυρραχίου στις Αλβανικές ακτές.
Μέρος της Γιουγκοσλαβίας και της Αλβανίας κάτω από αυτόν τον διάδρομο, θα δινόταν… στην Ελλάδα, ενώ η ελληνική Θράκη θα έμενε ανέπαφη!!!
Αυτός ο χάρτης προωθήθηκε στην Αθήνα και ο Πιπινέλης επρόκειτο να τον δείξει σε αξιωματούχο της Πρεσβείας των ΗΠΑ, όταν θα ερχόταν στην κατοχή του.
Δεν είχε, φυσικά, καμία πρόθεση να απαντήσει στη Βουλγαρία, τόνιζε ο Γκρέιντυ.
Πάντως ο πρέσβης Γκρέιντυ είχε μεταφέρει στον μόνιμο υφυπουργό Παναγιώτη Πιπινέλη τα κυριότερα χαρακτηριστικά της αμερικανικής οικονομικής πολιτικής έναντι της Γιουγκοσλαβίας, ώστε να είναι ενήμερος.
Σε τηλεγράφημά του αργότερα, στις 4 Απριλίου 1949, από την Αθήνα, ανέφερε ότι οι γιουγκοσλαβικές αρχές είχαν ανταποκριθεί θετικά στην ελληνική πρόταση και είχαν εξουσιοδοτήσει τον Βέζελιν Μαρτίνοβιτς, Γραμματέα της Γιουγκοσλαβικής Αντιπροσωπείας στην Αθήνα, να συναντηθεί με υψηλόβαθμο αξιωματούχο, που επρόκειτο να οριστεί από την Ελληνική Κυβέρνηση για τον καθορισμό του τόπου, των συνθηκών και των προσωπικοτήτων για συνομιλίες των δύο κυβερνήσεων.
Μεταγενέστερα μηνύματα από την Αθήνα και το Βελιγράδι αναφέρονταν σε διαψεύσεις του γιουγκοσλαβικού Τύπου για φήμες σχετικά με ελληνογιουγκοσλαβικές διαπραγματεύσεις και τη συνεχιζόμενη καθυστέρηση στην προγραμματισμένη συνάντηση Ελλήνων και Γιουγκοσλάβων εκπροσώπων.
Σε τηλεγράφημα όμως της 21ης Απριλίου 1949 από την Αθήνα, ο Πιπινέλης ενημέρωνε τον Γκρέιντυ ότι διατηρούνταν ακόμη κάποιες επαφές μεταξύ Ελλήνων και Γιουγκοσλάβων πρακτόρων, αλλά ότι δεν είχε σημειωθεί καμία πρόοδος.
Ο Πιπινέλης υποστήριξε ότι οι Γιουγκοσλάβοι ισχυρίστηκαν ότι δυσκολεύονται να συνεχίσουν τις διαπραγματεύσεις ως αποτέλεσμα των δηλώσεων του Υπουργού Εξωτερικών Τσαλδάρη για πιθανή βελτίωση των ελληνο-γιουγκοσλαβικών σχέσεων.
Βέβαια, μπορεί η πολιτική του Τίτο, να ωφέλησε κατά ένα μέρος την Ελλάδα, γιατί η διαφωνία του με τον Στάλιν, οδήγησε στη διακοπή της στήριξής του προς τους αντάρτες. Όμως η συνολική πολιτική του προς τη χώρα μας, δεν υπήρξε ποτέ επωφελής.
ΠΗΓΕΣ: Εθνικά Αρχεία των ΗΠΑ (https://history.state.gov/historicaldocuments/frus1949v06/d132)
Ακολουθήστε την mixanitouxronou.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε τις σημαντικότερες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στη mixanitouxronou.gr