Στις 22 Φεβρουαρίου 1935, ξεκίνησε η δίκη των πρωταιτίων για την απόπειρα δολοφονίας εναντίον του Ελευθερίου Βενιζέλου, στις 6 Ιουνίου 1933, στη Λεωφόρο Κηφισίας.
Έμεινε στην ιστορία ως η δίκη που δεν ολοκληρώθηκε ποτέ και, ως εκ τούτου, δεν βγήκε πλήρως στο “φως” η αλήθεια για το παρακράτος που ήθελε νεκρό τον διατελέσαντα επτά φορές πρωθυπουργό της Ελλάδας.
Από τις πρώτες ημέρες της ανάκρισης, διαφάνηκε ότι στην απόπειρα εμπλέκονταν υψηλά ιστάμενα πρόσωπα της αντιβενιζελικής παράταξης.
Οι υποψίες στράφηκαν αμέσως εναντίον του διοικητή της Γενικής Ασφάλειας και προσωπική επιλογή του τότε πρωθυπουργού, Παναγή Τσαλδάρη, Ιωάννη Πολυχρονόπουλο.
Η εμπλοκή του προκάλεσε τριγμούς στο κυβερνητικό στρατόπεδο, ενώ και ο Τύπος δεν δίστασε να ασκήσει δριμεία κριτική στο πρόσωπό του. Η εφημερίδα “Καθημερινή” έγραψε χαρακτηριστικά:
“Εις ώραν καθ’ ην αποβαίνει αδύνατος πάσα διατύπωσις σκέψεως επί της χθεσινής οικτράς απόπειρας, αισθανόμεθα, ως πρώτον, πρόχειρον αίσθημα, ότι αποτελεί ζήτημα τιμής διά το Κράτος και την κυβέρνησιν η σύλληψις των εγκληματιών […]
Η ενεργούσα Αστυνομική Διεύθυνσις είναι η κατάλληλος διά το έργον αυτό;… Ημείς αμφιβάλλομεν. Και δι’ αυτό θα ηθέλαμεν ως πρώτη απάντησις εις τας χθεσινάς σφαίρας να δοθή η παραίτησις του διευθυντού της Γεν. Ασφαλείας. Διότι ο κ. Πολυχρονόπουλος είναι πιθανώς Διευθυντής, αλλ’ αυτή δεν είναι Ασφάλεια“.
Ποιοι βρέθηκαν στο εδώλιο του κατηγορούμενου
Εκτός από τον Πολυχρονόπουλο, συνελήφθη επίσης ο αστυνομικός Αθανάσιος Δικαίος με την κατηγορία της ηθικής αυτουργίας. Οι φυσικοί αυτουργοί ήταν τέσσερις και δεν άργησαν να συλληφθούν.
Επικεφαλής τους ήταν ο αμνηστευμένος λήσταρχος Καραθανάσης. Δεν συνελήφθη από την Αστυνομία, αλλά από απόστρατους βενιζελικούς αξιωματικούς, τον Οκτώβριο του 1934. Οι άλλοι τρεις ονομάζονταν: Φρυτζαλάς, Σουλιώτης και Φασουλάς.
Άλλα πρόσωπα που εμπλέκονταν στο σχέδιο δολοφονίας του Κρητικού πολιτικού και παραπέμφθηκαν σε δίκη ήταν ο Νίκος Πολυχρονόπουλος, έμπορος και αδερφός του Ιωάννη που φέρεται να προμήθευσε το αυτοκίνητο στους δράστες, και οι αστυνομικοί Μαρκάκος, Κολλάτος, Κουρεμπανάς και Τζαμαλούκας.
Συνολικά 18 άτομα έκατσαν στο εδώλιο του κατηγορουμένου, ενώ, παράλληλα, δεκάδες μάρτυρες υπεράσπισης και κατηγορίας προσήλθαν.
Κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας, αποκαλύφθηκε ότι διατέθηκαν 2.000.000 δραχμές για την επίτευξη του σχεδίου. Ο χρηματοδότης παρέμεινε άγνωστος.
Παρ’ όλ’ αυτά, η “δίκη της απόπειρας” δεν ολοκληρώθηκε ποτέ. Αναβλήθηκε επ’ αόριστον, διότι μεσολάβησε το αποτυχημένο φιλοβενιζελικό κίνημα της 1ης Μαρτίου 1935.
Ο βασιλιάς Γεώργιος Β’ επέστρεψε από την εξορία με νόθο δημοψήφισμα του 1935 και ο Βενιζέλος έφυγε για το Παρίσι, όπου πέθανε στις 18 Μαρτίου 1936.
Παράλληλα, η δικαιοσύνη δεν παρέμεινε ανεξάρτητη και απερίσπαστη στο έργο της. Οι κυβερνητικές παρεμβάσεις, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την αντικατάσταση του ανακριτή Τζωρτζάκη που πέτυχε τη σύλληψη αρκετών αυτουργών, συσκότισαν την έρευνα και είχαν ως αποτέλεσμα να μείνει η υπόθεση για πάντα “στο συρτάρι”.
Οι 66 σφαίρες που συγκλόνισαν το πανελλήνιο
Στις 11 το βράδυ της 6ης Ιουνίου 1933, ο Βενιζέλος και η σύζυγός του, Έλενα Βενιζέλου-Σκυλίτση έφευγαν από το σπίτι της Πηνελόπης Δέλτα στην Κηφισιά, όπου είχαν πάει για να δειπνήσουν. Επέβαιναν σε αυτοκίνητο τύπου “Πακάρ”, ενώ ακολουθούσε ένα “Φορντ” με τους άνδρες ασφαλείας.
Με μία “Κάντιλακ” οι επίδοξοι δολοφόνοι είχαν στήσει ενέδρα στον Παράδεισο Αμαρουσίου. Αφού έκλεισαν το δρόμο στο αυτοκίνητο ασφαλείας, έριξαν τις πρώτες φονικές ριπές.
Το μένος τους ήταν τόσο μεγάλο που γάζωσαν το αυτοκίνητο με συνολικά 66 σφαίρες.
Ο σωματοφύλακας του Βενιζέλου, Ιωάννης Μαρκάκης, που επέβαινε στο συνοδευτικό όχημα, δέχθηκε σφαίρα στο κεφάλι και, τρεις ημέρες αργότερα, άφησε την τελευταία του πνοή στο νοσοκομείο “Ευαγγελισμός”.
Η Έλενα Βενιζέλου διακομίστηκε στο ίδιο νοσοκομείο ελαφρά τραυματισμένη. Τραυματίας υπήρξε και ο Ιωάννης Νικολάου, οδηγός του “Πακάρ”, το οποίο σώζεται μέχρι σήμερα στην Οικία-Μουσείο Ελευθερίου Βενιζέλου στη Χαλέπα Χανίων.
Ο Βενιζέλος μεταφέρθηκε στον “Ευαγγελισμό” χωρίς κάποιο τραύμα. Για μία ακόμη φορά, κατάφερε να βγει αλώβητος και να επιβιώσει.
Η παρ’ ολίγον δολοφονία του σόκαρε την κοινή γνώμη και έγινε πρώτη είδηση στον Τύπο της εποχής. Οι Έλληνες πολίτες αποδοκίμασαν την εγκληματική ενέργεια με πληθώρα ψηφισμάτων και τηλεγραφημάτων.
Η δοξολογία που τελέστηκε στη Μητρόπολη Αθηνών “επί τη διασώσει του κ. και της κ. Βενιζέλου” έλαβε χαρακτήρα παλλαϊκής συγκέντρωσης. Η κυβέρνηση ήταν απούσα από τις εκδηλώσεις.
Ο Βενιζέλος “στην αντεπίθεση”
Στην κατάθεσή του στον ανακριτή Τζωρτζάκη, ο Βενιζέλος ήταν κατηγορηματικός: “Τα ελατήρια του εγκλήματος είναι αναμφισβητήτως πολιτικά“.
Χαρακτήρισε ως πολιτικά υπεύθυνους τον πρωθυπουργό Τσαλδάρη και τον υπουργό Στρατιωτικών, Γεώργιο Κονδύλη, ενώ εξαίρεσε από κάθε υπόνοια τον υπουργό Άνευ Χαρτοφυλακίου, Ιωάννη Μεταξά.
Αντιθέτως, ο Κρητικός πολιτικός κατονόμασε με μεγάλη βεβαιότητα ως οργανωτή της εγκληματικής ενέργειας τον Πολυχρονόπουλο:
“Βαθειά είναι η πεποίθησή μου ότι το έγκλημα εμελετήθη, εσχεδιάσθη και ωργανώθη υπό την προστασίαν ωρισμένων οργάνων της Αρχής και κυριώτερον όλων τούτων, όχι ίσως το μόνον, πιστεύω ότι ήτο ο Διευθυντής της Δημοσίας Ασφαλείας, Ι. Πολυχρονόπουλος“.
Λίγες ημέρες μετά, στις 15 Οκτωβρίου 1935, ο αρχηγός του Κόμματος των Φιλελευθέρων βρέθηκε στα Χανιά. Απευθυνόμενους συνειδητά στους οπαδούς του και νοερά στους πολιτικούς του αντιπάλους, είπε ότι, σε περίπτωση που το σχέδιο δολοφονίας του επιτυγχανόταν, “την επιούσαν θα ήρχιζε περίοδος αγρίων αντεκδικήσεων, κατά την διάρκειαν των οποίων ολίγοι από τους επιδιώκοντας την δολοφονίαν θα επιζούσαν“.
Οι δηλώσεις Τσαλδάρη και οι “σκιές”
Στην αντίπερα όχθη, ο πρωθυπουργός, Παναγής Τσαλδάρης αποδοκίμασε το συμβάν και δήλωσε ότι “θα συλληφθούν οι δράστες οπωσδήποτε“.
Ο αρχηγός του Λαϊκού Κόμματος αιτιολόγησε τα λεγόμενά του με την εξής φράση: “διότι οι υπεύθυνοι υπουργοί και αστυνομικοί δεν θα διατηρηθούν εις τας θέσεις εάν δεν εκπληρώσουν μέχρι κεραίας το καθήκον των“.
Για τους περισσότερους, οι δηλώσεις του Τσαλδάρη αποτελούσαν έμμεση παραδοχή ότι, πίσω από τη δολοφονική απόπειρα, κρύβονταν κρατικοί λειτουργοί και αξιωματούχοι της Αστυνομίας.
Την ίδια στιγμή, ενδείξεις ηθικής αυτουργίας προέκυψαν και για δύο στελέχη του Λαϊκού Κόμματος, τον υπουργό Εσωτερικών, Ιωάννη Ράλλη και τον βουλευτή Οιτύλου, Πέτρο Μαυρομιχάλη. Όμως, η κυβερνητική πλειοψηφία δεν συναίνεσε στην άρση της βουλευτικής τους ασυλίας.
Διόλου τυχαία, η αντικατάσταση του ανακριτή Τζωρτζάκη συνέπεσε με την πρόοδο των ερευνών του και την αποκάλυψη της εμπλοκής των δύο παραπάνω κυβερνητικών στελεχών. Οι “σκιές” για τις ευθύνες ή την ανάμιξη της κυβέρνησής Τσαλδάρη δεν έπαψαν ποτέ να υπάρχουν.
Η πολύκροτη δίκη
Το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης και του Τύπου για την υπόθεση κορυφώθηκε κατά τη διάρκεια της εκδίκασής της. Μετά από τρεις αναβολές, η δίκη των πρωταιτίων άρχισε στις 22 Φεβρουαρίου 1935, στην τότε Σχολή Χωροφυλακής.
Πλήθος κόσμου συνέρρευσε στην αίθουσα του δικαστηρίου. Τα μέτρα ασφαλείας ήταν δρακόντεια, με χωροφύλακες και αστυφύλακες παραταγμένους στο προαύλιο.
Επιπλέον, “οι ένορκοι ετέθησαν υπό αστυνομικήν επιτήρησιν δια να μην επέλθη νέα ματαίωσις” της δίκης, έγραψε η εφημερίδα “Ακρόπολις” που κάλυψε το γεγονός με εκτενή ρεπορτάζ.
Το γύρο των πρωτοσέλιδων έκανε η εικόνα του λήσταρχου Καραθάναση να καπνίζει και να παίζει ατάραχος το κομπολόι του, μέσα από τα κάγκελα του κελιού του στη Σχολή Χωροφυλακής.
Τρεις από τους κατηγορούμενους μεταφέρθηκαν χωριστά, σύμφωνα με τα δημοσιεύματα της εποχής. Κατά τη μεταφορά του από τη φυλακή στην αίθουσα του δικαστηρίου, ο Αθανάσιος Δικαίος απάντησε σε σχετική ερώτηση δημοσιογράφων:
“Να γίνη η δίκη, βέβαια. Τι έχουμε κάμει για να φοβηθούμε;“.
Οι μαρτυρίες που “ξεσκέπασαν” τη δράση των πρωταιτιών
Εκτός από τις 2.000.000 δραχμές του άγνωστου χρηματοδότη, το μακροσκελές βούλευμα ανέφερε ότι η δολοφονική απόπειρα εναντίον του Βενιζέλου είχε σχεδιαστεί για τις 14 Απριλίου 1933.
Θα γινόταν στην περιοχή του Παλαιού Φαλήρου, “αλλ’ εματαιώθη, διότι οι δράστοι δεν επρόλαβον” να εκπυρσοκροτήσουν. Ακόμη δύο απόπειρες σχεδιάστηκαν, μία εκ των οποίων στη Βουλή, αλλά ούτε αυτές υλοποιήθηκαν.
Εφόσον οι δράστες σκότωναν τον σωφέρ και άφηναν το αυτοκίνητο “ακυβέρνητο”, ο λήσταρχος Καραθανάσης θα αποκεφάλιζε τον Βενιζέλο, ανέφερε επίσης το βούλευμα.
Οι μαρτυρίες της Έλενας Βενιζέλου και του σωφέρ Ιωάννη Νικολάου για τα τεκταινόμενα της 6ης Ιουνίου ήταν αποκαλυπτικές. Οι λεκτικοί διαξιφισμοί μεταξύ συνηγόρων πολιτικής αγωγής και συνηγόρων υπεράσπισης ήταν αρκετά συχνοί. Η Έλενα Βενιζέλου κατέθεσε:
“΄Όταν ηκούσαμε πυροβολισμούς, ο άνδρας μου μου είπε “Κάτω!”. Πήρε το κεφάλι μου και το έβαλε στα γόνατα“
Άλλος μάρτυρας υποστήριξε ότι ο Βενιζέλος και το σπίτι του παρακολουθείτο λίγες ημέρες πριν δοθεί το “πράσινο φως” για τη δολοφονία του.
Ο υπομοίραρχος και μέλος της Ασφάλειας του Βενιζέλου, Κουφογιαννάκης κατέθεσε ότι ο Κουρεμπανάς κατασκόπευε έξω από το σπίτι της Πηνελόπης Δέλτα τη νύχτα της απόπειρας.
Στο ίδιο πνεύμα, ο σωφέρ Νικολάου κατέθεσε ότι, πριν φτάσουν στην οικία των Δέλτα, αντιλήφθηκε μια μηχανή με τρεις επιβάτες.
“Δεν διέκρινα πρόσωπα, αλλά παρωμοίασα την μηχανήν με μίαν άλλην που μας παρακολουθούσε εις το Φάληρον προ δύο ημερών“, συμπλήρωσε.
Ένας από τους πιο σημαντικούς μάρτυρες κατηγορίας ήταν ο ιατροδικαστής Γεωργιάδης. Εξέφρασε την απόλυτη βεβαιότητά του ότι μια κατασχεθείσα αραβίδα ανήκε στον Φασουλά, εκ των συνεργατών του Καραθανάση, και χρησιμοποιήθηκε για τη δολοφονία του Βενιζέλου.
“Τόσον ο επικρουστήρ όσο και το άλλο μέρος του όπλου λόγω των επί του κάλυκος ιχνών και των αφλογιστιών μάς πείθουν κατά τρόπον αναντίρρητον ότι αυτό είνε το όπλον δια του οποίου επυροβολήθη το αυτοκίνητον του κ. Βενιζέλου“, ανέφερε ο ιατροδικαστής.
Το αποτυχημένο κίνημα της 1ης Μαρτίου
Τα επιβαρυντικά στοιχεία που προέκυψαν κατά τη δίκη της απόπειρας ήταν πολλά, αλλά δεν έμελλαν να έχουν αντίκρισμα.
Την 1η Μαρτίου 1935, εκδηλώθηκε κίνημα στο Ναύσταθμο με πρωτεργάτες τον ναύαρχο Δεμέστιχα και τον πλοίαρχο Κολιαλέξη. Τα “νήματα” κινούσε ο αυτοεξόριστος στη Γαλλία, Νικόλαος Πλαστήρας και ο Βενιζέλος είχε δώσει τη συγκατάθεσή του.
Στόχος των στασιαστών ήταν να αποτρέψουν την παλινόρθωση της μοναρχίας. Τελικά, η απόπειρα για πραξικόπημα όχι μόνο κατεστάλη με σχετική ευκολία από τις κυβερνητικές δυνάμεις, αλλά και επιτάχυνε την επιστροφή της βασιλευομένης δημοκρατίας.
Μετά την αποτυχία του κινήματος της 1ης Μαρτίου, ο Βενιζέλος ακολούθησε τον Πλαστήρα στην εξορία στη Γαλλία. Όσοι αξιωματικοί συμμετείχαν στην εξέγερση, όπως ο Στέφανος Σαράφης και οι αδελφοί Τσιγάντες, παραπέμφθηκαν σε έκτακτο στρατοδικείο.
Καταδικάστηκαν, ταπεινώθηκαν δημόσια και αποτάχθηκαν από το στράτευμα. Χιλιάδες αξιωματικοί του στρατού, του ναυτικού και της αεροπορίας αποτάχθηκαν και τρεις εκτελέστηκαν. Πολίτες που ήταν γνωστοί για τις φιλοβενιζελικές τους θέσεις εκδιώχθηκαν από τις δημόσιες υπηρεσίες.
Μάλιστα, οι στρατοδίκες καταδίκασαν ερήμην και με προφανή εκδικητική διάθεση τον Βενιζέλο και τον Πλαστήρα εις θάνατον, καθώς επίσης και άλλους βενιζελικούς σε φυλάκιση.
Παράλληλα, μπήκε “ταφόπλακα” στις προσπάθειες να αποδοθεί δικαιοσύνη. Η δίκη των πρωταιτίων της 6ης Ιουνίου 1933 δεν ολοκληρώθηκε ποτέ και οι κατηγορούμενοι απλά αποφυλακίστηκαν.
Πώς φτάσαμε στην 6η Ιουνίου 1933
Η απόπειρα της 6ης Ιουνίου 1933 δεν ήταν άσχετη με το έντονα διχαστικό κοινωνικό και πολιτικό κλίμα της εποχής. Ήδη πριν από τη Μικρασιατική Καταστροφή, η Ελλάδα ταλανιζόταν από τη διαμάχη βενιζελικών και αντιβενιζελικών, Κόμματος Φιλελευθέρων και Λαϊκού Κόμματος.
Όπως αναφέρει ο Καθηγητής Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας στο ΑΠΘ, Ιάκωβος Μιχαηλίδης, η απόπειρα δολοφονίας του Βενιζέλου ήταν η “κορύφωση μιας μελανής διαδρομής μίσους και πολιτικών χτυπημάτων που χαρακτήρισε την περίοδο του Μεσοπολέμου” και που οδήγησε τελικά στην κατάλυση του κοινοβουλευτισμού, με την επιβολή της δικτατορίας του Ιωάννη Μεταξά στις 4 Αυγούστου 1936.
Την επομένη των εκλογών της 5ης Μαρτίου 1933, όπου ο Βενιζέλος ηττήθηκε οριακά από τον Τσαλδάρη, εκδηλώθηκε στρατιωτικό κίνημα με πρωταγωνιστή τον Νικόλαο Πλαστήρα. Σκοπό είχε να εμποδίσει το Λαϊκό Κόμμα να σχηματίσει κυβέρνηση.
Ο Βενιζέλος δεν φαίνεται πως ενθάρρυνε τον Πλαστήρα, αλλά σίγουρα δεν τον απέτρεψε. Το μόνο βέβαιο είναι πως το κίνημα εξουδετερώθηκε και ο Πλαστήρας διέφυγε στο εξωτερικό.
Ακολούθως, ορίστηκε μεταβατική κυβέρνηση από τον Αλέξανδρο Οθωναίο και, στις 10 Μαρτίου 1933, ο Τσαλδάρης ορκίστηκε πρωθυπουργός.
Ακόμα και τότε, όμως, τα πάθη δεν καταλάγιασαν. Ο Βενιζέλος μπορεί να μην ήταν πια στην εξουσία, αλλά αυτό δεν περιόρισε τις εναντίον του εχθρικές διαθέσεις. Η εξόντωσή του εξακολουθούσε να αποτελεί ζητούμενο για τους αντιπάλους του.
Η τελευταία επεισοδιακή ομιλία του Βενιζέλου στη Βουλή
Στις 11 Μαΐου 1933, ο Ιωάννης Μεταξάς κατέθεσε πρόταση στη Βουλή να διωχθεί ποινικά ο Ελευθέριος Βενιζέλος για το κίνημα Πλαστήρα. Η συζήτηση ορίστηκε για την 15η Μαΐου 1933.
Στην κατάμεστη αίθουσα της Βουλής ο Μεταξάς έλαβε πρώτος το λόγο και εξέθεσε επί δύο ώρες τα γεγονότα της 5ης και 6ης Μαρτίου.
Στη συνέχεια, μίλησε ο Βενιζέλος. Δεν αναφέρθηκε στην κατηγορία που του προσήπταν, αλλά στο αποτυχημένο πραξικόπημα και τη στάση του απέναντι σε αυτό.
Η αγόρευση του Βενιζέλου συνεχίστηκε ως τη φράση: “Είχον λοιπόν ένα στρατηγόν επαναστάτην, όπως με κατηγόρησαν, ο οποίος προσέφερε μεγάλας υπηρεσίας εις τον τόπον…“.
Στο άκουσμα της φράσης αυτής, οι κυβερνητικοί βουλευτές ξεσηκώθηκαν και ακολούθησε πανδαιμόνιο. Ο Βενιζέλος διαπίστωσε ότι ήταν αδύνατο να επικρατήσει η τάξη και κατέβηκε από το βήμα. Μετά από λίγο επέστρεψε, αλλά επανέλαβε την αναφορά του στον Πλαστήρα.
Ο πρωθυπουργός Παναγής Τσαλδάρης δήλωσε ότι έληξε η συνεδρίαση, για να προλάβει πιθανή σύρραξη μεταξύ των βουλευτών των δύο παρατάξεων.
Αυτή ήταν και η τελευταία αγόρευση του Βενιζέλου στη Βουλή – και “ίσως η θρυαλλίδα που όπλισε τα χέρια των παρακρατικών“, με τα λόγια του Ιάκωβου Μιχαηλίδη.
Ήταν η τέταρτη και τελευταία απόπειρα δολοφονίας που δέχθηκε ο Κρητικός πολιτικός στα 72 χρόνια ζωής του. Οι τρεις προηγούμενες σημειώθηκαν στις Αρχάνες Ηρακλείου (5 Αυγούστου 1897), στη Θεσσαλία (1912) και στο σιδηροδρομικό σταθμό της Λυών (30 Ιουλίου 1920).
Οι πληροφορίες του κειμένου αντλήθηκαν από τις ακόλουθες πηγές:
- εφημερίδες “Ακρόπολις”, “Έθνος” και “Καθημερινή“
-
“Χρονικό του 20ού αιώνα”, εκδόσεις Δομική
- Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών και Μελετών “Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος”
Πηγές εικόνων κεντρικής φωτογραφίας: εφημερίδες “Ακρόπολις” και “Πατρίς”
Ακολουθήστε την mixanitouxronou.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε τις σημαντικότερες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στη mixanitouxronou.gr