Μόλις είχε φιλοτεχνήσει την Κοιμωμένη, το διασημότερο έργο του. Μπροστά του ανοιγόταν μια λαμπρή καριέρα και όλοι μιλούσαν για τα έργα του.
Όμως, στο απόγειο της καριέρας του, τον χειμώνα του 1877, “χτυπήθηκε” από νευρικό κλονισμό. Μια ερωτική απογοήτευση επιδείνωσε την κατάσταση της υγείας του και άρχισε να παραφρονεί. Τότε, όλοι άρχισαν να τον εγκαταλείπουν, μέχρι που τελικά κλείστηκε στο φρενοκομείο της Κέρκυρας, όπου έζησε περιθωριοποιημένος για 13 χρόνια.
Η μαρτυρία του αδερφού του
Το καλοκαίρι του 1878 αποφάσισε να πάει με τον αδερφό του στην Τήνο, για διακοπές. Τότε άρχισε να εμφανίζει τα πρώτα σημάδια της ψυχικής αστάθειας. Ο αδερφός του, Νικόλαος Χαλεπάς, που ταξίδεψε μαζί του, περιέγραψε:
“Την εποχή αυτή είχε αλλάξει τρόπους και χαρακτήρα. Πότε ήταν μελαγχολικός και πότε βίαιος. Αφού καθίσαμε, περίπου έναν μήνα, φύγαμε. Ο Γιαννούλης για την Αθήνα και εγώ για τα Αλάτσατα της Μικράς Ασίας. Μετά από λίγο καιρό παίρνω γράμμα του Γιαννούλη, πως δεν αισθάνεται καλά”.
Ταυτόχρονα, φτάνει στα χέρια του και το γράμμα της μητέρας του, στο οποίο περιέγραφε πως ο σπουδαίος γλύπτης “έχει μεταβληθεί ολότελα”. Έγραφε:
“Εργάζεται όσο δεν πρέπει, ενώ μου παραπονιέται πως υποφέρει από πονοκεφάλους κι έχει γίνει πολύ μελαγχολικός. Διαρκώς πηγαίνει στον γιατρό, μα η κατάσταση εξακολουθεί η ίδια”.
Ο Νικόλαος Χαλεπάς ειδοποίησε τον πατέρα τους, ο οποίος κατέφτασε αμέσως στην Αθήνα. Τον Απρίλιο του 1879 επέστρεψε στα Αλάτσατα μαζί με τον Γιαννούλη, για να επισκεφτεί τα θερμά λουτρά του τόπου, όπως τους είχε υποδείξει ο γιατρός. Τότε έκανε την πρώτη απόπειρα αυτοκτονίας. Ο Νικόλαος έγραψε:
“Από εκείνη τη στιγμή έπαψε να μιλάει και να δέχεται τροφή. Έφερα το γιατρό, διέταξε ψυχρολουσίες και μου είπε πως η ασθένειά του είναι πολύ σοβαρή. Τηλεγραφώ στον πατέρα την κατάσταση. Μου απαντά να τον πάω στη Σμύρνη, όπου θα έρθει κι αυτός”.
Οι καλύτεροι γιατροί της πόλης συνεδρίασαν και αποφάνθηκαν πως πρέπει αμέσως να εισαχθεί σε φρενοκομείο.
“Καθίσαμε στη Σμύρνη κάπου δύο εβδομάδες και μετά επιστρέψαμε στην Τήνο. Φτάσαμε καλά, αλλά δεν περιγράφεται τι γίνηκε όταν τον είδε η μητέρα σε αυτή την κατάσταση. Με κόπο κατορθώσαμε να του δώσουμε λίγη τροφή.
Η αρρώστια του άρχισε πια να παίρνει άλλη τροπή. Παραμιλούσε μοναχός του και μετά το γύριζε στο γέλιο. Ο πατέρας συμβουλεύτηκε και τον γιατρό Ζαλώνη, που ήταν και βουλευτής Τήνου και τον Μαρκόπουλο απ’ τη Σύρο. Αποφαίνονται κι αυτοί πως πρέπει να κλειστεί σε φρενοκομείο.”
Η μητέρα του, όμως, ήταν ανένδοτη. Δοκίμασαν διάφορες εναλλακτικές λύσεις, προκειμένου να αποφύγουν τον εγκλεισμό. Πήγαν ένα οικογενειακό ταξίδι στην Ιταλία, κλείστηκε για λίγο καιρό σε μοναστήρι της Τήνου, αλλά μάταια.
Η θεραπεία που ακολούθησε στην εκκλησία ήταν ιδιαίτερα σκληρή. Περιλάμβανε υποχρεωτική νηστεία, περιορισμό σε κελιά, δέσιμο σε καθαγιασμένους χώρους, προσευχές και εξορκισμούς.
Η κατάστασή του συνεχώς επιδεινωνόταν. Το 1888, ο Γιαννούλης Χαλεπάς εισήχθη στο φρενοκομείο της Κέρκυρας. Η διάγνωση ανέφερε:
“Ορκιζόμεθα ότι ο Γιαννούλης Χαλεπάς έπαθεν τας φρένας κατά το 1879 έτος. Τα πρώτα της φρενοπάθειας συμπτώματα ήταν γέλως άνευ λόγου, φόβοι, ενίοτε περί της ζωής του, ενίοτε επιτίθετο κατά του πατρός του και των οικείων του, έπασχεν ονειρώξεις συνεπεία αυνανισμού προελθόντος εξ αποτυχόντος έρωτος και λίαν πιθανώς τούτο είναι η κύρια του νοσήματος αιτία. Ακολούθως απεπειράθη πολλάκις να αυτοχειριασθή”.
Όταν ο Χαλεπάς πέρασε την πόρτα του φρενοκομείου, εγκαταλείφθηκε από όλους.
Κανείς δεν ήθελε να μιλάει γι’ αυτόν. Ούτε καν η οικογένειά του, η οποία ένιωθε περισσότερο ντροπή για εκείνον παρά αγάπη ή έστω οίκτο. Γι’ αυτό και συμφώνησαν να σταλθεί στην Κέρκυρα. Μακριά από την Τήνο, την Αθήνα και τον Πειραιά, όπου διατηρούσε ο πατέρας του εργοστάσιο μαρμαρογλυπτικής.
Στο φωτοτυπημένο έγγραφο από το “Βιβλίο κινήσεως του Φρενοκομείου Κέρκυρας” φαίνεται ότι κανένας από την οικογένειά του δεν τον επισκέφτηκε ποτέ. Μάλιστα, όταν χρεοκόπησε η οικογενειακή επιχείρηση, ο πατέρας του σταμάτησε να πληρώνει και τα “νοσήλια”.
Ο Χαλεπάς παρέμεινε στο φρενοκομείο για 13 χρόνια, 10 μήνες και 27 ημέρες. Για 13 χρόνια έζησε εγκαταλελειμμένος σε άθλιες συνθήκες διαβίωσης. Μικρά σκοτεινά κελιά, δωμάτια απομόνωσης, ανεπάρκεια προσωπικού και θεραπευτικών μέσων, συνωστισμός ασθενών, πειθαρχία, ξυλοδαρμοί και απάνθρωπες μέθοδοι καταστολής αποτελούσαν τη βάρβαρη καθημερινότητά του.
Η αυταρχική “τσατσα-Ρήνη”
Δύο χρόνια μετά τον θάνατο του πατέρα του, το 1900, η μητέρα του αποφάσισε να τον παραλάβει από το φρενοκομείο και να τον φέρει να ζήσει κοντά της στην Τήνο. Ο τυραννικός έλεγχος και η αποπνικτική προστασία της έκαναν τον Χαλεπά να βιώνει την επιστροφή στην πατρίδα του ως βασανιστήριο.
Η αυταρχική “τσατσα-Ρήνη”, όπως την αποκαλούσαν στο χωριό, κατέστρεφε οτιδήποτε σχεδίαζε ή δούλευε σε πηλό ο Γιαννούλης. Τον μάλωνε, τον αποθάρρυνε και τον απέτρεπε να ασχολείται με την τέχνη του, καθώς πίστευε ότι σ’ αυτήν οφείλεται η “επίκτητη πάθηση” του γιου της.
Ο Χαλεπάς έτρεφε ένα συσσωρευμένο μίσος για εκείνη. Μόνο με τον θάνατό της, το 1916, κατάφερε να νιώσει για πρώτη φορά ελεύθερος και να αφιερωθεί ολοκληρωτικά “στο μάλαγμα του πηλού”. Λέγεται ότι την ημέρα που η μητέρα του πέθανε, στάθηκε πάνω από το πτώμα της απαθής και αδιάφορος.
Ύστερα κατέβηκε στο υπόγειο και άρχισε να πλάθει ενώ στις ανιψιές του που μοιρολογούσαν, φέρεται πως είπε:
“Σωπάστε και εγώ θα πιάσω την τέχνη να δουλεύω”
Η αναγνώριση
Από το 1920 η υγεία του σταθεροποιήθηκε. Επιδόθηκε στα γλυπτά του και μέσα σε λίγα χρόνια το όνομά του αποκαταστάθηκε. Το 1924, κατέφτασε στον Πύργο Τήνου ο διευθυντής της Εθνικής Πινακοθήκης, Ζαχαρίας Παπαντωνίου, για να αξιολογήσει τα έργα του.
Την ίδια χρονιά το σπίτι του Έλληνα γλύπτη μετατράπηκε σε “τόπο προσκυνήματος” καλλιτεχνών και διανοούμενων, που συνέρρεαν για να θαυμάσουν τα γλυπτά του.
Το διαρκές ενδιαφέρον και η επιμονή του καθηγητή της Σχολής Καλών Τεχνών και στενού φίλου του Χαλεπά, Θωμά Θωμόπουλου, έπαιξε τον πιο αποφασιστικό ρόλο για την διάσωση και την ανάδειξη του μεγάλου Έλληνα γλύπτη και των έργων του. Με ομιλίες και παρουσιάσεις, ο Θωμόπουλος εξύμνησε την τέχνη του Χαλεπά στην Ακαδημία και άνοιξε τον δρόμο για την επιστροφή και υποδοχή του στον χώρο των καλλιτεχνών.
Το 1930, με παρότρυνση της ανιψιάς του, Ειρήνης, ήρθε στην Αθήνα και έμεινε στο σπίτι της, στην οδό Δαφνομήλη 35 στην πλαγιά του Λυκαβηττού. Από τις πρώτες του κινήσεις ήταν να επισκεφτεί το Α’ Νεκροταφείο Αθηνών και να “συναντήσει” την περίφημη Κοιμωμένη, ύστερα από 52 χρόνια.
Στις 23 Απριλίου του 1938 έμεινε σχεδόν παράλυτος, ύστερα από εγκεφαλικό επεισόδιο. Στις 15 Σεπτεμβρίου άφησε την τελευταία του πνοή.
Το Τελλόγλειο Ίδρυμα Τεχνών του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης παρουσιάζει το έργο του εμβληματικού Έλληνα γλύπτη μέσα από την έκθεση «Γιαννούλης Χαλεπάς: Δούναι και Λαβείν».
Στην έκθεση παρουσιάζονται περισσότερα από 150 έργα (γλυπτά, σχέδια, κατάστιχα). 80 από αυτά ανήκουν στη Συλλογή του Ιδρύματος Ωνάση, ενώ τα υπόλοιπα προέρχονται από τη Συλλογή Έργων Τέχνης του Τελλογλείου, την Εθνική Πινακοθήκη Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτσου, το Ίδρυμα Τηνιακού Πολιτισμού (ΙΤΗΠ) Τήνου και το Μουσείο Γιανούλη Χαλεπά Πύργου Τήνου, αλλά και από Ιδιωτικές Συλλογές.
Αντλήθηκαν πληροφορίες από την έκδοση: «Γιαννούλης Χαλεπάς, Ο νεωτεριστής», του Γιάννη Μπόλη. Επιμέλεια: Παρασκευή Κατημερτζή, Μαίρη Αδαμοπούλου, ΔΟΛ 2009
Ακολουθήστε την mixanitouxronou.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε τις σημαντικότερες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στη mixanitouxronou.gr