«Καπετάν Αντρέας Ζέπος», “Πως θα περάσει η Βραδιά”, «Πριν το χάραμα», «Σβήσε το φως να κοιμηθούμε”, είναι μερικά από τα αγέραστα τραγούδια που χάρισε ο Γιάννης Παπαϊωάννου στο λαϊκό τραγούδι. Καθήκον του θεωρούσε να ψυχαγωγεί τον κόσμο που ερχόταν στο μαγαζί του για να ξεδώσει από τα προβλήματα της καθημερινότητας.
Δεξιοτέχνης του μπουζουκιού, βιρτουόζος του μπαγλαμά υπηρέτησε το ελληνικό πεντάγραμμο με τη γραφή, τη μουσική και τη φωνή του. Στα κομμάτια του είχε στοιχεία καντάδας, μπάλου και ακούσματα από τη Μικρασία, όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε ως την ηλικία των οχτώ χρόνων. Τότε ορφάνεψε από τον πατέρα του, κάτι που λύγισε οικονομικά την οικογένεια, ενώ ακολούθησε η Μικρασιατική Καταστροφή, που ολοκλήρωσε την τραγωδία τους.
Κι αυτή τη φρίκη τη θυμάμαι σαν όνειρο. Χαλασμός κόσμου, αίμα, δυστυχία…
Το μεροκάματο και η βιοπάλη
Στην Ελλάδα ήρθε πολύ μικρός. Είχε να θρέψει τη μητέρα και τον εαυτό του. Έμειναν μαζί σε μια τσιμεντένια παράγκα στις Τζιτζιφιές. Γρήγορα ρίχτηκε αμέσως στη βιοπάλη και εγκατέλειψε το σχολείο σε μικρή ηλικία, όπως πολλά προσφυγόπουλα.
Έπιασε δουλειά ως ψαράς, στο πλευρό του φημισμένου Ανδρέα Ζέπου, τον οποίο θα έκανε αργότερα τραγούδι.
Εργάστηκε ως μαραγκός, σε οικοδομές, σε συνεργεία αυτοκινήτων και χαμάλης στο λιμάνι του Πειραιά, κουβαλώντας αμοχάλικο που το φόρτωνε στα ζώα. Όταν έγινε γνωστός συνθέτης βοήθησε όσους βρέθηκαν κοντά του. Καταφύγιο στις δυσκολίες αναζητούσε στη μουσική. Έτσι το 1928 ξεκίνησε να παίζει φυσαρμόνικα, αλλά τον κέρδισε προσωρινά το ποδόσφαιρο. Έπειτα από σοβαρό τραυματισμό του στον «Φαληρικό», όπου έπαιζε τερματοφύλακας, η μητέρα του έκανε δώρο ένα μαντολίνο για να παρατήσει τη μπάλα.
Πώς λάτρεψε το μπουζούκι
Κάποιο μεσημέρι σε ένα ταβερνάκι άκουσε το δίσκο το “Μινόρε του τεκέ”, του Γιάννη Χαλκιά. Ήταν η πρώτη φορά που άκουγε μπουζούκι. Το ερωτεύτηκε και το υπηρέτησε πιστά έως το τέλος της ζωής του. Θέλησε να αγοράσει ένα μπουζούκι. Χρήματα όμως δεν είχε. Αλλά και να είχε η μάνα του δεν θα τον άφηνε. Το μπουζούκι ήταν κακόφημο εκείνη την εποχή. Ο Γκινόπουλος το αφεντικό του στη δουλειά είχε ένα μπουζούκι. Όταν ο νεαρός ξεμπέρδευε από τη δουλειά, το άρπαζε κρυφά και μάθαινε τις πρώτες πενιές.
“Μπουζούκι, μου ’λεγε, έφερες εδώ πέρα, να σηκωθείς να φύγεις, και δως του τα ίδια και τα ίδια. Με έδιωξε. Έδιωξε η μάνα το παιδί για το μπουζούκι! Λες και ήταν φονικό όργανο. Κακόμοιρο όργανο, πόσα δεν τράβηξες κι εσύ μαζί με εμάς; Άσχετα αν σήμερα αυτό το όργανο το έκαναν μπαλαρίνα, όπως και τα λαϊκά τραγούδια”, έγραφε στην αυτοβιογραφία του «Ντόμπρα και σταράτα».
Επαγγελματικά με το τραγούδι ασχολήθηκε από το 1933 και μέσα σε δυο χρόνια το πρώτο δικό του τραγούδι ήταν στα στόματα όλων, αν και επισήμως σε δίσκο θα κυκλοφορούσε το 1937: ήταν η σπουδαία «Φαληριώτισσα», που έγινε αμέσως επιτυχία και του έδωσε έτσι τη δυνατότητα να συνεχίσει στα μουσικά πάλκα. Από τότε το 20χρονο παιδί από τις Τζιτζιφιές γνώρισε όλους τους γνωστούς ρεμπέτες και έγραψε πλήθος τραγουδιών που τον καθιέρωσαν στην πρώτη γραμμή των Ελλήνων λαϊκών συνθετών. Η μεταξική δικτατορία απαγόρευσε δια νόμου το ρεμπέτικο και εισήγαγε τη λογοκρισία όχι μόνο στους στίχους, αλλά και στη μουσική. Ο Παπαϊωάννου τότε μαζί με τον Χιώτη πήγαν μέχρι το γραφείο του Μεταξά για να τον πείσουν να ελαφρύνει τη λογοκρισία και να δώσει άδειες στα τραγούδια τους.
Η συνεργασία με τον Τσιτσάνη: “Ήταν πολύ εργάτης, ακούραστος”
Πολέμησε ως φαντάρος στην Αλβανία το 1940, ενώ την ίδια περίοδο έγινε μέλος της γνωστής «Πειραιώτικης Κομπανίας»: Μάρκος Βαμβακάρης, Στράτος Παγιουμτζής, Στέλιος Κερομύτης και Ανέστης Δελιάς. Έπαιξε μαζί τους σε όλη την Ελλάδα.
Ο Παπαϊωάννου βρισκόταν στη μεγάλη του ακμή και σε όποιον έγραφε τραγούδια, σκαρφάλωναν στις πρώτες θέσεις της δισκογραφίας.
Σύντομα ξέσπασε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος και ακολούθησαν τα δύσκολα χρόνια της Κατοχής. Εκείνος πιστός στη μουσική του συνέχιζε να παίζει και να ψυχαγωγεί όσο μπορούσε το κοινό. Σε ένα από αυτά μάλιστα, γνώρισε και τη γυναίκα του, Ευδοξία Καμπούρη, με την οποία απέκτησε τρία παιδιά.
Ο “μπαρμπα- Γιάννης” έγινε ο πρώτος λαϊκός συνθέτης που ταξίδεψε στην Αμερική
Το 1953 ταξίδεψε στο εξωτερικό για να τραγουδήσει στους απόδημους Έλληνες. Έτσι άνοιξε τον δρόμο και για άλλους δημιουργούς. Δύο χρόνια αργότερα ξεκίνησε τη συνεργασία του με τον Βασίλη Τσιτσάνη. Από τότε υπήρξαν αχώριστο δίδυμο.”Ήταν πολύ εργάτης, ακούραστος”, έλεγε ο Τσιτσάνης για τον φίλο του. Υπήρξαν στενοί συνεργάτες, κουμπάροι και γεννημένοι την ίδια ημέρα. Ο Παπαϊωάννου στις 18 Ιανουαρίου του 1913 και ο Τσιτσάνης στις 18 Ιανουαρίου του 1915.
Το ψάρεμα ήταν το μεγάλο του πάθος. Μάλιστα πολύ συχνά, τα χαράματα, όταν έφευγε από το νυχτερινό κέντρο, έτρεχε να βρει την ψαρόβαρκα του. Ο μπαρμπα-Γιάννης ήταν ψαράς, όπως είχε δηλώσει και στο δικαστήριο, τότε που πήγε και υπερασπίστηκε τον Σαββόπουλο για το ”Ντιρλαντά”.
Κανείς δε μπορεί να μου παραβγεί στο ψάρεμα. Γιατί εγώ περισσότερο από οτιδήποτε άλλο είμαι ψαράς. Μεγάλος ψαράς
To τροχαίο που του κόστισε τη ζωή
“Μπάρμπα Γιάννη γέρασες, πολλές φουρτούνες πέρασες,
κι από κοντά μας ήρθε ο Χάρος να σε πάρει”.
Την ίδια εποχή έγραψε και ο Βασίλης Τσιτσάνης ένα τραγούδι για το θάνατο του αγαπητού του φίλου Γιάννη Παπαϊωάννου με τίτλο “Ένα τραγούδι για τον Γιάννη”, το οποίο ερμήνευσε η Πόλυ Πάνου.
Διαβάστε επίσης στη “ΜτΧ”: «Έχω σιχαθεί το τραγούδι. Με έχουν κάνει να ζητάω τη μοναξιά στα πέλαγα και στα χωράφια». Γιατί ο Καζαντζίδης αυτοεξορίστηκε και έγινε ψαράς
Ειδήσεις σήμερα:
- Ο Μητσοτάκης διέγραψε από τη ΝΔ τον Αντώνη Σαμαρά. Τι του καταλογίζει o πρωθυπουργός. Η απάντηση Σαμαρά
- Η έκκληση του επικεφαλής του ΟΗΕ για το κλίμα. Σε εξέλιξη η διάσκεψη COP29. Τι αναφέρει
- Συνεχίζονται και κορυφώνονται αύριο οι εκδηλώσεις για την επέτειο του Πολυτεχνείου. Οι κυκλοφοριακές ρυθμίσεις
Ακολουθήστε την mixanitouxronou.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε τις σημαντικότερες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στη mixanitouxronou.gr