“Μας αποκαλούν ραδιοπειρατές. Λάθος, είμαστε ραδιοπειραματιστές. Θέλουμε να είμαστε νόμιμοι, γιατί το ραδιόφωνο είναι ένα μέσο επικοινωνίας των ανθρώπων. Ψυχαγωγούμε τον εαυτό μας, περισσότερο όμως τον κόσμο. Μας ακούνε στα νοσοκομεία, στα ταξί, στις υπηρεσίες, στους στρατώνες, σε κάθε σπίτι“.
Η παραπάνω επιστολή, δημοσιευμένη σε τοπική εφημερίδα το 1984, αντανακλούσε την κορύφωση ενός φαινομένου που ήταν γνωστό από τις προηγούμενες δεκαετίες.
Το κρατικό μονοπώλιο στο ραδιόφωνο είχε δοκιμάσει τα όριά του και η ανάγκη να ανοίξει ο κύκλος σε νέα μέσα, ανθρώπους και μουσικές είχε γίνει επιτακτική.
Η ραδιοπειρατεία “γεννήθηκε” πριν από την νομιμοποίηση της δημοτικής και ιδιωτικής ραδιοφωνίας. Οι ραδιοπειρατές ήταν αυτοί που αμφισβήτησαν το κυρίαρχο μοντέλο ενημέρωσης και ψυχαγωγίας.
Ταυτόχρονα κάλυπταν τις νέες ανάγκες των ακροατών που ήθελαν να ακούσουν ροκ ακούσματα, αλλά και να πληροφορηθούν τις εξελίξεις στην κοινωνία χωρίς τον κυβερνητικό έλεγχο στα σχόλια και την ειδησεογραφία.
Η ξύλινη γλώσσα και η καθαρεύουσα της κρατικής ραδιοφωνίας της παλιάς εποχής είχε κουράσει, κυρίως την νεολαία, που αναζητούσε ένα πιο διαδραστικό μέσο.
Στις δεκαετίες του ’60, του ’70 και του ’80, υπολογίζεται ότι υπήρξαν 5.000 με 10.000 ραδιοπειρατές ανά την επικράτεια. Χρησιμοποιούσαν ευφάνταστα ψευδώνυμα, όπως “Κατεψυγμένα Ηλεκτρόνια“, “Μαύρη Αράχνη” και “Ράδιο Βίκινγκς“.
Στην πραγματικότητα ήταν μία νεανική δραστηριότητα χωρίς την άδεια του νόμου. Σε ένα βαθύτερο επίπεδο, όμως, ήταν μία στάση ζωής που “πήγαινε κόντρα” στο συντηρητισμό της εποχής.
Οι νέοι προσπαθούσαν απεγνωσμένα να δημιουργήσουν το δικό τους χώρο. Πρόκειται για μία ιστορία που, αν και μακρινή πλέον, συνεχίζει να γοητεύει.
Το καλύτερο “καμάκι” ήταν το ραδιοφωνάκι
Από τη δεκαετία του ’70 και μετά, κάθε γειτονιά είχε τον ραδιοπειρατή της. Συνήθως ήταν γνώστης για την κατασκευή ενός πομπού και ήξερε από που θα ψωνίσει τα διάφορα υλικά σε αποθήκες ηλεκτρονικών στο κέντρο της Αθήνας. Εφόσον είχε υπομονή και επιμονή.
Έπαιζε καλή μουσική, την οποία “μόνο αυτός γνώριζε και κατείχε” και συχνά έκανε αφιερώσεις με σκοπό να γοητεύσει τις συμμαθήτριές του.
Το ραδιόφωνο ήταν μέσο προσωπικής έκφρασης, αλλά οι ραδιοπειρατές ήξεραν καλά ότι οι δύο ακούν καλύτερα από τον έναν.
Διόλου τυχαία, οι μουσικές επιλογές των ραδιοπειρατών τους έκαναν περιζήτητους στα νεανικά πάρτι.
“Υπήρχε ένας θαυμασμός, διότι έκανες κάτι διαφορετικό από το νόμιμο ραδιόφωνο“, είχε πει στη “Μηχανή του Χρόνου” ο ραδιοπειρατής, Π. Μαργιόπουλος.
“Τόσο τα παιδιά που είχαν τους σταθμούς, όσο κι εμείς που πηγαίναμε, στοχεύαμε σε δύο πράγματα: να παίξουμε τη μουσική που γουστάραμε και να βρούμε καμιά γκόμενα“, είχε εκμυστηρευτεί ο ραδιοφωνικός παραγωγός, Θοδωρής Σαράντης.
“Ραδιοπαντρολογήματα” και “χυλόπιτες”
Ένα επιτυχημένο “ραδιοκαμάκι” οδηγούσε συχνά σε “ραδιοπαντρολογήματα”. Ενίοτε απλώς σε ευχάριστες παρέες. Ωστόσο, το βασικό κίνητρο παρέμενε πάντα η μουσική.
“Εγώ δεν ήμουν από τα λεγόμενα “ωραία παιδιά”. Το ραδιόφωνο το έκανα για να έχω επιτυχία, να έχω δηλαδή μερικές φιλεναδούλες να χορεύω, όχι για κάτι παραπάνω“, είχε πει ο αείμνηστος ραδιοπειρατής, Ντίνος Κονσολάκης.
Υπήρχαν, φυσικά, και τα φλερτ που δεν είχαν τα προσδοκώμενα αποτελέσματα, σύμφωνα με τον γνωστό ραδιοφωνικό παραγωγό Γιώργο Πολυχρονίου, που μαζί με τον ξάδελφό του, Στέλιο είχαν δημιουργήσει τον ραδιοσταθμό “G.S. Poly“:
“Ήμουν στην ταράτσα και, κάποια στιγμή, πήγα να χορέψω ένα μπλουζ με μία κοπέλα που μου άρεσε πολύ. Τη ρώτησα “Με ακούς συχνά;” και εκείνη μου απάντησε: “Όχι, εσένα δεν σε ακούω, γιατί είσαι πάρα πολύ γνωστός και παίζεις δύσκολη μουσική”.
Της κοπέλας αυτής της άρεσε o Σαλβατόρε Ανταμό, ο Αλ Αλμπάνο και οι Beatles. Εγώ δεν έπαιζα τέτοια τραγούδια. Ακόμη και τα πρώτα κομμάτια των Beatles τα θεωρούσα κάπως σαχλά“.
Τα ραδιογωνιόμετρα
Οι “πειρατές των τρανζίστορ” εξέπεμπαν γνωρίζοντας ότι ανά πάσα ώρα και στιγμή μπορούσαν να συλληφθούν. Οι αρχές εντόπιζαν τους σταθμούς με τα περίφημα ραδιογωνιόμετρα που περιπολούσαν στις γειτονιές και έκαναν έφοδο στα παράνομα στούντιο.
Τα ειδικά αυτά όργανα εντοπισμού έγιναν ο φόβος και ο τρόμος των ραδιοπειρατών. Ωστόσο, οι περισσότεροι από αυτούς δεν πτοήθηκαν και συνέχισαν να εκπέμπουν.
Από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα ήταν ο περίφημος “Τυφλοπόντικας FM“, ο παράνομος ραδιοσταθμός της δεκαετίας του ’80 που έγινε υπ’ αριθμόν 1 στόχος της αστυνομίας.
Οι άνθρωποι του “Τυφλοπόντικα” σκαρφίστηκαν διάφορους τρόπους, για να γλιτώσουν τη σύλληψη και την κατάσχεση του εξοπλισμού τους, όπως το να κρύβουν τους ραδιοπομπούς μέσα σε καζανάκια.
Παρ’ όλ’ αυτά, δεν απέφυγαν την προσαγωγή στον εισαγγελέα και τον εγκλεισμό στη φυλακή. Σύμφωνα με δημοσιεύματα της εποχής, οι ραδιοπειρατές έρχονταν αντιμέτωποι με μονοετή φυλάκιση και πρόστιμο που κυμαινόταν από 200 έως 500 χιλιάδες δραχμές.
Οι οικοπεδάδες και οι παράνομες διαφημίσεις
Η δημοτικότητα των πειρατικών ραδιοφωνικών σταθμών ήταν μεγάλη. Το γεγονός αυτό έσπευσαν να εκμεταλλευτούν επιτήδειοι μεσίτες και ιδιοκτήτες οικοπέδων, που χρησιμοποιούσαν τις παράνομες συχνότητες, για να διαφημίσουν τα “προϊόντα” τους.
Έταζαν στους ακροατές οικόπεδα σε Λούτσα, Ραφήνα, Πόρτο Ράφτη και άλλες παροχές σε ανταγωνιστικές τιμές και υπόσχονταν ευκολίες πληρωμής.
Για να πετύχουν τον σκοπό τους, οι μεσίτες χρηματοδοτούσαν πολλές φορές τη δημιουργία παράνομων σταθμών και αναλάμβαναν να πληρώσουν τα δικαστικά έξοδα, σε περίπτωση εφόδου της αστυνομίας.
Από τη μεριά τους, οι υποψήφιοι αγοραστές μεταφέρονταν ομαδικά με μισθωμένα λεωφορεία σε Αττική και Κορινθία και “σφάζονταν”, προκειμένου να καπαρώσουν το καλύτερο κομμάτι γης. Τις περισσότερες φορές, όμως, έπεφταν θύματα εξαπάτησης.
Έτσι, οι πειρατές που διαφήμιζαν οικόπεδα “ξεφύτρωναν” σαν τα μανιτάρια και παραδόξως γλίτωναν τη σύλληψη. Το οικονομικό δέλεαρ ήταν μεγάλο, καθώς για κάθε διαφήμιση πληρώνονταν αρκετές δεκάδες χιλιάδες δραχμές.
“Οι άνθρωποι αυτοί σου έδιναν χρήματα σοβαρά για εκείνη την εποχή. Όταν ο μισθός ήταν π.χ. 1.700 και εκείνοι σου έδιναν 2.000 και 3.000, πώς να πεις όχι;“, σύμφωνα με τον κ. Κονσολάκη.
Στο εδώλιο του κατηγορουμένου οδηγήθηκαν όχι μόνο οι μεσίτες και οι ραδιοπειρατές, αλλά και καταστηματάρχες, επαγγελματίες τραγουδιστές, ακόμα και μέντιουμ.
“Τα εμπορεύματά τους, τα φωνητικά προσόντα τους και οι μαντικές τους ικανότητες είχαν προβληθεί, με τη μορφή διαφημίσεως, από πειρατικό ραδιοσταθμό. Ο χώρος του Πλημμελειοδικείου θύμιζε σκηνή θεάτρου του παραλόγου“, διαβάζουμε σε δημοσίευμα του ’80.
“Δεν ήταν καν διαφήμιση. Ήταν δυσφήμιση. Και τούτο, γιατί με παρουσίασε σαν καφετζού, ενώ είμαι μέντιουμ“, είχε υποστηρίξει στο δικαστήριο μία εκ των κατηγορουμένων, οι οποίοι τελικά κρίθηκαν αθώοι λόγω αμφιβολιών.
Η “παράσταση” του Βέγγου στο κρατητήριο
Το καλοκαίρι του 1982, ο δημοφιλής ηθοποιός, Θανάσης Βέγγος οδηγήθηκε στο κρατητήριο, με την κατηγορία ότι είχε αναθέσει σε πειρατικό ραδιοσταθμό τη διαφήμιση του θεατρικού έργου “Τσιρκολοκατάσταση“, στο οποίο πρωταγωνιστούσε στο “Δελφινάριο“.
Οι αρχές εντόπισαν το παράνομο στούντιο στον Κολωνό και κατάσχεσαν μία κασέτα, η οποία διαφήμιζε το “Δελφινάριο” και τον Βέγγο. Ο αγαπητός ηθοποιός είχε δώσει τη δική του ξεχωριστή απάντηση ενόσω βρισκόταν στο αστυνομικό τμήμα:
“Απόψε, θα δώσω παράσταση στο κρατητήριο. Αλλά για τη σύλληψή μου δεν έχω ιδέα. Ο ραδιοπειρατής, που ούτε καν τον γνωρίζω, φαίνεται ότι ήρθε στο θέατρο, μαγνητοφώνησε την παράσταση και χρησιμοποίησε την κασέτα για δικούς του σκοπούς.
Είναι η πρώτη φορά που θα διανυκτερεύσω στο Τμήμα κι ελπίζω η τελευταία. Δεν βαριέστε, όμως, όλα είναι ωραία εδώ. Οι αστυνομικοί μού φέρονται πολύ καλά και τους ευχαριστώ. Βεβαίως και έχω φάει. Εμένα δεν μου κόβεται εύκολα η όρεξη“.
Η δίκη του ηθοποιού αναβλήθηκε, αλλά η υποστήριξη των θαυμαστών του ήταν μεγάλη. Συγκεντρώθηκαν δεκάδες έξω από το δικαστήριο και φώναζαν συνθήματα συμπαράστασης:
“Θανάση είσαι αθώος… Είσαι λεβέντης” και “Θανάση, θυμήσου, είμαστε μαζί σου“.
Τα σκονάκια των μαθητών
Η ραδιοπειρατεία δεν τέθηκε στην “υπηρεσία” μόνο των ερωτευμένων νεαρών, αλλά και των αδιάβαστων μαθητών, που προσπαθούσαν να περάσουν τις γραπτές εξετάσεις με … σκονάκι.
“Ο φόβος της αποτυχίας με έσπρωξε στο κόλπο του πομπού“, είχε παραδεχθεί χαρακτηριστικά ένας επίδοξος αντιγραφέας ενώπιον του εισαγγελέα το 1977.
Ένα σκονάκι που προκάλεσε αίσθηση συνέβη στο Μαράσλειο Διδασκαλείο, το 1965.
Οι αντιγραφείς είχαν καλωδιωθεί με ένα ραδιοφωνάκι και άκουγαν τις απαντήσεις στο μάθημα της Φυσικής. Το σχέδιό τους ήταν καλά οργανωμένο, αλλά δεν έμεινε κρυφό.
Δύο συμμαθητές τους παρέδωσαν “λευκή κόλλα” μετά την εκφώνηση των θεμάτων και αποχώρησαν από την τάξη. Ακολούθως, πήγαν σε γνωστό φροντιστήριο της Ομόνοιας, όπου οι καθηγητές τούς έδωσαν τις λύσεις, και μέσα σε λίγα λεπτά μετέδωσαν τις απαντήσεις στο τρανζιστοράκι των εξεταζομένων.
Τα επόμενα χρόνια αστυνομικοί με ραδιογωνιόμετρα περιπολούσαν έξω από τα εξεταστικά κέντρα.
“Τέτοια πρωτοφανής κινητοποίηση ηλεκτρονικών μέσων και ατόμων για την απόλυτη διασφάλιση του αδιαβλήτου των μαθητικών εξετάσεων, δεν έχει ξανασυμβή στην Ελλάδα“, έγραφε η εφημερίδα “Ακρόπολις” το 1980.
Με την έλευση της ιδιωτικής ραδιοφωνίας, στα τέλη της δεκαετίας του ’80, η ραδιοπειρατεία έπαψε να έχει λόγο ύπαρξης. Πολλοί ραδιοπειρατές απασχολήθηκαν σε δημοτικούς και ιδιωτικούς σταθμούς και ένα ρομαντικό κεφάλαιο της ιστορίας των ΜΜΕ έκλεισε οριστικά.
Πηγή εικόνων κεντρικής φωτογραφίας: Αρχείο “Μηχανής του Χρόνου”
Ακολουθήστε την mixanitouxronou.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε τις σημαντικότερες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στη mixanitouxronou.gr