«Ο ηρωικός ελληνικός στρατός εισήλθεν σήμερον θριαμβευτικώς εις την πόλιν της Κορυτσάς. Η προέλασις συνεχίζεται εις όλους τους τομείς» (Έθνος).
«Η γαλανόλευκη κυματίζει από χθες στην Κορυτσά. Ο ατάκτως φεύγων και πυρπολών τα πάντα εχθρός σφυροκοπείται συνεχώς» (Ακρόπολις).
22 Νοεμβρίου 1940. Άνδρες του ελληνικού στρατού μπαίνουν στην Κορυτσά, όπου βρισκόταν ένα από τα αρχηγεία των Ιταλών. Ήταν η πρώτη μεγάλη νίκη των Ελλήνων εναντίον των δυνάμεων του Άξονα.
Ο πρώτος αξιωματικός που μπήκε στην πόλη ήταν ο έφεδρος αντισυνταγματάρχης πεζικού, Δημήτριος Θεοδωράκης. Η υποδοχή των Ελλήνων στρατιωτών ήταν πανηγυρική. Οι εκδηλώσεις χαράς των κατοίκων ήταν πρωτοφανείς. Ζητωκραυγές, πανηγυρισμοί, κωδωνοκρουσίες, χειροκροτήματα και ελληνικές σημαίες. Παντού ακούγονταν φωνές “Ζήτω το έθνος, ζήτω η Ελλάς”. Οι στρατιώτες, που οι περισσότεροι δεν είχαν ταξιδέψει έξω από τα χωριά τους, αντιμετώπισαν με τεράστια έκπληξη τους κατοίκους. Δεν περίμεναν ότι μιλούσαν ελληνικά και ένιωθαν απελευθερωτές. Οι Βορειοηπειρώτες τους υποδέχθηκαν με αγκαλιές, φαγητά, ποτά, γλυκά και τους προσκαλούσαν να πάνε στα σπίτια τους.
Ιβάν και Μοράβα
Στις 14 Νοεμβρίου ξεκίνησε η μεγάλη επίθεση του ελληνικού στρατού στο έδαφος της Βορείου Ηπείρου. Στα υψώματα Ιβάν και Μοράβα δόθηκαν επικές μάχες και από τις δύο πλευρές.
Ιβάν και Μοράβα ήταν οι δυο ορεινοί όγκοι που κάλυπταν το στρατηγικής σημασίας υψίπεδο της Κορυτσάς. Ο ελληνικός στρατός με ορμητικότητα εκτόξευσε επίθεση χωρίς να προηγηθούν βολές του πυροβολικού, ώστε να αιφνιδιάσουν τους Ιταλούς. Οι Ιταλοί αντιστάθηκαν με σθένος. Κατά τη διάρκεια των μαχών σκοτώθηκαν πολλοί Έλληνες στρατιώτες, σκορπώντας ανησυχία στην πρώτη γραμμή. Ένας ελληνικός λόχος, που βρέθηκε σε ακάλυπτο έδαφος δέχθηκε επίθεση, δημιουργήθηκε πανικός και υποχώρησε σπέρνοντας τον πανικό και σε άλλες μονάδες.
Ο διοικητής του Γ΄ Σώματος Στρατού Γεώργιος Τσολάκογλου άλλαξε τον διοικητή της 13ης μεραρχίας, επειδή δεν κατάφερε να αντιμετωπίσει το φαινόμενο του πανικού των φαντάρων. Στη θέση του τοποθέτησε τον στρατηγό Μουτούση, διοικητή πυροβολικού της μεραρχίας. Ο Μουτούσης συγκάλεσε έκτακτα στρατοδικεία για παραδειγματισμό. Δύο στρατιώτες καταδικάστηκαν και την ίδια μέρα εκτελέστηκαν.
Στη συνέχεια εξέδωσε διαταγή. “Ανέλαβα τη διοίκηση της μεραρχίας κατόπιν διαταγής. Όλα τα τμήματα που τυχόν κινούνται προς τα πίσω να καθηλώνονται στο έδαφος με μέτωπο προς Μοράβα. Τα τμήματα που είναι σε επαφή με τον εχθρό, το πρωί, να επιτεθούν. Αν δεν μπορούν, να αμυνθούν επί τόπου. Την επίθεση θα υποστηρίξω με το βαρύ πυροβολικό και θα παρακολουθήσω ο ίδιος έφιππος εκ του σύνεγγυς”. Ακολούθησε διαταγή για επίθεση. Τρεις ημέρες μετά, ο ελληνικός στρατός μπήκε στην Κορυτσά.
Η απελευθέρωση της Κορυτσάς
Ο Δημήτρης Θεοδωράκης υπέγραψε προκήρυξη για την απελευθέρωση της πόλης στα ελληνικά και στα αλβανικά. Κάλεσε όλους τους εκπροσώπους της, περίπου 15 προεστούς, θρησκευτικούς, διοικητικούς και κοινωνικούς παράγοντες και υπέγραψαν πρωτόκολλο παράδοσης και παραλαβής, υπογράφοντας ο ίδιος εκ μέρους των ελληνικών στρατευμάτων.
Η προκήρυξη που τοιχοκολλήθηκε στους δρόμους της Κορυτσάς έγραφε:
«Εν ονόματι του Βασιλέως των Ελλήνων Γεωργίου του Β’ και της Ελληνικής Κυβέρνησης, αναπετάσσω την ελληνικήν σημαίαν, ανακηρύσσω και αύθις την πόλιν της Κορυτσάς Ελευθέραν και καλώ τον λαό αυτής εις υποταγήν προς του ελληνικούς νόμους».
Αμέσως διόρισε νέα δημοτική αρχή αποτελούμενη από Έλληνες. Ο φιλοϊταλός δήμαρχος είχε ήδη εγκαταλείψει την πόλη, συμμετέχοντας στην οπισθοχώρηση των Ιταλών. Αποφυλάκισε και όρισε Δήμαρχο τον Επαμεινώνδα Χαρισιάδη με νέο 15μελές συμβούλιο. Την επομένη, το Σάββατο, έγινε επίσημη μεγαλοπρεπής δοξολογία στον Μητροπολιτικό ναό του Αγίου Γεωργίου.
Στις 6 Δεκεμβρίου ο ελληνικός στρατός κατέλαβε τους Αγίους Σαράντα και την επομένη μπήκε θριαμβευτής στο Αργυρόκαστρο.
Στην Αθήνα, η ελληνική κυβέρνηση αγωνιούσε, καθώς τα πολεμοφόδια μειώνονταν δραματικά και ο καιρός επιδεινωνόταν. Οι στρατιώτες ήταν εξαντλημένοι, ενώ υπήρχε δυσκολία αποστολής στην πρώτη γραμμή ιματισμού και αρβύλων. Οι πόλεις που καταλαμβάνονταν χρησιμοποιούνταν ως ορμητήρια για την μεταφορά εφοδίων των στρατευμάτων, την ξεκούραση αδειούχων στρατιωτών και την ανάρρωση τραυματιών και ασθενών. Το ίδιο έκαναν και οι Ιταλοί με τις αλβανικές πόλεις που διατηρούσαν υπό τον έλεγχό τους. Οι ελλείψεις σε τρόφιμα ήταν πολύ μεγάλες, αφού σύμφωνα με μαρτυρίες, οι στρατιώτες της πρώτης γραμμής, είχαν να φάνε ακόμη και 5 μέρες.
Η πείνα οδήγησε στην κατανάλωση τραυματισμένων ή νεκρών υποζυγίων, μουλαριών, γαϊδουριών, με υπόδειξη των Ιταλών αιχμαλώτων. Τους πήρε καιρό μέχρι να συνηθίσουν το υπόξινο κρέας, αλλά η πείνα τους ανάγκαζε να φάνε τα πάντα.
“Ερχόταν τρόφιμα, ερχόταν, έφερναν κονσέρβες καλές, ψωμί, αλλά πάντως στερημένα, όχι ευρύχωρα, αλλά ήταν ο πάγος, το κρύο. Νερό δεν είχαμαν. Νερό, λιώναμε το χιόνι στην καραβάνα με τα σπαρματσέτα λιώναμε το χιόνι. Μόλις έπινες από αυτό, σ’ έκλεινε στο λαιμό το νερό απ’ το χιόνι. Δυστυχία, ταλαιπωρία”, λέει ο Δημήτριος Τασούλας, Στρατιώτης 3/40 Συντάγματος Ευζώνων Άρτας.
Ο Μουσολίνι “ξηλώνει” για δεύτερη φορά τον αρχηγό των Ιταλικών δυνάμεων
Ο Μουσολίνι βλέποντας την ελληνική προέλαση τα βάζει και πάλι με τους στρατηγούς του. Για δεύτερη φορά, μέσα σε λίγους μήνες, αντικαθιστά τον επικεφαλής των ιταλικών δυνάμεων στην Αλβανία στρατηγό Σόντου, με τον αρχηγό του Γενικού Επιτελείου στρατάρχη Ούγκο Καβαλέρο.
Όμως, ο στρατηγός Σόντου, δεν μπόρεσε να βελτιώσει την δύσκολη κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει ο ιταλικός στρατός μετά την ελληνική αντεπίθεση. Μάλιστα, σύμφωνα με δήλωση του ίδιου του Μουσολίνι, τα βράδια συνέθετε σονέτα, οπότε δεν ήταν το καταλληλότερο άτομο γι΄ αυτήν τη θέση.
Έως τις 12 Φεβρουαρίου 1941, ο ελληνικός στρατός είχε καταλάβει την κορυφογραμμή της Τρεμπεσίνας, το Μάλι Σπαντάριτ, το χωριό Μπουμπέσι και τα υψώματα Κιαφέ Λουζίτ, 717 και 731. Σε λιγότερο από ένα μήνα, στα υψώματα αυτά, ο ιταλικός στρατός θα ζούσε μια ακόμα πανωλεθρία.
Ακολουθήστε την mixanitouxronou.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε τις σημαντικότερες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στη mixanitouxronou.gr