Με πληροφορίες από το νέο βιβλίο του Σπύρου Κουζινόπουλου, Σελίδες Κατοχής, Εκδόσεις IANOS
9 Απριλίου 1941. Γερμανικά τεθωρακισμένα και πλήθος στρατού εισβάλλουν στη Θεσσαλονίκη. Ήταν η πρώτη μεγάλη πόλη της Ελλάδας που καταλήφθηκε από τους Ναζί και παρέμεινε υπό γερμανική κατοχή περίπου τριάμισι χρόνια.
Δεκάδες κτίρια της πόλης επιτάχθηκαν από τους κατακτητές. Κάποια τα πήραν γερμανοί αξιωματικοί για να μείνουν. Άλλα χρησιμοποιήθηκαν ως χώροι βασανιστηρίων και ανακρίσεων.
Ένα από αυτά ήταν και η ψυχιατρική κλινική Βαγιάνου. Ήταν ένα νεοκλασικό κτίριο του 20ου αιώνα στην περιοχή της Ανάληψης. Η κλινική μετατράπηκε σε φυλακή της Μυστικής Στρατιωτικής Αστυνομίας και ένα από τα τρία μεγαλύτερα κέντρα βασανιστηρίων στην περιοχή.
Η πρώην ψυχιατρική κλινική ήταν ο πρώτος σταθμός των κρατουμένων. Στη συνέχεια, αν επιβίωναν από τα μαρτύρια, στέλνονταν στο στρατόπεδο “Παύλος Μελάς”. Από εκεί κάποιοι μεταφέρονταν στη Γερμανία για καταναγκαστική εργασία. Όμως, κατά κύριο λόγο ήταν χώρος συγκέντρωσης των μελλοθάνατων.
Σχεδόν καθημερινά, στην άκρη του στρατοπέδου γίνονταν μαζικές εκτελέσεις.
Όπως αναφέρει ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Σπύρος Κουζινόπουλος στο βιβλίο του “Σελίδες Κατοχής” στις 22 Μαρτίου 1945, η εφημερίδα Δημοκρατία είχε δημοσιεύσει ένα κείμενο με τίτλο “Στα δεσμωτήρια της κλινικής Βαγιανού”, στο οποίο περιέγραφε τα τρομακτικά βασανιστήρια που περνούσαν οι κρατούμενοι.
Ένα από τα υπόγεια του κτιρίου είχε μετατραπεί σε απομονωτήριο. Στο δωμάτιο το φως έφτανε από έναν μακρινό φεγγίτη. Γέμιζε ασφυκτικά με κρατουμένους, οι οποίοι στέκονταν για δύο με τρεις μέρες συνεχόμενα όρθιοι, χωρίς να μπορούν να μετακινηθούν. Πάνω τους έπεφταν βρωμόνερα από τον υπόνομο.
Κατά τη διάρκεια της απομόνωσης δεν τους έδιναν ούτε νερό να πιουν. Έκαναν τη σωματική ανάγκη πάνω τους.
Στη συνέχεια τους έβγαζαν από την απομόνωση για να τους ανακρίνουν. Οι κρατούμενοι ήταν ψυχικά και σωματικά εξαντλημένοι. Πίστευαν ότι έτσι θα τους κάνουν να μιλήσουν πιο εύκολα. Τους έστηναν ανάποδα στον τοίχο για περισσότερες από πέντε ώρες. Όποιος κινούνταν ή προσπαθούσε να καθίσει, ξυλοκοπούνταν.
Λίγο αργότερα, άρχιζε η ανάκριση. Για κάθε αρνητική απάντηση τιμωρούνταν με ξυλοδαρμό.
Στην πρώην κλινική είχαν μεταφερθεί και 14 φοιτητές, μέλη της ΕΠΟΝ, που είχαν συλληφθεί κατά τη διάρκεια χορού της Φοιτητικής Λέσχης Θεσσαλονίκης.
Μετά την απομόνωση, οι φοιτητές στήθηκαν στον τοίχο. Κάποια στιγμή ο ανακριτής Μαξ Κέρμπες τους είπε να γυρίσουν. Οι κρατούμενοι υπάκουσαν.
“Εσύ έριξες τις προκηρύξεις”, ρώτησε έναν από τους φοιτητές.
Εκείνος απάντησε αρνητικά και ο Κέρμπες εξαγριώθηκε. Άρχισε να τον φωνάζει κομμουνιστή και να τον γρονθοκοπεί στο πρόσωπο. Κάποια στιγμή, ένας άλλος Γερμανός τον σταμάτησε.
Όμως, ο φοιτητής συνέχισε να αρνείται ότι μοίρασε εκείνος τις προκηρύξεις. Ο Έλληνας διερμηνέας τον προέτρεπε να μιλήσει. Του έλεγε πως μόνο αν αποκάλυπτε τη δράση του, θα τον άφηναν να φύγει.
Ο Κέρμπες του πέταξε μια χειροβομβίδα στα πόδια του. Ο κρατούμενος τρομοκρατήθηκε, αλλά η χειροβομβίδα δεν ανατινάχτηκε. Ο γερμανός ανακριτής δεν είχε τραβήξει την ασφάλεια. Ήθελε απλώς να τον τρομοκρατήσει, να ρίξει το ηθικό του.
Στη συνέχεια, έβγαλε το πιστόλι του, τον σημάδεψε στο μέτωπο και πάτησε την σκανδάλη.
Για μια ακόμη φορά ο φοιτητής δεν είχε πεθάνει. Το πιστόλι ήταν άσφαιρο. Όμως, είχε καταφέρει να τον διαλύσει ψυχολογικά.
Μια ολόκληρη οικογένεια στο άνδρο των βασανιστηρίων
Στις 16 Ιουνίου 1942 τέσσερις Γερμανοί εισέβαλαν με παρατεταμένα τα όπλα και με φωνές στο διαμέρισμα της οικογένειας του καθηγητή της Φιλοσοφικής σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Ιωάννη Σταματάκου. Ο καθηγητής, η σύζυγός του και οι δυο γιοι τους κοιμόντουσαν. Οι Γερμανοί τους σήκωσαν με κλωτσιές και γροθιές και τους οδήγησαν στο σαλόνι, όπου τους είπαν ότι συλλαμβάνονται για δράση ενάντια στο Τρίτο Ράιχ. Ο μόνος που γλίτωσε, ήταν ο μικρότερος γιος τους, Δράκος.
Αργότερα, ο Δράκος Σταματάκος διηγήθηκε ότι “τους έκλεισαν στην κλινική Βαγιανού. Ήταν μια νευρολογική κλινική στο Ντεπώ. Την είχαν επιτάξει οι Γερμανοί και την είχαν μετατρέψει σε φυλακή. Ήταν κατάλληλη άλλωστε, με τον ψηλό μαντρότοιχο και τα κάγκελα στα παράθυρα. Ο μαντρότοιχος είχε συρματοπλέγματα στην κορυφή και σκοπιές στις γωνίες. Στο κτίριο της κλινικής είχαν κτίσει τα παράθυρα και είχαν αφήσει μόνο ένα τμήμα στο επάνω μέρος του φεγγίτη”.
Ο Δράκος ήταν μαθητής Γυμνασίου. Κάθε μέρα έψαχνε φαγητό για να πάει στους γονείς του και στον αδερφό του στη φυλακή.
Στις αρχές του Οκτωβρίου του 1942 αφέθηκε ελεύθερη η μητέρα. Επέστρεψε στο σπίτι της με τα πόδια με μια βαλίτσα στα χέρια. “Ήταν ένα φάντασμα του εαυτού της” είχε πει ο γιος της. Στη συνέχεια άφησαν τον καθηγητή και τελευταίο άφησαν τον μεγαλύτερο γιο του που ήταν σε άθλια κατάσταση. Τον είχαν ανακρίνει οκτώ φορές. Κάθε ανάκριση συνοδευόταν με άγριο ξυλοδαρμό.
Η μητέρα του είχε διαταραχθεί ψυχολογικά. Ένας γιατρός τους πρότεινε να φύγουν από τη Θεσσαλονίκη, ώστε να αλλάξει παραστάσεις. Με τη βοήθεια κάποιων φίλων του καθηγητή στο νοσοκομείο, κατάφερε να πάρει ένα χαρτί, στο οποίο έλεγε ότι η σύζυγός τους έπρεπε να νοσηλευτεί στο νοσοκομείο της Αθήνας.
Έτσι, η οικογένεια Σταματάκου πήρε το τρένο και απομακρύνθηκε από τον τόπο του βασανισμού της. Όμως, οι μνήμες τους δεν έσβησαν ποτέ.
Το κτίριο υπάρχει μέχρι σήμερα. Μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης, παρέμεινε άδειο και ανεκμετάλλευτο.
Πληροφορίες αντλήθηκαν από το βιβλίο του Σπύρου Κουζινόπουλου, Σελίδες Κατοχής, Εκδόσεις IANOS
Πηγή αρχικής εικόνας: αρχείο του Σπύρου Κουζινόπουλου. Απεικονίζει το στρατόπεδο συγκέντρωσης “Παύλος Μελάς” στη Θεσσαλονίκη όπου μετέβαιναν οι κρατούμενοι μετά το βασανισμό τους στην πρώην κλινική Βαγιανού
Διαβάστε επίσης στη ΜτΧ: Η σύλληψη του Γλέζου και του Σάντα από τους Γερμανούς. Αγνοούσαν ότι αυτοί κατέβασαν τη σβάστικα από την Ακρόπολη. Ο Γερμανός πιλότος που βοήθησε τον Σάντα
Ακολουθήστε την mixanitouxronou.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε τις σημαντικότερες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στη mixanitouxronou.gr